Skip to main content

«Το σώμα είναι η σκηνή του εγκλήματος»: Τι κάνουν οι Αρχές μετά από καταγγελία για βιασμό

Η Voria.gr μίλησε με την ΕΛΑΣ, με μία ιατροδικαστή αλλά και με έναν δικηγόρο για το ποιες διαδικασίες προβλέπονται μετά την ειδεχθή πράξη του βιασμού

Το μεσημέρι της Δευτέρας 30 Μαΐου μία 22χρονη καταγγέλλει τον βιασμό της σε μία παραλία της Χαλκιδικής από έναν μεσήλικα άνδρα που, όπως υποστηρίζει, της επιτίθεται πισώπλατα, κάνοντάς της να βιώσει ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα.

Έτσι, με μία ακόμη υπόθεση βιασμού να βλέπει το φως της δημοσιότητας, ένα ερώτημα σχηματίζεται στο μυαλό αρκετών γυναικών αλλά και ανδρών, «τι πρέπει να κάνω αν συμβεί σε μένα;».

Η Voria.gr συνομίλησε με πηγές από την Ελληνική Αστυνομία, με μία ιατροδικαστή αλλά και με έναν δικηγόρο επιχειρώντας να δώσει μία εικόνα για το τι προβλέπεται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Όπως αναφέρουν πηγές της ΕΛΑΣ, το σώμα της γυναίκας μετά τον βιασμό είναι η σκηνή του εγκλήματος και για τον λόγο αυτόν πρέπει να γίνουν οι λιγότερες δυνατές παρεμβάσεις πριν εξεταστεί από τον ιατροδικαστή. Το σώμα μιλάει εκείνη τη στιγμή και μπορεί να πει πράγματα που ο νους προτιμά να διαγράψει, σημειώνουν οι ίδιες πηγές.

Έτσι, οι αρχές με το που φθάνει μία γυναίκα στο τμήμα για να καταγγείλει τον βιασμό της είτε μόνη είτε συνοδεία κάποιου άλλου προσώπου τής προτείνεται να μην κάνει μπάνιο για να μη χαθεί κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, όπως το γενετικό υλικό στον κόλπο ή κάτω από τα νύχια, είτε κάποια τρίχα σε κάποιο σημείο του σώματος που μπορεί να αποκαλύψει τον δράστη.

Όταν το θύμα καταγγέλλει τον βιασμό του, αυτό μπορεί να γίνει παρουσία ψυχολόγου της Αστυνομίας, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου το ψυχικό τραύμα είναι τόσο ισχυρό που το θύμα δυσκολεύεται να ανοιχτεί στις Αρχές.

Έτσι, μετά την κατάθεση δίνονται από το τμήμα οι απαραίτητες ιατροδικαστικές παραγγελίες για να μεταβεί αργότερα στον ιατροδικαστή της περιοχής ή σε κάποιο νοσοκομείο σε περιοχές που δεν είναι άμεση η πρόσβαση και να διενεργηθεί η ιατροδικαστική εξέταση. Τα ρούχα του θύματος, το κινητό του αλλά και όποιο άλλο στοιχείο υπήρχε στον τόπο του εγκλήματος, όπως παραδείγματος χάριν ένα μαχαίρι ή κάποιο χαρτομάντιλο, κατάσχονται από τις αρχές και αποστέλλονται -για συμβάντα στη Β. Ελλάδα- στην υποδιεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών Βορείου Ελλάδος (ΥΕΕΒΕ), όπου και θα εξεταστούν αναλυτικά για DNA, αποτυπώματα και αίμα. Αν το θύμα είναι σε καλή κατάσταση σωματικά και δεν χρειάζεται να νοσηλευτεί, τότε λαμβάνονται τα ούρα του θύματος από το τμήμα, το οποίο και τα αποστέλλει σε τοξικολογικά εργαστήρια.

Οι ίδιες πηγές, πάντως, σημειώνουν πως στο ποινικό Δίκαιο πρωταρχικός στόχος είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής, οπότε αν, λόγου χάριν, κινδυνεύει η ζωή του θύματος ή κριθεί απαραίτητο να κάνει μπάνιο, τότε η προτεραιότητα δίνεται εκεί. Αυτό σημαίνει πως η κάθε υπόθεση αντιμετωπίζεται ξεχωριστά, παρά το γεγονός πως υπάρχουν κοινές γραμμές.

Μετά την κατάθεση και την έκδοση των ιατροδικαστικών παραγγελιών ακολουθείται η διαδικασία της αναγνώρισης από το θύμα. Αρκετές φορές τού δείχνονται φωτογραφίες από άτομα που ήταν στην περιοχή ή έχουν απασχολήσει τις αρχές κατά το παρελθόν για παρεμφερή αδικήματα και βρίσκονταν σε κοντινό σημείο, ώστε να γίνει μία πρώτη προσπάθεια αναγνώρισης. Όμως, όπως ξεκαθαρίζουν από την ΕΛΑΣ, η αναγνώριση δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει έναν ύποπτο στη φυλακή αλλά πρέπει να δέσει η υπόθεση με κάθε δυνατό στοιχείο.

Στις περιπτώσεις βιασμού αρκετές φορές τα θύματα δεν περιγράφουν πλήρως τη σκηνή είτε γιατί ντρέπονται είτε γιατί ο νους τους επιλέγει να μη συγκρατήσει τη στιγμή λόγω της βαναυσότητας της πράξης. Για αυτόν τον λόγο, ενώ από τη στιγμή που καταγγέλλεται διώκεται αυτεπάγγελτα, είναι το μόνο αδίκημα στο οποίο μπορεί το θύμα να υπαναχωρήσει καθώς η ίδια η διαδικασία της περιγραφής κάνει το θύμα να ξαναζεί τη στιγμή του βιασμού.

Μετά την κατάθεση στις αστυνομικές αρχές το θύμα επισκέπτεται έναν ιατροδικαστή για να του γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις και να συλλεχθούν τα στοιχεία που θα οδηγήσουν στην ταυτοποίηση και τον εντοπισμό του δράστη. Η προϊσταμένη της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, Ελένη Ζαγγελίδου, περιγράφει στη Voria.gr την προβλεπόμενη διαδικασία. To άτομο, αφού κάνει την καταγγελία στην αστυνομία και δοθούν οι καταθέσεις, κατόπιν τηλεφωνικού ραντεβού, λόγω covid, πηγαίνει να εξεταστεί στο δυνατόν συντομότερο διάστημα, ακόμα και την ίδια ημέρα, από ιατροδικαστή. «Επειδή είμαστε δημόσια υπηρεσία λειτουργούμε τις δημόσιες ημέρες και ώρες, όμως για κάθε ημέρα υπάρχει ένας ιατροδικαστής που εφημερεύει. Οποιαδήποτε προανακριτική αρχή χρειάζεται τις υπηρεσίες του ιατροδικαστή, επικοινωνεί με τον εφημερεύοντα», σημειώνει η κ. Ζαγγελίδου.

«Εάν προέχει η ζωή του θύματος και η υγεία του θα επισκεφτεί πρωτίστως ένα νοσοκομείο όπου και θα δοθούν οι πρώτες βοήθειες και αργότερα θα επισκεφτεί έναν ιατροδικαστή. Στο νοσοκομείο γίνεται και ένας γυναικολογικός έλεγχος, χορηγείται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και σε δεύτερο χρόνο μεταβαίνει κάποιος από τους ιατροδικαστές στο νοσοκομείο», τονίζει.

Αναφερόμενη στη διαδικασία σημειώνει πως το θύμα θα εξεταστεί στο κλινικό ιατροδικαστικό σκέλος σε σχέση με τα ευρήματα που έχουν να κάνουν με τη σεξουαλική κακοποίηση. «Εμείς συμβουλεύουμε τα θύματα να επισκεφτούν τον γυναικολόγο τους για να καλυφθεί όλο το πρωτόκολλο. Το θύμα δεν πρέπει να πλυθεί για να μη χαθούν στοιχεία ξένου γενετικού υλικού καθώς μετά από 72 ώρες δεν ανευρίσκεται τίποτα. Τα εσώρουχα και τα ρούχα τα κρατάει η προανακριτική αρχή, το τμήμα όπου γίνεται η καταγγελία. «Τα δείγματα που θα λάβουμε από την εξέταση που θα γίνει στην υπηρεσία θα τα στείλουμε στο ΑΤ. Όλα τα στοιχεία μαζί θα αποσταλούν στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών στην Αθήνα, όπου γίνονται οι εξετάσεις dna, το οποίο ανήκει στο υπουργείο Προστασίας. Τα ποινικά δείγματα από όλη την Ελλάδα εξετάζονται από αυτό το εργαστήριο», ξεκαθαρίζει.

«Τα δείγματα λαμβάνονται ανάλογα από τις ανατομικές περιοχές που εικάζει το θύμα ότι υπάρχει κάποιο ξένο γενετικό υλικό, κολπικά, πρωκτικά ή στοματικά δείγματα, ακόμα και από τις επιφάνειες του σώματος», υπογραμμίζει, ενώ προσθέτει πως επειδή ο βιασμός είναι νομική έννοια στην ιατρική αυτό που πρέπει να φανεί είναι αν η βία έχει αποτυπωθεί στο σώμα με κάποιον τρόπο. Αυτό μπορεί να συμβεί αν βρεθούν κακώσεις που να ταιριάζουν με τους ισχυρισμούς του θύματος. Όσο πιο πολλά στοιχεία βρεις τόσο πιο εύκολα αποδεικνύεται η καταγγελία.

«Ο ποινικός χαρακτηρισμός για τον βιασμό είναι βίαιη κατά φύσιν συνουσία. Πρέπει λοιπόν να τεκμηριωθεί η συνουσία με την ύπαρξη του γενετικού υλικού αλλά και η βία από τις κακώσεις στο σώμα. Είναι λίγο δυσδιάκριτο καθώς οι ενήλικες γυναίκες έχουν πιο συχνή σεξουαλική ζωή», λέει η ιατροδικαστής.

«Εφόσον το θύμα από την κλινική εικόνα θεωρεί ότι δεν μπορεί να ανασύρει ανάμνηση των γεγονότων, εκεί πρέπει να γίνει άμεσα η λήψη των ούρων, από 8 έως και 72 ώρες μετά το συμβάν. Η λήψη κάθε ουσίας έχει και μία συγκεκριμένη κλινική εικόνα. Στις διαδικασίες τοξικολογικής ανάλυσης χρειάζονται πληροφορίες όπως το φύλο, τα κιλά, η ενδεχόμενη λήψη φαρμάκων», καταλήγει.

Τα αποτελέσματα όλων των εξετάσεων αποστέλλονται αρχικά στην προανακριτική αρχή και μέσω του ΑΤ κοινοποιούνται στις δικαστικές αρχές.

Τέλος, για το νομικό σκέλος και για το τι συμβουλεύει στις εντολείς του μιλάει ο δικηγόρος, Θοδωρής Καραγιάννης. Όπως σημειώνει, σε πρώτο στάδιο η καταγγελία του βιασμού εναπόκειται καθαρά στην αξιολόγηση του εκάστοτε αστυνομικού ή του Εισαγγελέα αλλά και στα αντανακλαστικά τους. 

Με το που έρθει ένα θύμα βιασμού η πιο βασική κίνηση είναι να γίνει άμεσα η καταγγελία στις αρχές. Στη συνέχεια, αναφέρει πως ο ίδιος προτείνει στο θύμα να κρατήσει ό,τι περισσότερο μπορεί από ιδιωτικά στοιχεία, όπως φωτογραφίες αν έχει υποστεί βία ή αν είχε κάποια επαφή με τον δράστη προηγουμένως. Το ιδανικό θα ήταν να επισκεφτεί τον γυναικολόγο της και να λάβει κάποια βεβαίωση, καθώς αυτός θα καταλάβει έναν τραυματισμένο κόλπο ή οποιαδήποτε μόλυνση, ή το εφημερεύον νοσοκομείο για να γίνει μία κλινική εξέταση στα σημάδια. «Αλλά οποιαδήποτε πρωτοβουλία πάρει ο ιδιώτης δεν μπορεί να είναι τόσο αποτελεσματική όσο αυτή που θα συνοδεύεται από μία εισαγγελική παραγγελία», υποστηρίζει.

Στις περιπτώσεις που απαιτείται το θύμα να πάει άμεσα στον ιατροδικαστή, με συμβολή δικηγόρου οφείλει να ειδοποιήσει τον Εισαγγελέα Υπηρεσίας, να στείλει άμεσα παραγγελία και να ανοίξει η ιατροδικαστική υπηρεσία για να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος.

O δικηγόρος μπορεί να ζητήσει ψυχολόγο από την Κοινωνική Υπηρεσία. Υπάρχει και το ψυχιατρικό νοσοκομείο στο οποίο μπορείς να αποταθείς και να ζητήσεις συνδρομή ωστόσο πρόκεται για μία όχι τόσο άμεση υπηρεσία.

Σημειώνεται πως, όπως αναφέρει ο κ. Καραγιάννης, για τον βιασμό επιτρέπονται κάποιες ειδικές πράξεις από τις αρμόδιες αρχές για να ερευνήσουν το αδίκημα, όπως ειδική έρευνα ή ακρόαση συνομιλιών μετά από ειδική άδεια ή επιτρέπεται το Δικαστήριο να γίνει κεκλεισμένων των θυρών για προστασία του θύματος, ενώ δίνεται και η δυνατότητα ο Εισαγγελέας να διατάξει στο θύμα ή στον δράστη ειδικές ψυχοδιαγνωστικές εξετάσεις ή θεραπείας στο θύμα. Παράλληλα, σύμφωνα με τον 336 ΠΚ, επιτρέπεται ο Εισαγγελέας να απόσχει την ποινική δίωξη αν το θύμα το ζητήσει καθώς δεν αντέχει τη διαδικασία που θα περάσει και τη δημοσιότητα της υπόθεσης.

Τι πρέπει να αλλάξει

Η προϊσταμένη της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας κάνει μία πρόταση αναφορικά με τη σύσταση ενός κέντρου που να μπορεί να συστεγάσει όλες τις ειδικότητες που είναι απαραίτητες για την εξέταση του σώματος. «Θα ήταν ιδανικό να δομηθεί ένα κέντρο, ίσως σε μία από τις έξι γυναικολογικές κλινικές που έχει η Θεσσαλονίκη, ώστε με το που προκύπτει ένα τέτοιο συμβάν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα να την παραπέμπουν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Εκεί θα προστρέξουν ο ιατροδικαστής, ο ψυχολόγος, η κοινωνική λειτουργός και το γυναικολογικό τμήμα ούτως ώστε να μην επαναθυματοποιηθεί το θύμα, να τα πει σε όλους διαφορετικά. Εκεί θα γίνει η υποστήριξη της πρώτης γραμμής, θα του δοθεί η κατάλληλη αγωγή», αναφέρει, ενώ προσθέτει πως δέον θα ήταν να γίνει κάτι αντίστοιχο με το κέντρο Ελίζα, που είναι στην Αθήνα και αφορά κακοποιημένα παιδιά. «Δυστυχώς ακόμα δεν υπάρχει επίσημα ένα πρωτόκολλο για τα θύματα βιασμού. Υπάρχουν τα διεθνή πρωτόκολλα αλλά η Ελλάδα δεν έχει εναρμονιστεί νομοθετικά σε τέτοια πρωτόκολλα. Εκεί θα αναφερόταν και τι προβλέπεται για κάθε θύμα σεξουαλικού εγκλήματος».

Από την πλευρά του ο δικηγόρος, Θοδωρής Καραγιάννης, σημειώνει πως όσον αφορά την άμεση εξεύρεση στοιχείων από τη στιγμή που θα γίνει μία καταγγελία δεν προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας συγκεκριμένες διαδικασίες, δεν υπάρχει πιο άμεση αντιμετώπιση. Αυτό σημαίνει πως είναι καθαρά θέμα αξιολόγησης του αστυνομικού που θα αναλάβει την υπόθεση ή του Εισαγγελέα το πόσο γρήγορα θα επιληφθεί.

Η ιδανική λύση για τον κ. Καραγιάννη θα ήταν να δοθεί από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μία οδηγία που θα προβλέπει στις καταγγελίες για βιασμό να ενημερώνεται αμέσως αρμόδιος Εισαγγελέας ό,τι ώρα και να είναι. Από την άλλη, θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα ιδιαίτερο καθεστώς που θα δίνει προτεραιότητα σε τέτοια αδικήματα.