Skip to main content

Τι λείπει από τη Θεσσαλονίκη για να αναπτυχθεί τουριστικά

Μαζί με την κανονικότητα, μετά την πολύμηνη καθίζηση, επανέρχονται και όλες οι δυσκολίες που κρατούν τη Θεσσαλονίκη υποβαθμισμένη τουριστικά.

«Η Θεσσαλονίκη μπορεί να κερδίσει το στοίχημα του τουρισμού» είναι το μήνυμα που εκπέμπουν τις τελευταίες ημέρες οι παράγοντες της πόλης, με αφορμή τα επίσημα εγκαίνια της επέκτασης των εγκαταστάσεων εξυπηρέτησης ταξιδιωτών του αεροδρομίου «Μακεδονία». Ένα στοίχημα που επανέρχεται στο προσκήνιο χρόνια τώρα και ταυτόχρονα συνιστά αισιόδοξο σύνθημα, που ακούγεται όμορφα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κατά την οποία τόσο ο ελληνικός τουρισμός και η ελληνική οικονομία, όσο και οι διεθνείς μετακινήσεις βρίσκονται σε φάση επανεκκίνησης, μετά την πολύμηνη καθίζηση λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Το μόνο δύσκολο στην υπόθεση είναι ότι μαζί με την κανονικότητα επανέρχονται και όλες οι δυσκολίες, που κρατούν τη Θεσσαλονίκη υποβαθμισμένη τουριστικά, έναντι των προοπτικών που οι παράγοντες της τουριστικής οικονομίας της αναγνωρίζουν, με βάση τα πλεονεκτήματα που διαθέτει.

Εδώ και δεκαετίες η επισκεψιμότητα της Θεσσαλονίκης είναι περιορισμένη και βασίζεται σε δύο ανθεκτικά χαρτιά: στην ιστορία και στη γεωγραφία. Η μεγάλη πλειονότητα των επισκεπτών της πόλης είναι Βαλκάνιοι, λόγω εγγύτητας. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι Τούρκοι –τουλάχιστον σε περιόδους που η οικονομία της γειτονικής χώρας πηγαίνει καλά και οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι ήρεμες-, οι οποίοι κατά βάσιν επισκέπτονται το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, του ανθρώπου που δημιούργησε το τουρκικό κράτος και έζησε τα κρίσιμα χρόνια του στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, τα τελευταία χρόνια καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη και πολίτες του Ισραήλ, τιμώντας την εβραϊκή παράδοση της πόλης, που διακόπηκε απότομα και βίαια με το ξεκλήρισμα του πολυπληθούς εβραϊκού πληθυσμού της πόλης από τους Ναζί στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ασφαλώς τη Θεσσαλονίκη επισκέπτονται πολλοί Έλληνες για δουλειές και εκδρομή –για παράδειγμα σχολεία απ’ όλη τη χώρα. Καθώς, επίσης, και ακαδημαϊκοί και οικονομικοί παράγοντες απ’ όλο τον κόσμο χάρη στα επιστημονικά συνέδρια που διοργανώνουν τα πανεπιστήμια της πόλης, τις διεθνείς εκθέσεις της ΔΕΘ – Helexpo, αλλά και επειδή υπάρχει έντονη εξωστρέφεια από πολλές επιχειρήσεις της περιοχής. Υπό φυσιολογικές συνθήκες τα μεγέθη αυτά θα ενισχυθούν τα επόμενα χρόνια, διότι η πλατεία Αριστοτέλους θα εξακολουθήσει να είναι κοντά στις βαλκανικές χώρες, η ανέγερση των εβραϊκών μνημείων -ιδίως του Μουσείου του Ολοκαυτώματος- θα προσελκύσουν ακόμη περισσότερους Ισραηλινούς, το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ θα είναι πάντα στη θέση του, στην οδό Αγίου Δημητρίου, οι σχολικές εκδρομές θα ξαναγίνουν, το ίδιο τα συνέδρια και οι εκθέσεις, αν και το μέγεθος και η πυκνότητά τους θα επηρεαστούν από την ψηφιακότητα, που επέβαλε η πανδημία.

Να πάμε παρακάτω

Αυτό το παζλ είναι από μόνο του σημαντικό και αξιοποιήσιμο. Αλλά εάν δεν ενισχυθεί ποσοτικά και ουσιαστικά δεν μπορεί να αποτελέσει πηγή πλούτου, που θα συμβάλλει στην αλλαγή της μοίρας της πόλης. Διότι τα περιθώρια ανάπτυξης του τουρισμού είναι πολλά και τα οφέλη της οικονομίας και της κοινωνίας μπορούν να είναι ακόμη περισσότερα. Μόνο που λείπει κάτι τόσο βασικό, όσο οι ρόδες σε ένα αυτοκίνητο που θέλει να κινηθεί. Λείπει το «τουριστικό προϊόν Θεσσαλονίκη», επειδή κανείς μέχρι σήμερα δεν θέλησε ή δεν φρόντισε ή δεν μπόρεσε να οργανώσει. Διότι σήμερα η Θεσσαλονίκη προσπαθεί να πουλήσει πολλά πράγματα μαζί, αλλά δεν τα καταφέρνει επειδή –μεταξύ άλλων- λείπει το βασικό αφήγημα, πάνω στο οποίο θα κουμπώσουν τα επί μέρους. Η ιστορία. Τα αρχαία, ρωμαϊκά, βυζαντινά και οθωμανικά μνημεία. Η γαστρονομική παράδοση και η φιλοξενία. Ο τρόπος ζωής, η διασκέδαση, η αγορά. Το παραθαλάσσιο μέτωπο. Ακόμη η εγγύτητα με παγκόσμια τοπόσημα, όπως ο Όλυμπος, το Άγιον Όρος, η Βεργίνα, η Πέλλα, τα βήματα του Αγίου Παύλου και αργότερα –ελπίζουμε- η Αμφίπολη. Όλα αυτά πρέπει να… πακεταριστούν με τον κατάλληλο τρόπο. Με μακροχρόνια προοπτική και παραγωγική λογική, υπό την έννοια ότι ποτέ κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν έστησε ένα εργοστάσιο για να το δουλέψει λίγα χρόνια.

Βασικό βήμα είναι η συστηματική και έξυπνη προβολή, ώστε η πόλη να γίνει σταδιακά γνωστή και πέρα από τη βαλκανική γειτονιά της. Με όρους μάρκετινγκ –τι να κάνουμε, για πωλήσεις μιλάμε- δεν υπάρχει το βασικό πακέτο, δηλαδή η οργανική σύνδεση των επί μέρους, σε έναν κορμό. Με ένα αφήγημα, κάτω από ένα τίτλο και ορισμένα καλολογικά στοιχεία. Πολύ περισσότερο που χωρίς ένα τέτοιο «πακέτο» είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν μπορεί να διαμορφωθεί αξιόπιστη στρατηγική, να υπάρξει προγραμματισμός και να γίνουν οι επενδύσεις που χρειάζονται, ώστε το τουριστικό προφίλ της Θεσσαλονίκης να εμπεδωθεί και να αποκτήσει μεσο-μακροπρόθεσμη προοπτική. Όλοι συμφωνούν πως για να δημιουργηθεί τουριστική ταυτότητα σε έναν τόπο και να καλλιεργηθεί συνείδηση και συνθήκες επαγγελματικής φιλοξενίας δεν είναι κάτι απλό. Ιδιαίτερα μετά από δεκαετίες κλειστοφοβικής νοοτροπίας, που ράγισε μόνο επί δημαρχίας Μπουτάρη και ευτυχώς διευρύνεται επί Ζέρβα, απαιτείται προσπάθεια και συστηματική προσέγγιση. Κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν τα κατάλληλα πρόσωπα για να δουλέψουν πάνω στο πρότζεκτ «Τουριστική Θεσσαλονίκη». Αυτή θα έπρεπε να είναι η απόλυτη προτεραιότητα για τον Οργανισμό Τουριστικής Προβολής και Μάρκετινγκ Θεσσαλονίκης, στον οποίο συμμετέχουν αυτοδιοικητικοί και παραγωγικοί φορείς της περιοχής. Περισσότερα από 15 χρόνια μετά την ίδρυση του είναι σαφές ότι τα αποτελέσματα των δράσεών του είναι περιορισμένα. Κυρίως, όμως, οι κινήσεις του είναι αποσπασματικές και στην πλειονότητά τους έχουν κλασικό χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα η ανανέωση μιας ιστοσελίδας ή η συμμετοχή σε κάποιο περιφερειακή τουριστική έκθεση.

Προδιαγραφές 12μηνου τουρισμού

Το ερώτημα είναι αν η Θεσσαλονίκη υποδέχεται τον τουρισμό που της αναλογεί σε μέγεθος και της αξίζει σε ποιότητα. Η προφανής απάντηση είναι αρνητική. Ενώ οι προδιαγραφές παραπέμπουν σε 12μηνη τουριστική λειτουργία με αυξημένες πληρότητες, στην πράξη τα αποτελέσματα κινούνται σε… ρηχά νερά. Παραμένει φτωχός συγγενής. Μετά την επέλαση του κορωνοϊού –που δεν ξέρουμε εάν έχει περάσει και πότε θα επιστρέψει- όλοι αντιλαμβάνονται ότι ο τουρισμός αλλάζει. Τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τα ψηφιακά εργαλεία θα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Παράλληλα με όλα αυτά χρειάζεται η κάλυψη βασικών υποδομών που δεν υπάρχουν, με πρώτη και καλύτερη την αστική συγκοινωνία, που για να βελτιωθεί μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε τη λειτουργία του μετρό. Το κακό για τη Θεσσαλονίκη είναι ότι στη χώρα μας δεν υπάρχουν μητροπολιτικοί δήμοι, οι Περιφέρειες στερούνται αρμοδιοτήτων και πόρων, η κεντρική διοίκηση είναι συγκεντρωτική, αθηνοκεντρική και γραφειοκρατική. Όσο για τον ιδιωτικό τομέα της πόλης, δηλαδή την επιχειρηματικότητα, παραμένει συχνά κολλημένη σε νοοτροπίες άλλων εποχών. Αυτό, τουλάχιστον, δείχνει. Το όραμα απουσιάζει, όπως και το ομαδικό πνεύμα, που την εποχή μας είναι απολύτως απαραίτητο για να προχωρήσουν τα πράγματα και οι καταστάσεις. Ακόμη και οι άνθρωποι της πιάτσας –τουλάχιστον οι περισσότεροι- κοιτούν μόνο τον εαυτό τους και την δουλειά τους, χωρίς να πιστεύουν στ’ αλήθεια ότι είναι προς συμφέρον όλων –άρα και δικό τους- να επικρατήσει μια διαφορετική, μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα στη Θεσσαλονίκη. Όπως κι αν το δει κανείς στο τέλος όλα καταλήγουν να μεταφράζονται με οικονομικούς όρους. Ο τουρισμός –ιδιαίτερα ο τουρισμός πόλης- έχει την ιδιότητα της γρήγορης ανάπτυξης και ταυτόχρονα της οριζόντιας διάχυσης του πλούτου που παράγεται στην αγορά και στην κοινωνία. Επομένως για τη Θεσσαλονίκη, που τις τελευταίες δεκαετίες υποχωρεί διαρκώς και υποβαθμίζεται οικονομικά -μόνο τυχαίο δεν είναι το πολύ υψηλότερο του μέσου όρου της χώρας ποσοστό ανεργίας, ούτε ο μαρασμός που ζήσαμε τους τελευταίους 15 μήνες λόγω της απουσίας των φοιτητών- το θέμα επείγει. Από την άλλη στην πόλη της… χαλαρότητας ο χαρακτηρισμός του επείγοντος έχει σχετική σημασία.

ΥΓ. Το κυβερνητικό… τσουνάμι που σάρωσε τη Θεσσαλονίκη στα μέσα της εβδομάδας, με την παρουσία στην πόλη του πρωθυπουργού και πρωτοκλασάτων υπουργών, θύμισε Σεπτέμβριο και ΔΕΘ. Πολλές σύντομες επισκέψεις, μερικές συσκέψεις, αρκετές επαφές και εξαγγελίες με προοπτική για τις οποίες κανείς ποτέ δεν θα λογοδοτήσει, ώστε να δούμε ποιες υλοποιήθηκαν και ποιες όχι. Φυσικά δηλώσεις, χαμόγελα –έστω και κάτω από τις μάσκες-, αλλά και οι απαραίτητες… κουστωδίες, ντόπιες και αερομεταφερόμενες. Με δυο λόγια πολυπραγμοσύνη. Η γραφικότητα και ο παραγοντισμός με μανδύα πολιτικής και όχημα της κινητικότητα. Όλοι στο φόρτε τους! Ακόμη και άνθρωποι, οι οποίοι ενδεχομένως να έχουν ικανότητες, αλλά αφού μπήκαν στον χορό, χορεύουν. Άνθρωποι που θεωρούν μεγάλη αμαρτία πρώτα να κάνουν κάτι και μετά να το πουν και να πανηγυρίσουν. Όπως έγραψε ο ποιητής και τραγούδησε ο τροβαδούρος «Εδώ είναι Βαλκάνια / δεν είναι παίξε γέλασε».