Skip to main content

Η «αντικειμενική» δημοσιογραφία και τα... ψόφα στους τοίχους

Το «ψόφα», πριν γραφτεί ως σύνθημα στον τοίχο του σπιτιού του Πορτοσάλτε, είχε από καιρό πλημμυρίσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις πλατείες

Ας ξεκινήσουμε κατ' αρχάς από τα αυτονόητα. Αντικειμενική δημοσιογραφία, άρα και ενημέρωση, έτσι όπως την εννοούν και την αντιλαμβάνονται ορισμένοι, δεν υπάρχει. Όσο αποστασιοποιημένος και εάν είναι ένας δημοσιογράφος από καταστάσεις, κόμματα και συμφέροντα, είναι πολύ δύσκολο να αποστασιοποιηθεί από τον ίδιο τον εαυτό του, δηλαδή από τα πιστεύω του. Και είναι εξίσου δύσκολο οι πεποιθήσεις του να αφήσουν παντελώς ανεπηρέαστη τη γραφίδα του.

Βεβαίως, είναι άλλο αυτό και άλλο είναι δημοσιογράφοι να μετατρέπονται σε φερέφωνα οποιουδήποτε. Να προσεγγίζουν τα γεγονότα, να τα αποτυπώνουν και να τα ερμηνεύουν με τρόπο οπαδικό, που αμβλύνει την ευθυκρισία και καταρρίπτει κάθε ίχνος αμεροληψίας και εγγυρότητας.

Το φαινόμενο αυτό αποτελεί, δυστυχώς, μια από τις συνηθέστερες παθογένειες του Τύπου, στην Ελλάδα και παγκοσμίως.

Στη χώρα μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της κρίσης, το κλίμα απόλυτου διχασμού το οποίο σάρωσε τα πάντα, παρέσυρε και τον Τύπο ο οποίος, στην πλειονότητά του, στοιχήθηκε κι αυτός πίσω από τα δύο στρατόπεδα. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις δεν διέσωσαν την τιμή του. Θα ήταν άλλωστε, παράδοξο, την ώρα που η κρίση ισοπέδωνε τα πάντα, εισοδήματα, επαγγελματικούς κλάδους, πρακτικές και αξίες, ο Τύπος να καταφέρει να σταθεί όρθιος και ανέγκιχτος.

Έτσι, είδαμε μέσα ενημέρωσης, δημοσιογράφους και κόμματα να γίνονται ένα και το αυτό, στο βαθμό που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις στα τηλεοπτικά πάνελ, τον βουλευτή από τον δημοσιογράφο. Είδαμε τον δημόσιο λόγο, πολιτικών και δημοσιογράφων να εκτροχιάζεται και να διολισθαίνει σε επικίνδυνους ατραπούς. Να πυροδοτεί αντί να αμβλύνει τον κοινωνικό διχασμό, να οξύνει αντί να κατευνάζει τα πάθη.

Επακόλουθο όλων αυτών ήταν οι βιαιοπραγίες και οι ξυλοδαρμοί πολιτικών αλλά ενίοτε και δημοσιογράφων. Πρακτικές οι οποίες πυροδοτήθηκαν δυστυχώς και από κομματικά και εν συνεχεία, ακόμη και από κυβερνητικά υπόγεια, τα οποία στοχοποιούσαν συστηματικά πολιτικούς αντιπάλους και δημοσιογράφους.

Το “ψόφα” πριν να γραφτεί ως σύνθημα στον τοίχο του σπιτιού του Πορτοσάλτε, είχε από καιρό πλημμυρίσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είχε ακουστεί στις πορείες, είχε αντηχήσει στις πλατείες. Δημιουργώντας ένα περιβάλλον αποδοχής μιας μορφής βίας, λεκτικής, “ήπιας” ή “συμβολικής” κατά όσων οι απόψεις τους ενοχλούσαν.

Ένα περιβάλλον το οποίο επιτρέπει να θεωρείται “κανονικότητα” ο ακτιβισμός τύπου Ρουβίκωνα, όπως παλιότερα, τύγχαναν αποδοχής, αν όχι επιδοκιμασίας, τα κουμπούρια της 17Ν. Διότι η απόσταση ανάμεσα σε αυτά τα δύο είναι πολύ μικρή, όσο μικρή είναι η διαφορά ανάμεσα στα “συνθήματα” και στα “θύματα”.

Στις Δημοκρατίες -και στην Ελλάδα η Δημοκρατία εξακολουθεί ευτυχώς να έχει βαθιές ρίζες- τα “λαϊκά δικαστήρια” και οι Ρουβίκωνες δεν έχουν θέση. Η Δημοκρατία διαθέτει όλα τα αναγκαία θεσμικά εργαλεία για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε παρεκτροπή. Εν προκειμένω, οι δημοσιογράφοι κρίνονται και ελέγχονται, πρωτίστως από το κοινό τους και δευτερευόντως από τον εργοδότη τους. Στην περίπτωση, δε, που θεωρηθεί ότι παραβαίνουν νόμους και κανόνες, αρμόδιοι να τους κρίνουν είναι το ΕΣΡ και η Δικαιοσύνη.