Skip to main content

Μετά την πανδημία: Τα στοιχήματα για την ελληνική οικονομία το 2021

Το 2021 αρχή της μετάβασης στον 21ο αιώνα για την ελληνική οικονομία - Τα θεμελιώδη της αγοράς και η εικόνα πίσω από τους αριθμούς

Ως είθισται τις τελευταίες ημέρες του χρόνου καταγράφονται οι προβλέψεις για τον επόμενο. Θεσμικές εκτιμήσεις, προσωπικές απόψεις, οργανωμένες προσεγγίσεις, αριθμοί, λογαριασμοί, προοπτικές, ελπίδες. Απ’ όλα έχει ο μπαξές, μόνο που πρόκειται για… λουλούδια τα οποία ανθίζουν –τα περισσότερα τουλάχιστον- για λίγες ημέρες ή εβδομάδες. Από τα μέσα Ιανουαρίου, όταν και η τελευταία εορταστική αργία δεν θα είναι, πλέον, ούτε καν ανάμνηση, οι πάντες προσγειώνονται στον πλανήτη της πραγματικότητας.

Εάν, μάλιστα, τύχει –μια στα 100 ή στα 1000- ένας χρόνος όπως το απερχόμενο 2020, τότε το παιχνίδι των προγνώσεων καταδικάζεται σε απαξίωση μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Πέρσι τέτοια εποχή η αισιοδοξία ότι τα πράγματα στην οικονομία και τις επιχειρήσεις θα πάνε καλύτερα ήταν γενικευμένη. Δύο μήνες και κάτι μέρες μετά –από τη στιγμή που ενέσκηψε η πανδημία και επιβλήθηκε το πρώτο lockdown- ήρθαν τα πάνω κάτω. Το άσπρο έγινε μαύρο και οι δείκτες κοκκίνησαν. Μέχρι σήμερα ζούμε στο ρυθμό της πανδημίας και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη συνέχεια. Ασφαλώς η δημιουργία των εμβολίων και το ξεκίνημα των εμβολιασμών δημιουργεί την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους, μόνο που κανείς δεν είναι αυτή τη στιγμή σε θέση να προσδιορίσει πόσο ακριβώς θα διαρκέσει αυτή η αρχή και πότε θα έρθει το τέλος, δηλαδή η απαλλαγή μας από την πανδημία.

Η εικόνα πίσω από τους αριθμούς

Με αυτά τα δεδομένα δεν έχουμε παρά να σταθούμε στα θεμελιώδη της ελληνικής οικονομίας και αγοράς, τα οποία παραμένουν σταθερά και ανθεκτικά μετά από δέκα χρόνια ύφεσης, τρία μνημόνια και ακόμη μια σφοδρή οικονομική κρίση λόγω κορωνοϊού. Κάτι που αποδεικνύει πως η οικονομική πρόοδος της Ελλάδας εξαρτάται απολύτως από την αλλαγή του αναπτυξιακού και παραγωγικού μοντέλου, αλλά και την εξελικτική μεταστροφή της νοοτροπίας όσων βρίσκονται στο οικονομικό παίγνιο. Οι αριθμοί –όχι τόσο η ποσοτική, όσο η ποιοτική τους διάσταση- λένε πολλά, εάν όχι όλα. Κι αυτά που λένε –όπως ο Άγγελος Εξάγγελος του Σαββόπουλου- δεν είναι ευχάριστα, ίσως γι’ αυτό δεν θέλουμε να τα ακούμε, προτιμάμε να τα αποσιωπήσουμε.

Σύμφωνα με το υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο έχει επεξεργαστεί τα δεδομένα τόσο από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο και το TAXISnet, όσο και από το σύστημα καταγραφής των εξελίξεων στο εργασιακό πεδίο «Εργάνη», σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν 830.000 επιχειρήσεις. Το 2010 ήταν περί τις 900.000, λίγα χρόνια αργότερα ίσως είχαν υποχωρήσει στις 700.000 λόγω των λουκέτων, αλλά ανέκαμψαν. Αυτή εικόνα θα μπορούσε να θεωρηθεί μέχρι αισιόδοξη, εάν δεν υπήρχαν δύο βασικά χαρακτηριστικά:

Πρώτον, τα 810.000 επιχειρηματικά ΑΦΜ, επί συνόλου 830.000, αντιστοιχούν σε πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό έως 10 άτομα. Αν, μάλιστα, διαιρεθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων με το σύνολο των εργαζομένων που απασχολούν, προκύπτει ότι η κάθε επιχείρηση απασχολεί 1,7 εργαζόμενους, ουσιαστικά, δηλαδή, το 90% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ΑΦΜ ενός ατόμου.

Δεύτερον, λόγω της βελτίωσης του οικονομικού κλίματος το 2019, που οφείλεται στο ότι η έξοδος από τα Μημόνια συνδυάστηκε με πολιτική αλλαγή και κυβερνητική σταθερότητα, καταγράφηκε σημαντική αύξηση του αριθμού των Ελλήνων που αποφάσισαν να μετρήσουν τις δυνάμεις τους στον επιχειρηματικό στίβο. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, που προφανώς επεξεργάστηκε στοιχεία του ΓΕΜΗ, περίπου 536.000 άτομα ή το 8,2% του πληθυσμού της Ελλάδας ηλικίας 18-64 ετών εντάχθηκε στα αρχικά στάδια επιχειρηματικής δραστηριότητας, έναντι 6,4% ή 418.000 άτομα το 2018. Πρόκειται για μία από τις υψηλότερες διαχρονικά επιδόσεις της χώρας, παρόλο που κινείται χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών υψηλού εισοδήματος, που επίσης αυξήθηκε το 2019. Το κακό για την Ελλάδα είναι ότι για μια ακόμη χρονιά οι βασικοί χρηματοδότες αυτών των νέων επιχειρηματικών προσπαθειών ήταν οι οικογένειες, ενώ οι επίδοξοι νέοι επιχειρηματίες βλέπουν ως βασική τους αγορά την εσωτερική, με τις επιχειρηματικές τους ιδέες να περιορίζονται κυρίως σε προϊόντα και υπηρεσίες που απευθύνονται στους καταναλωτές, να επιδίδονται δηλαδή στο πάσης φύσεως εμπόριο.

Ακόμη και χωρίς πανδημία…

Με αυτά τα δεδομένα και σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον κανείς δεν θα μπορούσε να είναι αισιόδοξος για τις εξελίξεις, ακόμη κι αν δεν υπήρχε η πανδημία. Όπως απέδειξε η κρίση και η ύφεση της δεκαετίας του 2010 το εσωστρεφές μοντέλο της κατανάλωσης, το οποίο αιμοδοτείται από το δανεισμό του κράτους, τις λίγες εξαγωγές και τον τουρισμό δεν είναι μεσοπρόθεσμα βιώσιμο. Διότι μπορεί τους τελευταίους μήνες το κράτος με τα συνεχή οικονομικά μέτρα που λαμβάνει να στηρίζει τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως και τους επαγγελματίες, αλλά μόλις αυτές οι επιχορηγήσεις, διευκολύνσεις, προνομιακοί δανεισμοί και όλα τα σχετικά εκλείψουν, το μεγάλο κενό θα εμφανιστεί.

Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τις προσπάθειες περιστολής της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής, της φοροκλοπής, του περιορισμού της αδήλωτης εργασίας, που με τη βοήθεια της τεχνολογίας προχωρούν, θα καταστήσουν τη λειτουργία πολλών από αυτές τις μικρομικρές επιχειρήσεις ασύμφορη. Διότι η επιβίωση τους και σήμερα βασίζεται στο… κλέψιμο –κι ας μη μας φοβίζουν οι λέξεις. Πολλοί για να επιβιώσουν σε αυτές τις συνθήκες και με αυτά τα δεδομένα αναγκάζονται να κλέψουν τους πάντες –από το κράτος και την πελατεία τους μέχρι τον ίδιο τους τον εαυτό, αφού σχεδόν ποτέ στο κόστος λειτουργίας δεν υπολογίζουν τη δική τους τη δουλειά ή κάποια ιδιόκτητη ακίνητη και κινητή υποδομή που χρησιμοποιούν. Η Θεσσαλονίκη –ας μην ξεχνιόμαστε- είναι ο παράδεισος του μικρομεσαίου, του μικρομικρού, του εμποράκου της ανάγκης και του επαγγελματία της σκιάς. Επομένως θα πληγεί σοβαρά. Μόνο εάν γίνει ελκυστικός επενδυτικός προορισμός θα καταφέρει μεσοπρόθεσμα να διατηρήσει μέχρι κάποιου βαθμού το οικονομικό της επίπεδο.

Μόνη λύση

Όλα αυτά οι Ευρωπαίοι, στους οποίους εν πολλοίς οφείλουμε ότι δεν φτάσαμε στην επίσημη χρεοκοπία και στην έξοδο από την Ευρωζώνη, τα γνωρίζουν όλα αυτά πολύ καλά. Μια απλή –αν και κουραστική- ανάγνωση των τριών Μνημονίων πείθει για την κατεύθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών που ήθελαν να προωθήσουν, αλλά δεν το κατάφεραν. Σήμερα το Ταμείο Ανάκαμψης, που διαμορφώθηκε λόγω του κορωνοϊού και για τη χρηματοδότηση του οποίου η Κομισιόν θα δανειστεί… τρελά λεφτά από τις αγορές, αλλά και το νέο ΕΣΠΑ, που χρηματοδοτούν οι πλουσιότερες ευρωπαϊκές χώρες –όλα μαζί είναι τα περίφημα 72 δισ. ευρώ που προορίζονται να κινητοποιήσουν άλλα τόσα- είναι η μοναδική ελπίδα της χώρας να σταθεί στα πόδια της από οικονομική άποψη. Το γνωρίζουν όλοι αυτό, εντός και εκτός. Και, επίσης, το λένε και το αναγνωρίζουν οι πάντες στο εσωτερικό, αδιάφορο τη δουλειά κάνουν και τι ψηφίζουν. Αυτή η κατάσταση έχει τα καλά της και –για κάποιους- τα κακά της. Προφανώς αυτά τα λεφτά θα δοθούν στοχευμένα για να χρηματοδοτήσουν μεγάλα και συγκεκριμένου χαρακτήρα έργα, όπως –για παράδειγμα- η πράσινη ενέργεια και η ψηφιακή οικονομία. Ενδεχομένως ένα κομμάτι τους να αξιοποιηθεί για να υπάρξουν κίνητρα συγχωνεύσεων, ώστε οι μικρές επιχειρηματικές μονάδες να μεγαλώσουν και το τοπίο στην αγορά να εξορθολογικοποιηθεί. Το κακό –για κάποιους τουλάχιστον- είναι ότι μάλλον δεν θα περισσέψει τίποτα για να συντηρήσει μικρομάγαζα, τα οποία είναι καθ’ όλα ιερά και άγια, αλλά δεν έχουν προοπτική, στερούνται μέλλοντος. Η εποχή άλλαξε ακόμη και στην Ελλάδα. Ο 19ος αιώνας, αξιοποιώντας την εμπειρία του 20ου, παραχωρεί τη θέση του στον 21ο αιώνα…    

ΥΓ. Η ευκαιρία είναι ακόμη μεγαλύτερη δοθέντος ότι η Ελλάδα έχει τακτοποιήσει –με τη συνδρομή της Ευρώπης- το δημόσιο χρέος της, που στην συντριπτική πλειοψηφία βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα, δηλαδή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και κυβερνήσεις. Διότι στις δημόσιες συζητήσεις κάνουμε σα να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην πιο χρεωμένη χώρα του -αναπτυγμένου τουλάχιστον- κόσμου.