Skip to main content

Οι νέες ελίτ και το ορόσημο για το μέλλον της Θεσσαλονίκης

Τα επόμενα 10 χρόνια, με την προϋπόθεση ότι θα ξεπεραστεί εντός του 2021 η πανδημία, η Θεσσαλονίκη είναι πολύ πιθανόν ότι θα είναι μια άλλη πόλη.

Σήμερα –όπως και κάθε 26η Οκτωβρίου- η ημέρα ανήκει στη Θεσσαλονίκη, στους ανθρώπους της, στην ιστορία της, στη γεωγραφία της, στον πολιούχο της Άγιο Δημήτριο.

Στις 26 Οκτωβρίου 1912 τα ελληνικά στρατεύματα μπήκαν στην πόλη, η οποία έπαψε να βρίσκεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εντάχθηκε στην ελληνική επικράτεια. Παρέμεινε για λίγα ακόμη χρόνια πολυεθνική πόλη με κατοίκους ελληνικής, εβραϊκής, οθωμανικής, και βουλγαρικής καταγωγής, αλλά με την πάροδο του χρόνου κατέληξε μετά τις ιστορικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1920 και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια πόλη με σχεδόν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα απώλεσε τον κοσμοπολιτισμό που της είχαν χαρίσει η ιστορία και η γεωγραφία επί αιώνες και κατέληξε περίκλειστη πόλη, στρυμωγμένη ανάμεσα στα βόρεια σύνορα, το περίφημο Σιδηρούν Παραπέτασμα του Ψυχρού Πολέμου, και το πολύ στενό πέρασμα των Τεμπών. Αυτή η γεωγραφική αποτύπωση είχε σαφείς αντιστοιχίες με την πραγματικότητα της οικονομίας και την καθημερινότητα της κοινωνίας. Επί δεκαετίες μετά την Κατοχή και μέχρι το 1990 η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίζονταν από πολλούς επισκέπτες της που είχαν συγκριτικά δεδομένα ως αποπνικτική πόλη και ίσως να ήταν έτσι. Συνέβαλαν σε αυτό και τραγικά γεγονότα, όπως οι δολοφονίες του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ και του Γρηγόρη Λαμπράκη, που αποτελούν μελανές κηλίδες στην σύγχρονη πολιτική ιστορία της.

Αιώνια πολιτεία

Στους 24 αιώνες που υπάρχει η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα και παραμένει πολιτεία. Λιμάνι, εμπορικό και οικονομικό κέντρο. «Καταδικασμένη» να βρίσκεται στο επίκεντρο μιας ολόκληρης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Με σύγχρονους όρους υπήρξε ο ορισμός του περιφερειακού κέντρου, έναν ρόλο που τον έπαιξε καλά στα χρόνια των Μακεδόνων, στα χρόνια των Ρωμαίων, στα χρόνια των Βυζαντινών, στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά τον έχασε (και τον ξέχασε) στα χρόνια των νεοελλήνων. Έναν ρόλο που διεκδικεί και πάλι μετά το 1990, όταν το γύρισμα της ιστορίας της έδωσε πίσω το ζωτικό χώρο, που της είχε στερήσει ο Ψυχρός Πόλεμος.

Τα επόμενα 10 χρόνια, με την προϋπόθεση ότι θα ξεπεραστεί εντός του 2021 η πανδημία του κορωνοϊού, η Θεσσαλονίκη είναι πολύ πιθανόν ότι θα είναι μια άλλη πόλη. Με διαφορετική οντότητα. Με ακμάζουσα οικονομία και ως εκ τούτου με έντονο κοσμοπολιτισμό. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των Περιφερειών οι δυνατότητες είναι πολλές. Και μεγεθύνονται ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα, που μετά την δεκαετή ύφεση μετά το 2010, οφείλει να αναζητά κάθε αναπτυξιακό πόρο. Η πόλη μετά από παλινωδίες και καθυστερήσεις εισέρχεται δυναμικά στην επόμενη φάση. Η ολοκλήρωση του μετρό, η αναβάθμιση του λιμανιού μέσω της επέκτασης της 6ης προβλήτας, η ανάπλαση της Διεθνούς Εκθέσεως, η αύξηση της δυναμικότητας του αεροδρομίου, η υπερυψωμένη περιφερειακή οδός, το τεχνολογικό πάρκο 4ης γενιάς Thess Intec, η πρόοδος στην αξιοποίηση του θαλασσίου μετώπου είναι έργα που σε συνδυασμό με τα τρία πανεπιστήμια, τα πολλά ινστιτούτα, την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα και τις ελληνικές και ξένες καινοτόμες επενδύσεις είναι παράγοντες από τους οποίους θα κριθούν εν πολλοίς οι εξελίξεις.

Με ορίζοντα το 2030

Η Θεσσαλονίκη το 2030 είναι πιθανόν να μην έχει μεγάλη σχέση με τη σημερινή. Οι προοπτικές υπήρχαν εδώ και δεκαετίες, αλλά φαίνεται ότι το μεγάλο στοίχημα παίζεται αυτή την περίοδο, πάντα υπό την αίρεση της αντιμετώπισης των υγειονομικών και οικονομικών επιπτώσεων του κορωνοϊού.

Από τα τέλη του 1989, όταν με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος και απελευθερώθηκαν πλήρως οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης οικονομίας, η Θεσσαλονίκη ανέπνευσε. Της δόθηκε η δυνατότητα να ανακτήσει το χαμένο προς Βορράν ζωτικό της χώρο και να αναζητήσει διέξοδο προς τα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μια διαδικασία που εξελίσσεται –χωρίς θεαματικά αποτελέσματα- εδώ και 30 χρόνια σε διάφορες φάσεις. Το τίμημα σε όλο αυτό ήταν η αποβιομηχάνιση της περιοχής. Ίσως, όμως, το πιο σημαντικό για το μέλλον να είναι άλλο.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Πρεβελάκη, καθηγητή Γεωγραφίας του πανεπιστημίου της Σορβόνης στο Παρίσι και μόνιμο Αντιπρόσωπο της χώρας μας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Θεσσαλονίκη ευνοείται μεσομακροπρόθεσμα από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και κυρίως από την «επέλαση» της Κίνας προς τη Δύση. Όπως σημειώνει η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε ένα πολύ μεγάλο γεωγραφικό σταυροδρόμι. Η γεωγραφία, όμως, δε φτάνει ποτέ από μόνη της για να εξηγήσει τη δυναμική μιας περιοχής. Ένα σταυροδρόμι μπορεί να αναπτυχθεί σε κέντρο, ανάλογα αφενός με τα άλλα κέντρα που υπάρχουν και αφετέρου με τις δυνάμεις που μπορούν να πάρουν την πρωτοβουλία ή απλώς να παρατηρούν τις εξελίξεις. Πριν από το 19ο αιώνα η Θεσσαλονίκη βρισκόταν ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία, επομένως πάνω σε ένα πολύ μεγάλο διάδρομο. Επιπροσθέτως, η πόλη ήταν ενταγμένη σε μια πολύ μεγάλη δύναμη όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κι επομένως ήταν ένα από τα δύο – τρία μεγάλα κέντρα της περιοχής, με ακτινοβολία σε όλα τα Βαλκάνια. Κατόπιν, καθώς το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μετατοπίστηκε προς τα δυτικά, η Θεσσαλονίκη βρέθηκε στην περιφέρεια, ενώ ανήκε, πλέον, σε μια μικρή χώρα, την Ελλάδα, με τα προς Βορράν σύνορα του Σιδηρούν Παραπετάσματος κλειστά. Στην ουσία η πόλη αποκόπηκε από παντού. Ήταν κλεισμένη στον εαυτό της και αποκομμένη από τα παγκόσμια ρεύματα. Σήμερα η κατάσταση αυτή αλλάζει. Όχι μόνο διότι τελείωσε ο ψυχρός πόλεμος και προσπαθούμε να ανοιχτούμε στους γείτονές μας, αλλά κυρίως επειδή το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας έχει μετατοπιστεί στα Ανατολικά, καθώς αναπτύσσεται ο τεράστιος οικονομικός πόλος της Ασίας και κυρίως της Κίνας. Επομένως η Θεσσαλονίκη -και η Β. Ελλάδα- βρίσκεται και πάλι ανάμεσα στους δύο πόλους.

Σε αναζήτηση τοπικής ελίτ

Για τον κ. Πρεβελάκη τα κλειδιά για να αξιοποιήσει η Θεσσαλονίκη τις νέες συνθήκες είναι τρία:

Πρώτον, η Κίνα και η δυνατότητα της να σχεδιάζει για 20, 30 ή 100 χρόνια μπροστά, κάτι που μας υποχρεώνει να δούμε τα πράγματα με μακρινή προοπτική και όχι με ορίζοντα λίγων χρόνων.
Δεύτερον, η διαχείριση αυτών των νέων συνθηκών για τη Θεσσαλονίκη. Το πως τοποθετείται η πόλη ανάμεσα στα παγκόσμια οικονομικά ρεύματα με βάση την γεωγραφική της θέση. Εάν βρίσκεται στην περιφέρεια ή στο κέντρο.
Τρίτον, το ποιοι έχουν τη διακυβέρνηση αυτής της θέσης. Έχει μεγάλη σημασία να υπάρχει μια δυναμική ομάδα -μια τοπική ελίτ- που βλέπει μπροστά και μπορεί να διαχειριστεί αυτή την ευκαιρία. Ή εάν η περιοχή είτε υπόκειται σε μια άλλη δύναμη –δηλαδή στην Αθήνα και στην κεντρική εξουσία του ελληνικού κράτους-, είτε βλέπει τα πράγματα κατά τρόπο προσοδοθηρικό. Δηλαδή δεν επιλέγει να κουραστεί με τα δύσκολα, αλλά ενδιαφέρεται για την πρόσοδο, το ποσοστό που θα εισπράξει. Αυτή είναι η κακή έννοια μιας ελίτ, που σκέφτεται μόνο τη δική της άνεση, χωρίς να ενδιαφέρεται για την ευρύτερη περιοχή.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Πρεβελάκη η Θεσσαλονίκη, λόγω των εξελίξεων του 20ου αιώνα, βρέθηκε αποστερημένη από ελίτ. Η ελίτ της Οθωμανικής Θεσσαλονίκης ήταν μικτή, ήταν ισχυρή λόγω του ότι η πόλη ήταν ισχυρό πνευματικό κέντρο, που έδωσε πολλά κινήματα. Για παράδειγμα οι Νεότουρκοι «γεννήθηκαν» στη Θεσσαλονίκη, ενώ η πόλη είχε μια από τις πιο δυναμικές εβραϊκές κοινότητες στον κόσμο. Αυτό όλο διαλύθηκε. Κατόπιν η Θεσσαλονίκη περιθωριοποιήθηκε μέσα σε ένα ελληνικό κράτος, το οποίο φοβόταν τη Βόρεια Ελλάδα εξαιτίας των προβλημάτων με τους βόρειους γείτονες. Επομένως «στέγνωσε» από την άποψη της ελίτ. Οι καινούριες δυναμικές δίνουν την ιδέα ότι θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί μια ελίτ στη Θεσσαλονίκη. Ούτως ή άλλως οι παλιές ελίτ «φεύγουν». Πρέπει να βγουν καινούριες, οι οποίες θα προκύψουν από ανθρώπους που σήμερα είναι 40 ετών και κάτω.