Skip to main content

Το ανάκτορο της Πέλλας και η Αμφίπολη δίνουν ευκαιρίες προβολής στη Μακεδονία

Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με πολιτισμό χιλιάδων χρόνων, το παρελθόν αποτελεί ταυτότητα αλλά συγχρόνως και λόγος να καταγράφεται σε κάθε διεθνή χάρτη

Το καλοκαίρι του 2021 θα μπορεί να δέχεται επισκέπτες το ανάκτορο στο οποίο γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος στην παραθαλάσσια τότε Πέλλα. Στο κτήριο αυτό, τμήμα του οποίου είχε ανασκαφεί το 1957, όταν κανείς δεν γνώριζε ότι επρόκειτο για το ανάκτορο, μεγάλωσε ο βασιλιάς των Μακεδόνων, ενώ στην παλαίστρα που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το κτίσμα, ο διάδοχος αθλούνταν με τους γόνους της αριστοκρατίας και στην τεράστια κολυμβητική δεξαμενή γύμναζαν το σώμα τους. Ένα χρόνο αργότερα, το 2022, το μνημείο του Τύμβου Καστά στην Αμφίπολη θα αρχίσει κι αυτό να δέχεται επισκέπτες, οι οποίοι θα μπορούν να το θαυμάσουν από κοντά.

Οι δύο αυτές ανακοινώσεις έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας και ασφαλώς αποτελούν θετικές ειδήσεις για την ευρύτερη Βόρεια Ελλάδα. Η ανάδειξη των τεκμηρίων της Αρχαίας Μακεδονίας υπογραμμίζει το ιστορικό βάθος μιας περιοχής που έλαμψε κατά τον 3ο και 2ο π.Χ. αιώνα σε όλη την τότε γνωστή ανθρωπότητα. Με αποκορύφωμα την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος κατάφερε να ελέγξει σχεδόν το σύνολο του τότε γνωστού κόσμου, φτάνοντας μέχρι την Ινδία. Γι’ αυτό άλλωστε ο Αλέξανδρος ο Μακεδών αναγνωρίζεται στον δυτικό κόσμο ως μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας.

Το ανάκτορο της Πέλλας και ο Τύμβος Καστά, ανεξάρτητα από την ιστορική τους διασύνδεση, ο βαθμός της οποίας μένει να αποδειχθεί, έχουν τουλάχιστον δύο κοινά σημεία, που σχετίζονται με τις ιδιαιτερότητες –για να μην πούμε κακοδαιμονίες- του νεοελληνικού κράτους. Πρώτον, η απόσταση ανάμεσα στον εντοπισμό και την ανάδειξή των δύο μνημείων μετριέται σε αρκετές δεκαετίες. Δεύτερον, οι εργασίες –ανασκαφές κλπ.- των τελευταίων χρόνων γίνονται χάρη στην ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί και την επόμενη προγραμματική περίοδο, δηλαδή το επόμενο ΕΣΠΑ. Κι αυτό διότι ο προϋπολογισμός του ελληνικού κράτους δεν βρήκε λίγα εκατομμύρια ευρώ για να στηρίξει απευθείας δύο αρχαιολογικές ανακαλύψεις, οι οποίες αφενός εμπλουτίζουν την ιστορία των Ελλήνων κατά την αρχαιότητα και αφετέρου συμβάλλουν στην προβολή της Βορείου Ελλάδος και στην αύξηση της παρουσίας ξένων επισκεπτών στην περιοχή.

Ας είναι. Έστω κι έτσι οι εργασίες στους δύο χώρους προχωρούν και σύντομα το ανάκτορο της Πέλλας και ο Τύμβος Καστά θα εμπλουτίσουν τον κατάλογο των σπουδαίων μνημείων που συνδέονται με το μακεδονικό βασίλειο. Μήπως, λοιπόν, αυτή η αφορμή δίνει στην Ελλάδα την ευκαιρία να προβάλλει συστηματικά διεθνώς την περιοχή, με όχημα την αρχαία Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος είναι από μόνος του πασίγνωστος στα πέρατα της Γης; Μήπως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να προβάλλει η Ελλάδα την μακεδονική ταυτότητα του βορειοελλαδικού τόξου; Μήπως τώρα που η συμφωνία των Πρεσπών (υποτίθεται ότι) «έκλεισε» τους λογαριασμούς με τους προς Βορράν γείτονες, τουλάχιστον σε ότι αφορά την αρχαιότητα, οφείλει η Ελλάδα να κατοχυρώσει πλήρως την ιστορία του βόρειου χώρου της και ταυτόχρονα να προσελκύσει επισκέπτες σε περιοχές που το έχουν μεγάλη ανάγκη –πέραν όλων των άλλων- και για αναπτυξιακούς και οικονομικούς λόγους; Διότι για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με πλούσια ιστορία και πολιτισμό χιλιάδων χρόνων, το παρελθόν αποτελεί ταυτότητα, αλλά συγχρόνως και λόγος να καταγράφεται σε κάθε διεθνή χάρτη.

ΥΓ. Οι σύγχρονοι Έλληνες επί αιώνες προσπορίζονται προσόδους από την αρχαία κληρονομιά. Από τα έργα και τις ημέρες των λαμπρών προγόνων. Προφανώς θα ήταν προτιμότερο η συμπερίληψη της χώρας στους διεθνείς χάρτες να γίνεται με βάση το παρόν και τα διαρκή επιτεύγματα των νεοελλήνων. Όσο δεν συμβαίνει αυτό η ιστορία και η αρχαιότητα θα… αναπληρώνουν το κενό. Στη νότια Ελλάδα του κλασικού αιώνα των Αθηνών αυτό συμβαίνει κατά κόρον, επί 200 τουλάχιστον χρόνια.