Skip to main content

Το διαμάντι της Θεσσαλονίκης και η επιμονή μας να το λασπώνουμε

Μια μελέτη του 2012 και μια χαμένη δεκαετία για τη μοναδική λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου, έναν τόπο που εντυπωσιάζει για την ομορφιά και την εγκατάλειψη

Με αφορμή την άποψη της προηγούμενης Κυριακής μεταξύ όσων επικοινώνησαν μαζί μου ήταν και η κ. Χριστίνα Κονταξή, η οποία με τους κ.κ. Στέλλα Βαρελτζίδου και Χρήστο Πανταζόπουλο, είχαν μελετήσει μια περιοχή της Θεσσαλονίκης, που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο, είτε με τη διαχρονική υποβάθμισή της, είτε με τη διαχρονική ομορφιά και αξία της.

Η λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου είναι μια περιοχή, την οποία όποιος επισκέπτεται το πρώτο που τον εντυπωσιάζει είναι η θέα της προς τη Θεσσαλονίκη. Μαζί με τη γειτνίαση με το Εθνικό Πάρκο Αξιού (στην ουσία είναι το όριο του Εθνικού Πάρκου), μαζί με τη θέα του Θερμαϊκού, μαζί με την εγκατάλειψη και την υποβάθμιση, μαζί με την υπέροχη ορνιθοπανίδα, μαζί με τα μπάζα και τα σκουπίδια, μαζί με το ανάχωμα και τις διάσπαρτες άναρχα δομημένες εγκαταστάσεις.

Φεύγοντας από την περιοχή καθένας παίρνει πολλές εικόνες. Ποιες θα κρατήσει, ποιες θα αφήσει πίσω του είναι προσωπικό θέμα. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε όσοι είμαστε επισκέπτες στην περιοχή. Εκείνοι όμως που έχουν τον πρώτο λόγο είναι οι κάτοικοι, οι τοπικοί φορείς, οι επιστήμονες και οι άνθρωποι της διοίκησης. Όπως και ένα χρέος που βαραίνει όλους μας ως κοινωνία: να παραδώσουμε το «διαμάντι» αυτό καθαρό στις επόμενες γενιές.

Πριν από δέκα χρόνια (2012), η περίπτωση της λιμνοθάλασσας Καλοχωρίου είχε παρουσιαστεί από τους κ.κ. Κονταξή, Βαρελτζίδου και Πανταζόπουλο, στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης. Τη δουλειά τους («Χωροταξικός Σχεδιασμός και Προστατευόμενες Περιοχές: Το παράδειγμα της Λιμνοθάλασσας Καλοχωρίου στο Ν. Θεσσαλονίκης») μπορεί όποιος θέλει να τη διαβάσει αναλυτικά, με μια αναζήτηση στο Ίντερνετ.

Εγώ θα μείνω σε ορισμένα σημεία, που συνεχίζουν να απασχολούν το «διαμάντι» αυτό στις παρυφές του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης και είναι ενδεικτικά της διαχρονικής ανεπάρκειας όλων μας, της αδυναμίας, της ανικανότητας, της ολιγωρίας και σε ορισμένες περιπτώσεις της αβελτηρίας ορισμένων να προστατεύσουν και να δώσουν τη δέουσα προοπτική σε μια εξαιρετικά σημαντική περιοχή, που ποτέ δεν είχε την τύχη να είναι ελκυστική για τους πολλούς, παρά μόνο όταν λειτουργούσαν κάποια παραπήγματα – ταβέρνες, οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν τη γραφικότητα του «αγγελοπουλικού» τοπίου και «έδεσαν» όμορφα για χρόνια, μέχρι κι αυτές ως δραστηριότητες να... σβήσουν.

«Η περίπτωση της λιμνοθάλασσας Καλοχωρίου είναι μοναδική στην Ελλάδα καθώς πρόκειται για έναν 'νέο' υγρότοπο που δημιουργήθηκε σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του '60, όταν εξαιτίας της καθίζησης του εδάφους κατασκευάστηκαν παράκτια αναχώματα για την προστασία του ομώνυμου οικισμού. Η λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου η οποία προστατεύεται από την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία, αποτέλεσε από τη δεκαετία του '70 τόπο χωροθέτησης αναπτυξιακών έργων», αναφέρεται στο ιστορικό της δημιουργίας της λιμνοθάλασσας.

Η ανυπαρξίας μιας ενιαίας πολιτικής προστασίας του ιδιαίτερου περιβάλλοντος της περιοχής, σε συνδυασμό με τις διαφορετικές αναπτυξιακές επιδιώξεις, με τους αλληλοσυγκρουόμενους «οραματισμούς» και με την ανικανότητα να υιοθετηθεί ένας σοβαρός, υλοποιήσιμος και θεσμοθετημένος – νομοθετημένος σχεδιασμός οδήγησε στη σημερινή κατάσταση, που για να αναστραφεί είναι εξαιρετικά δύσκολο, όχι όμως και αδύνατο. Αρκεί επιτέλους να υπάρξει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο, που θα γίνει σεβαστό από όλους, με όρια και κανόνες, που θα τηρηθούν και δεν θα γίνουν «ζυμαράκι» σε επιδιώξεις άλλες από εκείνες του συλλογικού συμφέροντος, του συμφέροντος του τόπου και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Το χρονικό

Το Καλοχώρι, όπως επισημαίνουν οι μελετητές, κατοικήθηκε μετά το 1922 και η λιμνοθάλασσα είναι ένας «τεχνητός» υγρότοπος που δημιουργήθηκε, λόγω της κατασκευής αναχωμάτων για να προστατευτεί ο οικισμός. Τη δεκαετία του 1960 η φτηνή γη προσέλκυσε στην ευρύτερη περιοχή μεγάλο αριθμό βιοτεχνικών και βιομηχανικών μονάδων, ενώ όπως αναφέρεται στη μελέτη, το 1969 λόγω έντονων βροχοπτώσεων και εξαιτίας της καθίζησης του εδάφους η θάλασσα πλησίασε τα νότια σπίτια του οικισμού του Καλοχωρίου. Αυτό το γεγονός οδήγησε στην κατασκευή του αναχώματος, που καταστράφηκε το 1973, για να κατασκευαστεί νέο φράγμα σε νέα θέση το 1976, που επίσης καταστράφηκε το 1979 για να πάρει τη θέση του νέο και μεγαλύτερο φράγμα το 1980. Το φαινόμενο της καθίζησης όμως συνεχίζεται όπως και τα προβλήματα στο «ανάχωμα», που χρειάζεται διαρκείς επεμβάσεις. Για την αντιπλημμυρική προστασία του Καλοχωρίου υπάρχει η αποστραγγιστική τάφρος και το αντλιοστάσιο, που αντλεί νερό από τη λιμνοθάλασσα προς τη θάλασσα.

Το Καλοχώρι είναι από τις ενδεικτικές περιοχές της χώρας με τόσο εμφανές πρόβλημα καθίζησης. Έχει μελετηθεί ίσως όσο καμιά άλλη γι' αυτό το φαινόμενο. Και πλέον με την κλιματική κρίση να είναι σε εξέλιξη το πρόβλημα θα το βρίσκουμε μπροστά μας ξανά και ξανά.

Η περιοχή έτσι κι αλλιώς θεωρείται προστατευόμενη, τόσο από την ευρωπαϊκή όσο κι από την εθνική νομοθεσία. Μόνον ως τέτοια όμως δεν αντιμετωπίζεται συνολικά από την κοινωνία και τη διοίκηση στην πράξη. Θα μείνω σε αυτά που κατέγραψαν οι επιστήμονες κι όχι στις εμπειρικές παρατηρήσεις, δικές μου, κατοίκων και επισκεπτών.

Τα κατά καιρούς σχέδια των εκάστοτε αρμοδίων μόνον ως προστατευόμενη δεν αντιμετώπισαν την περιοχή. Το μακρινό 1971, διαβάζω στη μελέτη, κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση έκτασης συνολικού εμβαδού 1.084.981 τ.μ. εντός της λιμνοθάλασσας για τη μεταστέγαση και μεταφορά των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ εκτός ορίων της πόλης. Το 1972 με νέα απόφαση κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης η έκταση μειώθηκε στα 646.000 τ.μ. και μάλιστα τ0 1974 συντελέστηκε και η απαλλοτρίωση! Το 1980 και το 1993 η κοινότητα Καλοχωρίου με αίτησή της στο ΣτΕ ζήτησε ανάκληση της απαλλοτρίωσης επειδή είχαν περάσει τόσα χρόνια από την απαλλοτρίωση που δεν είχε νόημα πια. Και το 2007 η έκταση περιήλθε στην κυριότητα του τότε δήμου Εχεδώρου, νυν δήμου Δέλτα. Κι επειδή ακόμη και σήμερα ορισμένοι επαναφέρουν αυτές τις ιδέες περί μετεγκατάστασης της ΔΕΘ στα δυτικά (ποιος ξέρει ίσως ακόμη και στη λιμνοθάλασσα...) τότε είχε προβλεφθεί ότι η ΔΕΘ θα επιχωμάτωνε την έκταση που απαλλοτριώθηκε, θα τη διαμόρφωνε και θα την προετοίμαζε για να εγκατασταθεί εκεί το νέο εκθεσιακό κέντρο. Αυτά τελείωσαν το 2009 οριστικά με τη δημοσίευση της απόφασης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης.

Η περιοχή όχι μόνο δεν προστατεύτηκε και δεν αξιοποιήθηκε ποτέ, αλλά μέσα στη λιμνοθάλασσα –παραδοσιακά πλέον- είχε δημιουργηθεί και λειτουργούσε ανεξέλεγκτη χωματερή. Ο ΧΑΔΑ Καλοχωρίου (sic!) λειτούργησε από τη δεκαετία του 1970 επισήμως και εκεί απέρριπταν τα σκουπίδια τους πολλοί δήμοι και κοινότητες (Θεσσαλονίκης, Σταυρούπολης, Αμπελοκήπων Νεάπολης, Συκεών, Πολίχνης, Ευόσμου, Αγ. Παύλου, Ελευθερίου, Ευκαρπίας, Μενεμένης και Τριανδρίας). Το 2005 δόθηκε η ευκαιρία να αποκατασταθεί ο ΧΑΔΑ και να πάψει η περιοχή να λειτουργεί ως η χωματερή του πολεοδομικού συγκροτήματος. Ο ΧΑΔΑ έκλεισε και αποκαταστάθηκε, όμως η συνήθεια παρέμεινε συνήθεια για ορισμένους και η χωματερή ουσιαστικά παραμένει, παρά τις προσπάθειες καθαρισμού.

Για την ίδια περιοχή τα «όνειρα» περίσσεψαν. Στη μελέτη καταγράφεται η ιδέα του Ιπποδρόμου. Το 1989 το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ προέβλεψε «ιπποδρομιακό πάρκο και αθλητικές εγκαταστάσεις» στη λιμνοθάλασσα. Κι αφού ζήσαμε και με αυτό το... όνειρο επί δεκαετίες, τελικά το 2010 αποφασίστηκε η άρση του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού.

Δεν αναφέρομαι στους σχεδιασμούς των δήμων της περιοχής. Μένω μόνο σε μια φράση των μελετητών: «Αν δεν είχε παρουσιαστεί το φαινόμενο της καθίζησης, σήμερα η λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είχε οικοδομηθεί».

Δέκα χρόνια μετά και με σοβούσα πλέον την κλιματική κρίση, είναι νομίζω καιρός να δουν οι αρμόδιοι σοβαρά τι πρέπει να γίνει στην περιοχή για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της καθίζησης και της εισχώρησης της θάλασσας, ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν για να θωρακιστεί η ευρύτερη περιοχή από τις φυσικές απειλές και από εκεί και μετά να εξετάσουν τις επιτρεπόμενες χρήσεις στην προστατευόμενη έκταση και να υιοθετήσουν ένα υλοποιήσιμο πλάνο ανάπτυξής της, ώστε μια μέρα να μπορεί να είναι επισκέψιμη, να μπορεί να τη χαρεί η Θεσσαλονίκη και να αποτελέσει έναν μοναδικό πόλο έλξης επισκεπτών και έναν χώρο ενταγμένο στην καθημερινότητα των κατοίκων. Έτσι συμπεριφέρονται σε ένα «διαμάντι». Όπως λένε και οι πιο... παλιοί, όση λάσπη και να ρίξεις το διαμάντι θα λάμψει.