Skip to main content

Το ελληνικό δράμα ανάμεσα σε ένα μπαρ της Καβάλας και στη Βουλή

Υπάρχουν δύο Ελλάδες που βαδίζουν παράλληλα: η μία είναι θορυβώδης και αντιπαραγωγική, η άλλη πιο χαλαρή και χαμογελαστή.

Χθες νωρίς το απόγευμα, δύο δημοσιογράφοι που έφτασαν στην Καβάλα για δουλειά, βρέθηκαν να πίνουν έναν γρήγορο καφέ στο μπαρ ενός παραθαλάσσιου ξενοδοχείου, στη δυτική είσοδο της όμορφης μακεδονικής πόλης. Ήταν και το τοπίο ηλιόλουστο και ο ορίζοντας καθαρός. Στο χώρο εργάζονταν τρεις χαμογελαστοί νέοι άνθρωποι. Ένας νεαρός και δύο κοπέλες. Η σύμφυτη με το δημοσιογραφικό επάγγελμα περιέργεια οδήγησε τους δημοσιογράφους να ενδιαφερθούν για το πώς πάνε οι δουλειές. Η απάντηση εξέπληξε ευχάριστα, κυρίως διότι τα τελευταία χρόνια δεν την ακούμε και πολύ συχνά. «Πολύ καλά». Στην ερώτηση από ποιες χώρες προέρχονται οι επισκέπτες του ξενοδοχείου και της πόλης η απάντηση ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή. «Από την Αμερική, από την Κορέα. Από τη Νορβηγία, από τη Γερμανία, αλλά και τα σαββατοκύριακα από τη Βουλγαρία». Και στη διευκρινιστική απορία για το τί ψάχνουν ανοιξιάτικα όλοι αυτοί στην Καβάλα, η εξήγηση είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον. «Κυρίως θρησκευτικός τουρισμός. Τα "βήματα" του Αγίου Παύλου».

Λίγη ώρα αργότερα οι δύο δημοσιογράφοι περπατώντας στα γραφικά σοκάκια της παλιάς πόλης της Καβάλας συνάντησαν ένα γκρουπ χαμογελαστών τουριστών από την Νοτιοανατολική Ασία. Με την ξεναγό που κρατούσε τη σημαία – σύμβολο του γκρουπ και τα κινητά, σε ρόλο φωτογραφικής μηχανής βιντεοκάμερας μαζί σε πλήρη δράση. Να καταγράφουν φρεσκοβαμμένα φωτεινά κτίρια, πεζοδρόμια, γραφικά μπαλκόνια με στρόγγυλα μεταλλικά τραπεζάκια και καρέκλες σκηνοθέτη, προορισμένα να φιλοξενούν γλυκά πρωινά και χαλαρωτικούς απογευματινούς καφέδες.

Δυστυχώς για τους συναδέλφους ο χρόνος ήταν περιορισμένος, καθώς έπρεπε να επιστρέψουν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Αθήνα με τη βραδινή πτήση. Στη διαδρομή μέσω της Εγνατίας Οδού ο συνοδηγός παρακολουθούσε την επικαιρότητα μέσω του Διαδικτύου στην οθόνη του κινητού, που γέμισε με τη μαυρίλα των κομματικών καβγάδων που γίνονται στη Βουλή και τα κανάλια, των αισθητικών παρεκβάσεων τύπου Πολάκη, των απίθανων ιστοριών του τύπου «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» και μιας γκρίζας πολιτικής ατμόσφαιρας, που κινείται ανάμεσα στην συναλλαγή μεταξύ των πολιτικών και στην εξαγορά των πολιτών.

Η αντίθεση των δύο εικόνων εκφράζει κατά κάποιο τρόπο τις δύο Ελλάδες που βαδίζουν παράλληλα. Άλλωστε έχουν διαφορετικό χαρακτήρα. Η μία είναι θορυβώδης, δίνει τον τόνο κι έχει βασικά σημεία αναφοράς πρωτίστως την Αθήνα και δευτερευόντως τη Θεσσαλονίκη. Είναι μια αντιπαραγωγική, μουτρωμένη Ελλάδα, που εκφράζεται επιθετικά και έχει απλώσει όλα της τα θέματα στον πάγκο του… χασάπη. Μοναδικός της στόχος η ισχύς και η εξουσία. Δεξιά ή αριστερή, δεν έχει σημασία. Καρέκλα νάναι κι ότι νάναι. Και κουτάλα ενδεχομένως.

Η άλλη Ελλάδα της ιστορίας μας είναι πιο χαλαρή και χαμογελαστή. Τη συναντάει κανείς στην περιφέρεια της χώρας. Ας πούμε στο βορειοελλαδικό τόξο, το λιγότερο διαφημισμένο τουριστικά κομμάτι της χώρας. Υποδέχεται επισκέπτες, καλλιεργεί χωράφια, παράγει προϊόντα, φορτώνει κοντέινερς, που φορτώνει στα πλοία και τα στέλνει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κινείται διακριτικά, τα αιτήματά της δεν είναι κραυγαλέα, αλλά ασφαλώς υπάρχουν. Τα σχέδια της πολύ απέχουν από το να χαρακτηριστούν φαραωνικά, αλλά η ίδια χαράσσει πορεία μακρού χρόνου.

Η αλήθεια είναι ότι οι δύο αυτές Ελλάδες δεν συναντώνται συχνά. Κι όταν τύχει η μία να βρεθεί κοντά στην άλλη απωθούνται, όπως τα όμοια ηλεκτρικά φορτία. Ή παίζουν κρυφτό! Ασφαλώς όλοι αντιλαμβανόμαστε ποια Ελλάδα δίνει τον τόνο στην ατμόσφαιρα με ορίζοντα ημέρας, εβδομάδας, μήνα το πολύ. Και ποια διεκδικεί ήσυχα και σταθερά ένα μακροπρόθεσμο μέλλον. Ευτυχώς ή δυστυχώς για όλους μας είμαστε υποχρεωμένοι να συμβιώσουμε και με τις δύο. Ανεξαρτήτως σε ποια ο καθένας δίνει την καρδιά του.

Στην Ελλάδα σκοτεινιάζει /

κι ένας δίσεκτος Θεός /

απ’ τους ουρανούς κοιτάζει /

πόσο χάλασε ο καιρός. /

Μη ρωτάς που ταξιδεύω μη ρωτάς /

τη δροσιά κι ότι ανασαίνει ν’ αγαπάς.*

 

*Στίχος του Μιχάλη Μπουρμπούλη, που μελοποιήθηκε κι έγινε τραγούδι από τον Στάμο Σέμση και ηχογραφήθηκε το 1995. Οι δύο Ελλάδες ήταν ευδιάκριτες και τότε.