Skip to main content

Το τέλος της αμερικανικής βοήθειας και η έλευση των ΒΙΑΜΥΛ και ΙΖΟΛΑ

Από Voria.gr
Η υποτίµηση του 1953 ήταν ένα επιθετικό µέτρο που µπορούσε να ευνοήσει τις εξαγωγές, επομένως και τη βιοµηχανία, κάτι που συνέβη…

Το 1952 η αµερικανική βοήθεια µηδενίστηκε και οι αρνητικές συνέπειες για τη ζήτηση και τη βιοµηχανία υπήρξαν αισθητές. Αλλά το κυρίαρχο στοιχείο της επόμενης διετίας ήταν η αιφνίδια υποτίµηση της 9ης Απριλίου 1953, µε την οποία η ισοτιµία της δραχµής έναντι του δολαρίου µεταβλήθηκε από 15.000 σε 30.000 δραχµές. Ταυτόχρονα, καταργήθηκαν οι ποσοτικοί περιορισµοί στις εισαγωγές, αλλά διατηρήθηκε το δασµολόγιο. Όπως καταγράφεται στην έκδοση για τα πρώτα 100 χρόνια της ΣΒΒΕ δεν ήταν η πρώτη υποτίµηση της δραχµής που πραγµατοποιήθηκε µεταπολεµικά, αλλά οι προηγούµενες είχαν απλώς προσαρµόσει την επίσηµη ισοτιµία στα πραγµατικά δεδοµένα. Αντίθετα, η υποτίµηση του 1953 ήταν ένα επιθετικό µέτρο που µπορούσε να ευνοήσει τις εξαγωγές, επομένως και τη βιοµηχανία, κάτι που συνέβη…

Το 1954 δηµιουργήθηκαν 1.600 νέες µεταποιητικές µονάδες και άλλες 850 υφιστάµενες επέκτειναν τις εγκαταστάσεις τους. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στη µεγαλύτερη προστασία, έναντι των εισαγοµένων οµοειδών προϊόντων, την οποία απολάµβαναν οι ελληνικές επιχειρήσεις µετά την υποτίµηση λόγω του διπλασιασµού των δραχµικών τιµών των εισαγοµένων προϊόντων.

Ανάλογη, αλλά πιο συγκρατηµένη, ήταν η εξέλιξη της βιοµηχανικής παραγωγής στη Βόρειο Ελλάδα. Από 100 παραγωγικές μονάδες το 1938 και 120 το 1951 φτάσαμε στις 110 το 1952 για να ανέβουμε στις 135 το 1953. Εξαιτίας των ευεργετικών διατάξεων του διατάγµατος για την προστασία της επαρχιακής βιοµηχανίας ιδρύθηκαν στη Θεσσαλονίκη εργοστάσια από µεγάλες εταιρείες, όπως η Βιαµύλ και η Ιζόλα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην απογραφή που διενήργησε ο Σύνδεσµος Ελλήνων Βιοµηχάνων το 1952 προέκυψε ότι ποσοστό 62% από τις 2.800 βιοµηχανικές επιχειρήσεις, βρίσκονταν στην Αττική και 38% στην περιφέρεια. Η τάση αυτή δεν ανακόπηκε ούτε από την εφαρμογή των διατάξεων κόπηκε από την εφαρµογή των διατάξεων περί προστασίας της επαρχιακής βιοµηχανίας, αφού προφανώς τα προβλήματα για την εκτός των τειχών της πρωτεύουσας επιχειρηματικότητα ήταν μεγάλα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 6.397 άδειες ίδρυσης, επέκτασης και νοµιµοποίησης βιοµηχανιών που εκδόθηκαν συνολικά στην Ελλάδα την περίοδο 1952 - 1955, το 62% αφορούσε την περιοχή Αττικής, το 13,3% τη Θεσσαλονίκη και το 24,7% την υπόλοιπη χώρα.

Δυσμενής ανατροπή

Τρεις εβδοµάδες µετά τη δηµοσίευση του νόμου για την προστασία της επαρχιακής βιοµηχανίας ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Μακεδονίας κλήθηκε να αντιµετωπίσει την ανατροπή των ευνοϊκών διατάξεών του. Με Βασιλικό Διάταγμα ορίστηκε ότι κατά τη διενέργεια προμηθειών του Δημοσίου μειώθηκε το περιθώριο διαφοράς τιμής των προϊόντων της επαρχιακής βιοµηχανίας σε 3% - 4% από 8%. Επίσης, περιορίστηκε η µείωση του φόρου κύκλου εργασιών που είχε προβλεφθεί για τις επαρχιακές βιοµηχανίες, επειδή επιβαρύνονταν µε υψηλότερα µεταφορικά έξοδα, τα οποία µε τη σειρά τους επίσης επιβαρύνονταν µε τον ίδιο φόρο. Έτσι, οι επιπτώσεις του µεταφορικού κόστους στην τιµή πολλαπλασιάζονταν. Στη συνέχεια ανατράπηκε και η δασµολογική απαλλαγή επί των εισαγοµένων καυσίµων, που είχε παραχωρηθεί στις επαρχιακές βιοµηχανίες. Επίσης, στο νόμο για την προστασία της επαρχιακής βιομηχανίας υπήρχε πρόβλεψη για χαµηλότερο επιτόκιο στις χρηµατοδοτήσεις της εκτός Αθηνών βιοµηχανίας, χωρίς όµως να καθορίζεται ποσόστωση των δανείων µεταξύ κέντρου και επαρχίας. Το αποτέλεσµα ήταν ότι οι τράπεζες απέφευγαν να χρηµατοδοτήσουν επαρχιακές βιοµηχανίες και τελικά αυτές µάλλον ζηµιωµένες παρά κερδισµένες βγήκαν από τη σχετική πρόνοια του νόµου.

Η επιλογή λιγνίτη

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 η κυβέρνηση της χώρας προσπάθησε να εφαρμόσει πολιτική υποκατάστασης των εισαγόµενων καυσίµων µε εγχώριο λιγνίτη, µέσω της µαζικής χρήσης του από τη βιοµηχανία. Ως τότε η προσπάθεια για την απορρόφηση του εγχώριου λιγνίτη είχε περιοριστεί στη βιοτεχνία, αλλά η εξορυσσόµενη ποσότητα αυξανόταν συνεχώς. Έτσι, για να αποθαρρύνει την εισαγωγή καυσίµων και να ενισχύσει την κατανάλωση λιγνιτών, το κράτος έλαβε µέτρα που απέτρεπαν τη χρήση πετρελαίου από τη βιοµηχανία. Τέθηκε µάλιστα προθεσµία για την µετατροπή των εγκαταστάσεων των εργοστασίων, έτσι που να καίνε λιγνίτη και όχι εισαγόµενα καύσιµα.
Στη Θεσσαλονίκη 97 βιοµηχανικές επιχειρήσεις και 672 βιοτεχνικές χρησιµοποιούσαν ηλεκτρισµό που παρήγε η ΚΕΤΗΘ, σε τιµή τετραπλάσια από εκείνη της Αθήνας. Ενόψει των συζητήσεων που γινόταν από την νεοσύστατη ΔΕΗ για την ίδρυση πέντε εταιρειών διανοµής ηλεκτρικού ρεύµατος, από τις οποίες η µία στη Βόρειο Ελλάδα. Ο Σύνδεσμος έθεσε δύο αιτήματα σχετικά µε την τιµή του ρεύµατος για τη βιοµηχανία της περιοχής. Πρώτον, να μην υπερβαίνει η τιµή την αντίστοιχη στην πρωτεύουσα. Δεύτερον, να µην υπερβαίνει η τιµή το κόστος των καυσίµων, διότι µόνον τότε θα είχαν συµφέρον οι βιοµηχανίες να προβούν στις απαραίτητες µηχανολογικές εγκαταστάσεις. Με τον τρόπο αυτόν θα υποκαθίσταντο τα εισαγόµενα καύσιµα από ηλεκτρική ενέργεια παραγόµενη στην Ελλάδα.

Απελευθέρωση εισαγωγών

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η γενική πολιτική της κυβέρνησης του Εθνικού Συναγερµού ήταν ο περιορισµός του προστατευτισµού. Το 1954 φάνηκε ότι η αλλαγή της οικονοµικής πολιτικής και ειδικά η απελευθέρωση των εισαγωγών επρόκειτο να έχει δυσµενείς συνέπειες για την κλωστοϋφαντουργία. Η αγορά «κατεκλύσθη» από ξένα προϊόντα και οι περισσότερες κλωστοϋφαντουργίες εισήλθαν σε συνθήκες κρίσης. Τα διαβήµατα στην κυβέρνηση φυσικά δεν απέδωσαν, διότι η πολιτική της είχε διαµορφωθεί µετά από συνεργασία µε την αµερικανική αποστολή και η άρση των ποιοτικών και ποσοτικών περιορισµών αποτελούσε ένα από τα βασικά στοιχεία της. Το µόνο που υποσχέθηκε η κυβέρνηση ήταν ότι οι τράπεζες δεν θα χρηµατοδοτούσαν την εισαγωγή ειδών πολυτελείας, πολιτική που θα µείωνε τα κέρδη των εισαγωγέων προς όφελος της τοπικής παραγωγής. Αυτό βέβαια δεν αποτελούσε αποτελεσµατική λύση στο πρόβληµα. Ίσως γι’ αυτό, κατά τη διάρκεια του 1955 στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας σηµειώθηκε µείωση της παραγωγής σε κλίµακα 20% - 35%, ανάλογα µε την κατηγορία. Μείωση σηµείωσε το ίδιο έτος και η παραγωγή των τροφίµων (6% στα ζυµαρικά έως 30% στα σπορέλαια).
Με βάση τα στοιχεία του φόρου κύκλου εργασιών του έτους 1955, στην Αθήνα παρήχθη το 64% των βιομηχανικών προϊόντων της χώρας, στον Πειραιά το 12%, στη Θεσσαλονίκη το 6,8%, στη λοιπή Μακεδονία το 2,1% και το υπόλοιπο 15% στις άλλες περιοχές της χώρας. Συνολικά, δηλαδή, η συµµετοχή της Μακεδονίας είχε περιοριστεί στο 9% του συνόλου έναντι 16% του 1938.

Χωρίς ρευστό

Ένα άλλο πολύ σοβαρό πρόβλημα για τη βιομηχανία στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ήταν η έλλειψη ρευστότητας, καθώς από την 1η Φεβρουαρίου 1955 οι τράπεζες έπαψαν να προεξοφλούν γραµµάτια. Η κυβέρνηση πετύχαινε έτσι το στόχο της στη σκληρή αντιπληθωριστική πολιτική της, αλλά οι βιοµηχανικές επιχειρήσεις έµειναν χωρίς ρευστό. Ιδιαίτερα η κλωστοϋφαντουργία βρέθηκε σε επώδυνη θέση. Αρκετά νηµατουργεία κατέθεσαν αιτήσεις για απολύσεις προσωπικού, λόγω αδυναµίας καταβολής της µισθοδοσίας. Έτσι ο Σύνδεσμος προχώρησε σε δυναµικές ενέργειες, αποφασισµένος να φτάσει µέχρι το λοκ-άουτ. Στις επαφές με την κυβέρνηση υπήρξαν υποχέσεις για την επίλυση του προβλήματος,λ που δεν τηρήθηκαν. Τελικά το θέμα ξεπεράστηκε μόνο χρόνια μετά…

Αναβάθμιση νομαρχών

Τον Απρίλιο του 1955 θεσπίστηκε ο νόµος περί διοικητικής αποκεντρώσεως, ο οποίος έμελλε να πάιξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της βιομηχανίας το επόμενο διάστημα. Ο νόμος επέφερε πλήρη ανατροπή στη δοµή του διοικητικού συστήµατος της χώρας, με κατάργηση των γενικών διοικήσεων και αναβάθµιση των αρµοδιοτήτων των νοµαρχών, ώστε να δηµιουργηθεί ενιαίο διοικητικό σύστηµα για ολόκληρη τη χώρα. Ακόµη, προέβλεψε θέση υπουργού Βορείου Ελλάδος, ο οποίος ήταν ο ανώτατος αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στη Μακεδονία και τη Θράκη.