Skip to main content

Το θαμπό, αργόσυρτο, αφόρητο καλοκαίρι της Θεσσαλονίκης

Το καλοκαίρι δεν ταιριάζει στη Θεσσαλονίκη. Η ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία κολλάνε επίμονα στο δέρμα και η βροχή «ξεχνάει» να πέσει.

Το καλοκαίρι δεν ταιριάζει στη Θεσσαλονίκη. Δεν της πάει. Ίσως η Θεσσαλονίκη να μην ταιριάζει στο καλοκαίρι. Το ίδιο είναι. Ένα και το αυτό. Η πόλη δεν έχει πλατείες, δεν έχει αυλές, δεν έχει πράσινο, καλά που υπάρχει η παραλία. Μια πόλη με βαλκανικό χρώμα, δηλαδή ψήγματα κεντροευρωπαϊκού στυλ και ταυτόχρονα έντονα ανατολίτικα στοιχεία, που είναι στημένη σαν η εποχή της να ξεκινούσε ανέκαθεν το φθινόπωρο και τα τελείωνε στα μέσα της Άνοιξης. Τότε που η υγρασία μοιάζει με κάτι φυσιολογικό. Που δεν ενοχλεί και πολύ. Δεν επιβαρύνει. Αντίθετα με τη θαμπάδα της καλύπτει ασχήμιες και αγκαλιάζει γωνίες. Τότε που νυχτώνει νωρίς και όλα –δρόμοι, αυτοκίνητα, βιτρίνες, το λιμάνι, τα πλοία, οι σκιές- μοιάζουν ζωγραφισμένα στο ίδιο φόντο.

Ιδιαίτερα φέτος, χωρίς εκδηλώσεις –με την εξαίρεση του φεστιβάλ βιβλίου στο Λευκό Πύργο που επιμένει ακόμη αυτές τις μέρες- και με περιορισμούς στην κοινωνική ζωή η Θεσσαλονίκη διάγει βαρύ, αργόσυρτο και σχεδόν αφόρητο καλοκαίρι. Ταυτόχρονα, όμως, η Θεσσαλονίκη είναι ελληνική πόλη. Μια πόλη Ελλήνων, που στο μυαλό, την καρδιά και το βλέμμα τους έχουν το φωτεινό ελληνικό καλοκαίρι του Ελύτη και του Ζακ Λακαριέρ . Το αναζητούν, όμως, αλλού. Στην Χαλκιδική, όπου τα πεύκα φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Στην διακριτική Θάσο, με τις άπειρες κρυμμένες παραλίες. Στο επιβλητικό Πήλιο με τους μύθους και την ιστορία. Αλλά και στα νησιά του Αιγαίου, τους «πέτρινους ίππους» και το «Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε» του Ελύτη. Στα κοσμικά Επτάνησα, που μάταια περιμένουν φέτος του Άγγλους και τους Ιταλούς. Φυσικά στην Κρήτη του καπετάν Μιχάλη και του Νίκου Ξυλούρη και στη Ρόδο και στα άλλα Δωδεκάνησα. Το ψάχνουν, όμως, και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, στη Λέσβο με τις χρυσές ελιές και στη Χίο με τη μαστίχα και τους καπετάνιους. Μόνο στη Θεσσαλονίκη δεν ψάχνουν το καλοκαίρι οι Θεσσαλονικείς. Απλώς το ανέχονται.

«Καλοκαίρι /
στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη /
αλλά εν τέλει /
με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι /
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει /
καλοκαίρι /
στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει /
καλοκαίρι».

Αργά τα καλοκαιρινά μεσημέρια της Κυριακής, όταν η ζέστη χτυπάει κόκκινο και όλοι ψάχνουν κάπου για να κρυφτούν, το κέντρο της Θεσσαλονίκης μετακομίζει σε κινηματογραφικό στούντιο. Ή αν προτιμάτε σε λογοτεχνικό γραφείο. Γίνεται σκηνικό για απελπισμένες ερωτικές ιστορίες. Για ντετέκτιβ χωρίς υποθέσεις. Για μοναχικούς ανθρώπους που περπατούν αμίλητοι στους ήσυχους δρόμους, δίπλα στις βιτρίνες, μπροστά από τράπεζες με τα κλειστά στόρια. Και λίγο πιο πάνω και λίγο πιο δυτικά από την Αριστοτέλους, στη Δωδεκανήσου, στην Ερμού, στην Φράγκων, στη Συγγρού, στη Δαναΐδων  βρίσκονται αντιμέτωποι με τα κτίρια και τη σκληράδα των χρωμάτων. Του γκρι, της ώχρας, αλλά και του κόκκινου. Η Θεσσαλονίκη έχει περισσότερα κόκκινα κτίρια απ’ όσα θα υπέθετε  κανείς. Κτίρια με βαριές, απαραβίαστες εισόδους> Με απόμακρες, αδιόρατες μουσικές που βγαίνουν από κλειστά παντζούρια και δεν σε αφήνουν να καταλάβεις ποιοι ζουν από πίσω. Ούτε καν να φανταστείς πως ζουν οι άνθρωποι που είναι μέσα.

«Να περπατάς με τη σκιά σου /
για να ‘χει ο ήλιος συντροφιά /
τα σκονισμένα βήματα /
τα λόγια σου τα μυστικά /
και τα μικρά διλήμματα»

Το καλοκαίρι δεν ταιριάζει στη Θεσσαλονίκη. Η ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία κολλάνε επίμονα στο δέρμα και η βροχή που πάντα ξεπλένει πεζοδρόμια, δρόμους και αισθήσεις «ξεχνάει» να πέσει. Ούτε η Θεσσαλονίκη ταιριάζει στο καλοκαίρι. Με εξαίρεση, ίσως, το θαλάσσιο και παραθαλάσσιο μέτωπο από το απόγευμα και μετά. Την ώρα που νυχτώνει και η πολυκοσμία… αποσύρεται. Ίσως, δηλαδή, και αργότερα από την ώρα που νυχτώνει. Όταν εμφανίζονται τα φώτα στη θάλασσα. Όταν οι ρομαντικές ψυχές κατεβαίνουν στη α΄ προβλήτα για να δουν τα φώτα της πόλης από τη θάλασσα, όπως τους προτρέπει ο ποιητής.

«Της Σαλονίκης μοναχά /
της πρέπει το καράβι /
να μην τολμήσεις να τη δεις /
ποτέ απ’ τη στεριά».  

Είναι η ώρα που στην προκυμαία, από το λιμάνι μέχρι το Μέγαρο Μουσικής, περπατούν παρέες με κορίτσια που φορούν γαλάζια και λουλουδάτα φορέματα και αγόρια με βερμούδες και άσπρα μακό μπλουζάκια. Όταν στα ντεκ πάνω στη θάλασσα, στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου, κάθονται ερωτευμένα ζευγαράκια και χαζεύουν το φεγγάρι του Θερμαϊκού, που παρακολουθεί άγρυπνο την κίνηση 365 νύχτες το χρόνο, αλλά δεν λέει ποτέ και σε κανέναν τι είδε και τι άκουσε. Ούτε καν στον κιθαρίστα που εμφανίζεται αργά το βράδυ, κάθεται απέναντι του και του τραγουδάει ψιθυριστά.    



«Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά /
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε /
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά /
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε /
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό».

Υπάρχουν πόλεις χτισμένες πάνω στη θάλασσα που η ψυχή τους ανήκει στο χειμώνα. Στο κρύο, στη βροχή, στον παγωμένο αέρα. Η Θεσσαλονίκη είναι μία από αυτές και οι άνθρωποι της το ξέρουν. Γι’ αυτό αγαπούν το Βαρδάρη όταν φυσάει επίμονα. Γι’ αυτό αγαπούν και τη βροχή που πέφτει αργά μέρες ολόκληρες. Γι’ αυτό δεν διαμαρτύρονται –ούτε καν ενοχλούνται- για το παρατημένο θαλάσσιο μέτωπο. Ούτε για το ότι σε πολλά σημεία μετά το Μέγαρο Μουσικής η θάλασσα έχει το χρώμα της λάσπης, η ακτή είναι ελώδες και τα σκουπίδια κάνουν πάρτι. Κι ας είναι η θέα και προς τις δύο πλευρές –και προς την Περαία και προς το λιμάνι- σα σινεμά. Αλλά ακόμη και σε αυτό το απόκοσμο σκηνικό της παρακμής που δημιουργεί η εγκατάλειψη υπάρχουν χαρακτηριστικές καλοκαιρινές εικόνες. Όπως στην μαρίνα της Αρετσούς, με τα λίγα σκάφη και τις πολλές βάρκες, όταν οι φύλακες μαζεύονται σε μια υποφωτισμένη γωνιά, μαζί με τους σκιπεράδες, οι οποίοι φέτος λόγω της κρίσης δεν έχουν ιδιαίτερη ζήτηση, γύρω από ένα τραπεζάκι δίπλα στη θάλασσα και τα λένε χαμηλόφωνα κουτσοπίνοντας. Όταν από το φορητό τους ραδιοφωνάκι ακούγονται λαϊκά τραγούδια, όπως τα παλιά χρόνια ακούγονταν από τις ορχήστρες των παραθαλάσσιων κέντρων.

«Βραδιάζει γύρω κι η νύχτα /
απλώνει σκοτάδι βαθύ /
κορίτσι ξένο σαν ίσκιος /
πλανιέται μονάχο στην γη /
Χωρίς ντροπή, αναζητεί /
τον ήλιο που έχει χαθεί /
στα σκοτάδια να βρει. /
Μπορεί να το ’χουν πλανέψει /
ακρογιαλιές δειλινά /
και σκλαβωμένη για πάντα /
κρατούνε την δόλια καρδιά /
Μπορεί ακόμα μπορεί /
να έχει πια τρελαθεί /
και τότε ποιος θα ρωτήσει /
να μάθει ποτέ το γιατί».  

ΥΓ. Μια βόλτα, ακόμη και στην καλοκαιρινή Θεσσαλονίκη, απαιτεί μουσική υπόκρουση. Soundtrack. Μελωδίες και τραγούδια που υπογραμμίζουν την ατμόσφαιρα και πυκνώνουν το χρόνο. Οι στίχοι που αναφέρονται στο κείμενο ανήκουν σε τραγούδια –από πάνω προς τα κάτω- του Διονύση Σαββόπουλου, του Σωκράτη Μάλαμα, του Θάνου Μικρούτσικου σε ποίηση Νίκου Καββαδία, του Νίκου Παπάζογλου και του Βασίλη Τσιτσάνη. Όλοι τους ερωτευμένοι με τη Θεσσαλονίκη...