Skip to main content

Τι μας δείχνουν... ποδόσφαιρο και μπάσκετ για τις ελληνικές εξαγωγές

Το τυρί (εξαγωγές) το είδες, τη φάκα (εμπορικό έλλειμμα) δεν την είδες; Χρήσιμα συμπεράσματα για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας

Το αποτέλεσμα ενός αγώνα προσδιορίζεται από τη διαφορά των γκολ ανάμεσα σε δύο ομάδες, αν πρόκειται για ποδόσφαιρο, ή των πόντων, αν πρόκειται για το μπάσκετ. Ούτε μόνο από την παραγωγικότητα της ομάδας, ούτε όμως μόνο από την αποτρεπτική της ικανότητα. Τι νόημα έχει στο ποδόσφαιρο εάν ηττηθείς πετυχαίνοντας τρία γκολ.

Ή σε άλλη περίπτωση εάν δεχθείς ένα και μοναδικό, αλλά και πάλι χάσεις; Ή στο μπάσκετ, πόσο ηρωισμό έχει μια ήττα με το κοντέρ σου να γράφει 100 ή –επίσης σε άλλη περίπτωση- αν καταφέρεις να περιορίσεις τον αντίπαλο στους 60 πόντους, αλλά εσύ δεν τους φτάσεις ποτέ; Το ροζ φύλλο αγώνα, αυτό που παίρνει ο νικητής, θα καταλήξει στην πλευρά της ομάδας που κατάφερε να βάλει περισσότερα από αυτά που θα δεχθεί. Είναι απολύτως δευτερεύοντα τόσο το μέγεθος της διαφοράς, όσο και το συνολικό ύψος της απόδοσης και της παραγωγικότητας μιας ομάδας μέσα στο γήπεδο. Ασφαλώς το πόσο καλή ή αδύναμη είναι μια ομάδα στην επίθεση και στην άμυνα αποτελεί το πρώτο στοιχείο για να βελτιωθεί και να καταλήξει κάποια στιγμή να έχει στο τέλος των αγώνων τις διαφορές υπέρ της, να παίρνει τις νίκες, να γεμίζει το ντοσιέ της χρονιάς με ροζ φύλλα αγώνα και στο τέλος –γιατί όχι;- να πάρει το πρωτάθλημα ή μια καλή θέση που οδηγεί σε έξοδο στην Ευρώπη.  

Σε επίπεδο πραγματικής οικονομίας το αθλητικό παράδειγμα μετριέται –μεταξύ άλλων- στο εμπορικό έλλειμμα. Στο αποτέλεσμα μεταξύ των εξαγωγών και των εισαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών. Γι’ αυτό ο ενθουσιασμός από την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών καλώς καταγράφεται, αλλά οφείλει να είναι συγκρατημένος. Κυρίως να οδηγεί στα σωστά συμπεράσματα και την αρμόζουσα στοχοθεσία για τη χώρα. Στην περίοδο Ιανουαρίου – Μαϊου 2021 οι ελληνικές εξαγωγές πήγαν πολύ καλά, έφτασαν σε επίπεδο ρεκόρ. Αυξήθηκαν κατά 3 δισ. ευρώ (ποσοστό 24,3%), σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα της προηγούμενης χρονιάς, εξισορροπώντας σε πέντε μήνες τις συνολικές απώλειες του 2020, που ήταν 3,1 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 18,9%.

Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές ήταν αυξημένες στο πεντάμηνο κατά 19,4% και οι εισαγωγές κατά 17,4%. Όσο για το εμπορικό έλλειμμα, «τσίμπησε» 10,3%. Αυτό σημαίνει επιβάρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αναμένεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο λόγω των περιορισμένων επιδόσεων του ελληνικού τουρισμού το 2021.

Η δύσκολη αυτή συγκυρία, κατά την οποία μεταξύ υγειονομικής Σκύλας και οικονομικής Χάρυβδης το πρόβλημα της χώρας καθίσταται τεράστιο, δεν θα μπορούσε να είναι η καταλληλότερη για να επιχειρήσει η Ελλάδα μια πραγματική προσπάθεια αλλαγής του παραγωγικού της μοντέλου. Διότι εάν η παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων και ανταγωνιστικών προϊόντων δεν αυξηθεί ουσιαστικά, με παράλληλη υποκατάσταση μέρους των εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή το μέλλον της χώρας δεν μπορεί να είναι σταθερό, ούτε η ανάπτυξη της οικονομίας διατηρήσιμη. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η ενίσχυση της παραγωγικότητας δεν μπορούν να υπάρξουν εάν το ισχύον σύστημα δεν υποστεί βαθύτατες τομές, δηλαδή μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα. Από τις δομές, τη λειτουργία και τις διαδικασίες του κράτους, μέχρι τον προσανατολισμό των ιδιωτικών επενδύσεων σε δραστηριότητες και τομείς στους  οποίους υπάρχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Πιθανόν σε αυτή τη συζήτηση η λέξη – κλειδί να είναι η παραγωγή, διότι το μοντέλο «Ελλάδα, χώρα των υπηρεσιών», δηλαδή οικονομία του «ήλιος, θάλασσα, κραιπάλη, κατανάλωση» στο οποίο κάποιοι επιμένουν μπορεί να κάνει ευτυχισμένους και πλούσιους ορισμένους, αλλά όπως αποδείχθηκε με τη χρεοκοπία του 2010, αλλά και τις εξελίξεις των επόμενων μνημονιακών χρόνων, δεν αρκεί. Όπως η απολύτως απαραίτητη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, οι οποίες όμως ενσωματώνουν σχετικά  περιορισμένη προστιθέμενη αξία, δεν αρκεί από μόνη της. Διότι αυτό το άλλοτε περίφημο «made in Greece» εμπεριέχει μεγάλο ποσοστό εισαγωγών, από πρώτες ύλες, μέχρι ενέργεια. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι την τελευταία δεκαετία οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών (χωρίς καύσιμα και πλοία) από 15,6 δισ. ευρώ το 2010 έφτασαν στα 22,6 δισ. ευρώ το 2020, αλλά αυτή άνοδος κατά περίπου 50% δεν οδήγησε σε ουσιαστική αύξηση του μεριδίου της χώρας στο διεθνές εμπόριο. Ούτε διαφοροποιήθηκε ιδιαιτέρως το μείγμα των επιχειρήσεων που εξάγουν, αφού περί τις 300 ελληνικές εταιρίες πραγματοποιούν το 50% των εξαγωγών. Επιπροσθέτως, η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο μειώθηκε σημαντικά, εάν συγκριθεί με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό συνέβη επειδή η ελληνική παραγωγή  παραμένει σχετικά χαμηλού τεχνολογικού περιεχομένου και χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Άλλωστε πολλές από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις της χώρας ξεκίνησαν να κοιτούν τις διεθνείς αγορές μετά το 2010, ακολουθώντας ανταγωνιστική τιμολογιακή πολιτική, προκειμένου να εξάγουν για να αντισταθμίσουν τις απώλειες τους από τον περιορισμό τη εσωτερικής ζήτησης.

Με αυτά τα δεδομένα, που δεν αμφισβητούνται, τα επόμενα λίγα χρόνια αναμένεται να είναι πραγματικά καθοριστικά για την Ελλάδα. Η ευκαιρία, όντως, είναι μεγάλη, επειδή στη χώρα θα εισρεύσουν σημαντικότατα κοινοτικά κονδύλια, ενώ παράλληλα όλα δείχνουν –για παράδειγμα το πρόγραμμα του ελληνικού ταμείου Ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0»- ότι μήνυμα έχει ληφθεί. Τουλάχιστον φαίνεται ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού συστήματος, αλλά και οι περισσότεροι παίκτες του ιδιωτικού τομέα έχουν αντιληφθεί τι πρέπει να γίνει, άρα και ότι πρέπει να κάνουν.

Εάν αυτό που πρέπει γίνει, δηλαδή εάν οι εμπλεκόμενοι θα το κάνουν, είναι μια… άλλη ιστορία. Μόνο η πραγματικότητα θα δείξει εάν το κράτος όντως θα εκσυγχρονιστεί και εάν ο ιδιωτικός τομέας όντως αντιλαμβάνεται ότι η εν πολλοίς κρατικοδίαιτη πορεία του δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οι εξελίξεις είναι μπροστά. Τρέχουν. Με τη σημερινή εικόνα σε αυτή τη διαφαινόμενη ουσιαστική αλλαγή η Θεσσαλονίκη, η Κεντρική Μακεδονία και η βόρεια Ελλάδα θα είναι κερδισμένες. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει τεχνογνωσία στην παραγωγή, εμπειρία στις εξαγωγές, μικρή εξάρτιση από το κράτος. Αρκεί να ξεπεραστεί ο υπερβολικός συντηρητισμός και η επιφυλακτικότητα ενός «επαρχιώτη / μες στο ψιλόβροχο / αρχές του Μάη».