Skip to main content

Γιατί πρέπει οι εταιρείες τροφίμων να ανακαλύψουν νέες χώρες - αγορές

Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας PROVIL εξηγεί με άρθρο του στη Voria.gr την ανάγκη επιλογής αγορών στόχων στο εξωτερικό.

Του Χρήστου Βογιάννου*

Πιστεύω ότι κάτι που λείπει από τις ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται ή προσπαθούν να το κάνουν, στο εξωτερικό είναι η εφαρμογή του σωστού Μάρκετινγκ.

Ένα από τα στοιχεία του μάρκετινγκ, το οποίο δεν λειτουργείται σωστά από τις εταιρείες μας είναι κάτι πολύ απλό. Επιλογή αγορών-στόχων. Ο κανόνας είναι ότι δεν πηγαίνεις εκεί που έχεις μεγάλο ανταγωνισμό. Η τουλάχιστον δεν πηγαίνεις μόνο εκεί, ακόμη κι αν πρόκειται για μεγάλες αγορές, στις οποίες έχεις πλεονεκτήματα, όπως η Γερμανία. Είναι καλό να αναζητάς χώρες και αγορές, οι οποίες να είναι κατά κάποιο τρόπο παρθένες αλλά ανερχόμενες.

Για παράδειγμα, σχετικά με τα ελληνικά αγροτοδιατροφικά προϊόντα, δυστυχώς οι Ιταλοί έχουν φθάσει πριν από μας στις μεγαλύτερες αγορές. Είναι δύσκολο να τους ανταγωνιστούμε εκεί. Όχι ακατόρθωτο, δεν εννοώ να μην το προσπαθούμε, αλλά δεν πρέπει να είναι αυτές οι χώρες η μοναδική μας επιλογή. Πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχουν αγορές στις οποίες δεν έχει φτάσει ακόμη ο ανταγωνισμός, είναι ανερχόμενες και επιπλέον έχουμε και κάποια ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. Είναι για παράδειγμα, η Πολωνία, η Ρωσία και η Ουκρανία. Ακόμη και η Αρμενία. Δεν πρέπει να τις αγνοούμε. Φυσικά για τη Ρωσία, αναφέρομαι σε γνώση των προβλημάτων από το εμπάργκο. Ωστόσο, υπάρχουν προϊόντα τα οποία εξαιρούνται καθώς και άλλες οδοί, μέσω ενδιάμεσων χωρών, για τα υπόλοιπα.

Για ποιο λόγο θα πρέπει να προσπαθούμε διαρκώς σε κορεσμένες αγορές και μόνον;

Ακόμη και στις ΗΠΑ. Οι συνθήκες εκεί είναι δύσκολες για μια ελληνική εταιρεία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι καλύτερες επιδόσεις μας καταγράφονται εκεί όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο. (Μήπως ήρθε η ώρα να απογαλακτιστούμε από αυτή τη σχέση);

Η εταιρία μας, η PROVIL, δραστηριοποιείται περισσότερο σε νέες κατά κάποιο τρόπο χώρες και λιγότερο στις κλασικές χώρες προορισμού των ελληνικών προϊόντων. Η εμπειρία μας είναι πολύ ενθαρρυντική και θέλουμε να μεταφέρουμε το μήνυμα προς όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Ειδικά η μαζική εστίαση, προσφέρει σ’ αυτές τις χώρες πολλές προοπτικές.

Τα εστιατόρια επιζητούν ελληνικές προτάσεις κι ας μην υπάρχει μεγάλη ελληνική ομογένεια. Ούτως ή άλλως κακώς ταυτίζουμε απόλυτα την ελληνική εστίαση στο εξωτερικό με την ελληνική ομογένεια. Η ελληνική γαστρονομία καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο χώρο στην παγκόσμια αγορά της εστίασης και σε πολλές από τις προαναφερόμενες χώρες βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα αναζήτησης και αποδοχής.

Καθώς, ως εταιρεία, δραστηριοποιούμαστε κυρίως στο κομμάτι  της μαζικής εστίασης, το έχουμε διαπιστώσει αυτό από τις επαφές με τους πελάτες μας και από τα προϊόντα που μας ζητούν.  

Οι προοπτικές αυτές οφείλονται στο γεγονός της ανάπτυξης στις παραπάνω χώρες του ethnic food και στη συμπάθεια που υπάρχει για την Ελλάδα, τους Έλληνες και τα ελληνικά προϊόντα. Συνηγορεί επίσης η ορθόδοξη θρησκεία, κοινές διατροφικές συνήθειες οι οποίες σχετίζονται με αυτήν, όπως οι νηστείες και βέβαια η διασύνδεση της Ελλάδας με τη μεσογειακή και την υγιεινή διατροφή. Αυτό αποτελεί μια ευκαιρία για την ελληνική βιομηχανία τροφίμων, την οποία με προσοχή και επαγγελματισμό πρέπει να τη κερδίσουμε.

Οι χώρες που προανέφερα παρουσιάζουν για μας ιδιαίτερα πλεονεκτήματα.

Η Πολωνία είναι η 6η μεγαλύτερη αγορά στην Ευρώπη. Είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός πολλών προϊόντων στην ΕΕ και έχει μια ισχυρή εγχώρια βιομηχανία μεταποίησης. Η συνολική αξία του πολωνικού εμπορίου γεωργικών προϊόντων διατροφής είναι πολύ υψηλή. Αυτό δείχνει μια ανοιχτή αγορά, δηλαδή κατάλληλη για δραστηριοποίηση.

Η Πολωνία είναι πια μια κανονική δυτική χώρα, με ανερχόμενη μεσαία τάξη και έχει υιοθετήσει πλήρως τις σύγχρονες τάσεις στη διατροφή. Πολλά προϊόντα διατίθενται μέσω καταστημάτων delicatessen, ό,τι πρέπει για μας.

Η οικονομία της Ουκρανίας άφησε πίσω της τα χειρότερα. Ήδη κινείται σε ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ γύρω στο 3%. Έχει ακόμη μερικά προβλήματα βέβαια, όπως υψηλό πληθωρισμό την κακή σχέση με τη Ρωσία αλλά αυτή η στιγμή είναι ιδανική για την επίτευξη οικονομικών συνεργασιών. Και βέβαια είναι μια πολύ μεγάλη χώρα με ορθόδοξο πληθυσμό.

Το μέγεθος και η δυναμική της Ρωσικής αγοράς είναι δεδομένα. Οι περισσότερες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί παρουσιάζουν αυξανόμενες πωλήσεις και κέρδη. Η ανάπτυξη της αγοράς τροφίμων είναι σημαντική.

Δυστυχώς η Ελλάδα είναι στην 67η θέση ως προς τις εξαγωγές στη Ρωσία με ποσοστό 0,11%, γεγονός που δείχνει ότι δεν έχουμε αξιοποιήσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της θρησκείας και της φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς. Ενδεικτικά η Αυστρία, χώρα με ίδιο μέγεθος, έχει 10πλάσιες εξαγωγές στη Ρωσία. Βεβαίως αισιόδοξη είναι η αύξηση σχεδόν 16% που έγινε στις εξαγωγές μας το 2018 σε σχέση με το 2017. Το εμπάργκο μας δημιούργησε βέβαια μεγάλα προβλήματα καθώς οι ελληνικές εξαγωγές του έτους 2018 έχουν μειωθεί σχεδόν στο μισό, σε σχέση με το 2013. Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι ενώ μηδενίστηκαν οι εξαγωγές φρέσκων φρούτων και λαχανικών κρατάνε ακόμη οι εξαγωγές παρασκευασμάτων, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα προϊόντα του εμπάργκο. Η μέχρι στιγμής εμπειρία μας δείχνει ότι η Ρωσία και ειδικότερα η αγορά HORECA αποτελεί για τα ελληνικά προϊόντα μια εξαιρετική ευκαιρία.

Το μέγεθος της αρμενικής αγοράς δεν είναι μεγάλο αλλά η εικόνα των ελληνικών προϊόντων, με δεδομένες τις ιστορικές σχέσεις των δύο λαών και την ύπαρξη πολυάριθμης ευημερούσας αρμενικής κοινότητας στην Ελλάδα, είναι πολύ καλή. Τα ελληνικά προϊόντα θεωρούνται εγγύηση υψηλής ποιότητας, σε αντίθεση με φτηνά ανταγωνιστικά εισαγόμενα κυρίως από Τουρκία και Κίνα. Έτσι, σχεδόν σε όλο το φάσμα των τροφίμων υπάρχουν δυνατότητες για την ενίσχυση ελληνικών εξαγωγών.

Σε λίγο μάλιστα θα ολοκληρωθούν οι διαδικασίες πλήρους ένταξης της Αρμενίας στην Τελωνειακή Ένωση με Ρωσία, Λευκορωσία και Καζακστάν και το γεγονός αυτό καθιστά την χώρα πιθανή γέφυρα για ανάπτυξη εμπορικών και εξαγωγικών δραστηριοτήτων σε όλο τον συγκεκριμένο οικονομικό χώρο. Επίσης, η συμμετοχή της Αρμενίας στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση και η ενοποίηση των εισαγωγικών διαδικασιών μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά την χώρα ως πύλη εισόδου, σε μία πολύ ευρύτερη αγορά.

*Ο Χρήστος Βογιάννου είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος PROVIL