Skip to main content

Βοσκόπουλος και Αντετοκούνμπο έχουν περισσότερα κοινά, παρά διαφορές

Βοσκόπουλος και Αντετοκούνμπο φαινομενικά δεν έχουν και πολλά κοινά μεταξύ τους. Κι όμως η πορεία τους έχει πολλές αναλογίες.

Ο Τόλης Βοσκόπουλος και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι δύο ονόματα που για εντελώς διαφορετικούς λόγους κυριάρχησαν σχεδόν την ελληνική επικαιρότητα αυτής τη εβδομάδος, εάν εξαιρέσει κανείς τα βαριά θέματα της πανδημίας και των εξελίξεων στην Κύπρο. Ο ένας με τον θάνατό του σε ηλικία 81 ετών και ο άλλος με τον θρίαμβό του, στα 26 του χρόνια, συγκίνησαν την κοινή γνώμη. Έκαναν τους Έλληνες να ανατριχιάσουν.  

Βοσκόπουλος και Αντετοκούνμπο φαινομενικά δεν έχουν και πολλά κοινά μεταξύ τους. Άλλωστε ήρθαν στον κόσμο με 55 χρόνια διαφορά. Είναι πιθανό ο τραγουδιστής είχε ακούσει, ίσως και να είχε δει, τον αθλητή, όπως και ο αθλητής να είχε ακούσει τη φωνή και το όνομα του τραγουδιστή. Πέραν τούτου ουδέν. Κι όμως η πορεία τους έχει πολλές αναλογίες. Περισσότερες απ’ όσες μπορεί να φανταστεί κανείς με μια πρώτη ματιά. Είναι, κυρίως, ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποίησαν και οι δύο για να πατήσουν ο καθένας στη δική του κορυφή. Αν κάτι τους ενώνει εξαρχής είναι η αντισυστημική διαδρομή τους και το γεγονός ότι παρέμειναν ατσαλάκωτοι. Αλλά και η συμπεριφορά, που μπορεί να έχει διαφορετικά εξωτερικά χαρακτηριστικά –ο τραγουδιστής βαρύς, λιγομίλητος κι απόμακρος, ο αθλητής εκδηλωτικός, κοινωνικός και πληθωρικός- αλλά και στις δύο περιπτώσεις είναι πιστοποιημένα αυθεντική, χωρίς ίχνος θεατρινισμού ή υποψία υποχρεωτικότητας.  

Ο Βοσκόπουλος, που γεννήθηκε το 1940, ήταν το μοναδικό αγόρι στα 12 παιδιά των γονιών του και ο πατέρας του έμπορος φρούτων και λαχανικών τον προόριζε για βοηθό του στη λαχαναγορά. Εκείνος επέμεινε και τελικά κατάφερε να πάρει τον ακριβώς αντίθετο δρόμο. Να γίνει καλλιτέχνης. Ηθοποιός και τελικά επιτυχημένος τραγουδιστής. Ακριβοπληρωμένος επαγγελματίας. Πραγματικός θρύλος. Χωρίς να είναι από τεχνική άποψη ο καλύτερος τραγουδιστής –ίσως ο πιο διάσημος ένρινος στον κόσμο και σίγουρα η μοναδική… μύτη που τραγούδησε με τόση επιτυχία στην Ελλάδα. Χωρίς ιδιαίτερες άκρες στο μουσικό και δισκογραφικό κύκλωμα στην αρχή. Χωρίς να υπακούει σε κανόνες δημοσίων σχέσεων, οι οποίες δεν τον συνάντησαν ποτέ, όσο κι αν οι ίδιες το επιδίωξαν. Χωρίς καν να διαθέτει το καλύτερο δυνατόν ρεπερτόριο, αν και ορισμένα τραγούδια του είναι διαμάντια. Ισορρόπησε όλες αυτές τις ελλείψεις παραμένοντας ο εαυτός του. Ένας αυθεντικός καλλιτέχνης που πίστευε –και το έδειχνε- ακόμη και την τελευταία λέξη, ακόμη και την παραμικρή νότα που έβγαινε με τη φωνή του. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν τραγούδησε απλώς παθιασμένους έρωτες, που στο στόμα άλλου θα προκαλούσαν γέλια, αφού θα έμοιαζαν με καρικατούρες. Έζησε παθιασμένους έρωτες. Οι ήρωες που υποδύθηκε στα τραγούδια του ήταν συνήθως ταυτισμένοι με τον ίδιο. Γι’ αυτό βασίστηκε αποκλειστικά στο ευρύ κοινό, στους θαυμαστές του, οι οποίοι τον κυνηγούσαν αυθόρμητα σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν αυτονόητο και με τον τρόπο τους «ανάγκαζαν» τα νυχτερινά κέντρα και τις δισκογραφικές εταιρείες να τον… χρυσοπληρώσουν. Ούτε είναι τυχαίο ότι χάρη στη γενναιοδωρία του τον εκτιμούσαν ορισμένοι από τους πιο… δύσκολους του κυκλώματος. Ο Άκης Πάνου αναφερόταν στο πρόσωπό του με σεβασμό. Ο Γιώργος Ζαμπέτας με αγάπη και θαυμασμό. Και ο Μίμης Πλέσσας μιλάει ακόμη με τρυφερότητα. Ίσως για όλα αυτά –ενδεχομένως και άλλα πολλά- τις τελευταίες ημέρες, μετά τον θάνατό του, όσοι νεότεροι καλλιτέχνες και δημοσιολόγοι μίλησαν ή έγραψαν για το Βοσκόπουλο αναγνώρισαν μεν την επιτυχία του, σκιαγράφησαν το βαθύ αποτύπωμα που άφησε στο ερωτικό τραγούδι και στη διασκέδαση, αλλά οι περισσότεροι απέφυγαν να εκφραστούν προσωπικά ή να δηλώσουν θαυμαστές του. Βλέπετε ο Βοσκόπουλος μόνο τραγουδούσε. Δεν υπήρξε κοινωνικός σχολιαστής, ούτε μιλούσε δημόσια για πολιτική και κόμματα. Δεν «ψάρευε» τον κόσμο για τις απόψεις και τις ιδέες του, ενώ για μεγάλα χρονικά διαστήματα χανόταν από το προσκήνιο. Ακόμη και για χρόνια κλεινόταν στον εαυτό του και στους λίγους φίλους του. Επέλεγε την απομόνωση από την απεγνωσμένη συντήρηση της εικόνας του, όπως έκαναν πολλοί συνάφελφοί του από την εποχή του μέχρι σήμερα. Υπήρξε σταρ από φυσικού του.   

Ο Αντετοκούνμπο από την πλευρά του, με καταγωγή από τη Νιγηρία, γεννήθηκε στου Ζωγράφου το 1994. Έζησε στην Ελλάδα όπως οι υπόλοιποι συμπατριώτες του. Με την οικογένεια, τα αδέλφια του, τον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση και τον βιοπορισμό. Με τη φτώχεια και την ανέχεια, που του στερούσε προπονήσεις επειδή δεν είχε χρήματα για το εισιτήριο του αστικού λεωφορείου. Με τον ρατσισμό λόγω καταγωγής και χρώματος, πήρε την ελληνική υπηκοότητα μόλις το 2013. Ως αθλητής στην Ελλάδα υποτιμήθηκε. Την ώρα που με κρατικές χορηγίες παιδιά των Βορείων προαστίων, προπονητές του Πανοράματος, Αμερικανοί αμφιβόλου ποιότητας και ευέλικτοι μάνατζερς τα έπαιρναν χοντρά χάρη στην κληρονομιά του Νίκου Γκάλη, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν έπαιξε καν στην ελληνική Α1. Το θέμα είναι ότι ο ψιλόλιγνος μετανάστης δεν τα παράτησε. Δεν πτοήθηκε. Δεν τα έβαλε κάτω, μέχρι να δικαιωθεί. Μόνο εκείνος ξέρει τι πέρασε. Έφτασε 18 χρονών στην Αμερική με μοναδικά προσόντα την πίστη, το ύψος, την εργατικότητα και την απουσία της αίσθησης κινδύνου, που έχουν όσοι έτσι κι αλλιώς ότι και να κάνουν παραμένουν ο εαυτός τους. Σήμερα, μετά το πρωτάθλημα του ΝΒΑ, ίσως να είναι εύκολο για τον Αντετοκούνμπο να εμφανίζεται με αυτοπεποίθηση. Όταν, όμως, το 2013 έφτανε 18 ετών στο Μιλγουόκι χρειαζόταν μεγάλη εσωτερική δύναμη για να ανταπεξέλθει. Στο κάτω-κάτω μάλλον δεν ήταν εξαιρετικό ταλέντο μπασκετμπολίστα -εάν ως κριτήριο βάλουμε τον Μάικλ Τζόρνταν ή τον αδικοχαμένο Κόμπι Μπράιαντ- και ήθελε να κάνει καριέρα στο μεγαλύτερο και πιο ακριβό πρωτάθλημα του κόσμου. Κι όμως κατάφερε να γίνει σταρ «αναγκάζοντας» το σύστημα να προσαρμοστεί επάνω του. Ακόμη και σήμερα ο άνθρωπος περιμένει στην ουρά με τη γυναίκα και το παιδί του για να φάει χάμπουργκερ στα McDonalds του Μιλγουόκι.

Βοσκόπουλος και Αντετοκούνμπο πρέπει να καταχωρηθούν στη λίστα των αυτοδημιούργητων που παράγει –στο παρελθόν περισσότερο είναι η αλήθεια- η Ελλάδα. Των ανθρώπων που ξεκινούν και προχωρούν προς την κορυφή μόνοι τους. Ανοίγοντας δρόμους αρχικά για τον εαυτό τους, πριν δημιουργήσουν εκ του αποτελέσματος σχολή. Σε αυτούς κυρίως οφείλεται η αίσθηση ότι στον τόπο μας γίνονται θαύματα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός, λέγεται ότι αναζητούσε με πάθος αυτοδημιούργητους ανθρώπους για να συναναστρέφεται και να αναθέτει καθήκοντα, δουλειές και αποστολές. Τους πίστευε πολύ. Ίσως επειδή ο ίδιος μπορεί να ήταν χαρισματικός, αλλά αυτοδημιούργητος δεν ήταν. Τουλάχιστον δεν ξεκίνησε σαν τέτοιος.  

Βοσκόπουλος και Αντετοκούνμπο δεν είχαν καμία οικογενειακή παράδοση που να διευκολύνει ή και να εγγυάται την πορεία τους. Είχαν ως αφετηρία το ένστικτο, που τους οδήγησε σε σωστές επιλογές. Και τη δουλειά, με την οποία κατέληξαν να κερδίσουν τον αγώνα τους, με σημείο αναφοράς πρωτίστως την αποδοχή του απλού κόσμου. Των καθημερινών ανθρώπων που δεν ενδιαφέρονται και πολύ να δουν πίσω από την κουρτίνα. Τους φτάνει και τους περισσεύει αυτό που εισπράττουν απευθείας. Χωρίς μεσολαβητές. Χωρίς σώνει και καλά να «διυλίζουν τον κώνωπα». Ούτε να «καταπίνουν την κάμηλο».

ΥΓ. Η ιστορία δεν γράφεται με «αν», αλλά αν Βοσκόπουλος και Αντετοκούνμπο ήταν πιο κοντά στην ηλικία και γνωρίζονταν ίσως να γίνονταν φίλοι. Ίσως πάλι και όχι, αφού το πεδίο δόξης του ενός είναι η μέρα και του άλλου η νύχτα. Άσε που σύμφωνα με τη Φυσική και τους νόμους του μαγνητισμού «τα ομώνυμα απωθούνται».