Skip to main content

Ξενοδοχείο ο Λευκός Πύργος και καφέ - μπαρ η Ροτόντα!

Ξαφνικά ολόκληρη η Ελλάδα ξεσηκώθηκε για τα μνημεία που δήθεν παραχωρήθηκαν στο Υπερταμείο. Ας σοβαρευτούμε και ας δούμε την πραγματικότητα...

Στη χώρα του χαβαλέ η πόλη του φραπέ το έχει τερματίσει! Ξαφνικά ολόκληρη η Ελλάδα ξεσηκώθηκε για τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, που –δήθεν- παραχωρήθηκαν στο Υπερταμείο!

Οι δε επικλήσεις στον Στρατηγό Μακρυγιάννη ότι οι Έλληνες πολέμησαν για την αρχαία τους κληρονομιά βρίσκονται στα όρια του γραφικού. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη καταγράφεται «ιερή αγανάκτηση» για την τύχη του Λευκού Πύργου, της Ροτόντας, του Λαογραφικού Μουσείου, της Οσίας Ξένης, του Χαρίσειου γηροκομείου. Ακόμη και τα Βυζαντινά τείχη, που άντεξαν αιώνες επί αιώνων… κινδυνεύουν! Είναι να απορεί κανείς για το πως γλίτωσαν –εάν δηλαδή γλίτωσαν- η πλατεία Αριστοτέλους, το άγαλμα του Βενιζέλου και ο Μέγας Αλέξανδρος πάνω στο Βουκεφάλα στην παραλία.

Ας σοβαρευτούμε και ας δούμε την πραγματικότητα:

Πρώτον, όλη η υπόθεση με το Υπερταμείο και την εκχώρηση της εθνικής περιουσίας αποτελεί εν πολλοίς οφθαλμαπάτη. Αφενός διότι δεκαετίες τώρα στην Ελλάδα η δημόσια περιουσία παραμένει αναξιοποίητη και όμηρος της γραφειοκρατίας και αφετέρου διότι από τα χιλιάδες περιουσιακά στοιχεία που «πέρασαν» στο Υπερταμείο ελάχιστα έχουν πραγματικό οικονομικό ενδιαφέρον.

Δεύτερον, όλοι γνωρίζουν ότι τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι δεν κινδυνεύουν από κανέναν ξένο. Όταν οι τουρίστες φτάνουν στον ιερό βράχο της Αθήνας και τον βρίσκουν κλειστό δεν φταίει η τρόικα. Όπως επίσης κανένας ξένος δε φταίει για το ότι ο Λευκός Πύργος ήταν επί δεκαετίες κλειστός, τα μουσεία της Θεσσαλονίκης είναι ανοιχτά περίπου ώρες γραφείου, ενώ και μπροστά στη Ροτόντα, που επίσης ήταν κλειστή και σκεπασμένη επί δεκαετίες, διεξάγεται εκτεταμένο υπαίθριο παρεμπόριο. Και ασφαλώς δεν ευθύνεται το ΔΝΤ για το γεγονός ότι τα έργα ανάδειξης του τύμβου Καστά στην Αμφίπολη προχωρούν βασανιστικά αργά, σχεδόν με το ζόρι.

Τρίτον, η καλύτερη απόδειξη ότι η Ελλάδα κινδυνεύει κυρίως από τους Έλληνες είναι η περίφημη λίστα των ακινήτων του Δημοσίου που εκχωρήθηκαν στο Υπερταμείο. Η επιπολαιότητα όσων συνέβαλαν να ενταχθούν στον σχετικό κατάλογο τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι –ανεξαρτήτως της έλλειψης ουσίας- δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο κρατικός μηχανισμός αντιλαμβάνεται την αποστολή του.

Αυτή η έλλειψη υπευθυνότητας από παράγοντες οι όποιοι υποτίθεται ότι δουλεύουν για το δημόσιο αποτελεί βασικό πρόβλημα για τη χώρα και την κοινωνία. Εξίσου σοβαρό θέμα, όμως, είναι «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», που με ευκολία ξεστομίζουν ή γράφουν σε ανακοινώσεις όσοι θέλουν δήθεν να καταγγείλουν τα κακώς κείμενα. Αν κάποιος στη Θεσσαλονίκη θελήσει να ασχοληθεί στα σοβαρά –δηλαδή συστηματικά και ορθολογικά- με την τύχη των μνημείων και των μουσείων δεν μπορεί να ξεκινάει από το Υπερταμείο. Ούτε να ψάχνει ποιος ονειρεύεται να κάνει ξενοδοχείο τον Λευκό Πύργο, εστιατόριο τη Ροτόντα και καφέ μπαρ τα μουσεία. Για να φτάσει μέχρι εκεί πρέπει να ξεπεράσει πολλά κακώς κείμενα, για τα οποία ευθύνονται η κεντρική διοίκηση, η τοπική αυτοδιοίκηση, οι δημόσιοι λειτουργοί, οι επιστήμονες, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς, που ελάχιστα –για παράδειγμα- ενδιαφέρονται να φέρουν τα παιδιά τους σε απευθείας επαφή με τα ντοκουμέντα της ιστορίας.

Για τους Έλληνες οι πρόγονοι είναι η καλύτερη επένδυση που έχουν κάνει. Κοιμούνται κι ονειρεύονται τα μεγαλεία του παρελθόντος, εξαιτίας των οποίων εισπράττουν πρόσοδο μέσω του τουρισμού και του θαυμασμού των ξένων, οι οποίοι φτάνουν στη χώρα. Ενίοτε, λοιπόν, όταν πρόκειται για κάτι ανώδυνο που δεν θίγει κανέναν ανάμεσά μας το παίζουν… τζάμπα μάγκες και εθνικώς ευαίσθητοι. Ενώ, λοιπόν, κανείς δεν διαμαρτύρεται στα σοβαρά ούτε για το σκουπιδαριό στον περίβολο των μνημείων, ούτε για τις αυθαιρεσίες στις συντηρήσεις που κρατάνε χρόνια –πληρωμένα χρόνια, εννοείται-, ούτε για τα κλειστά μουσεία, αίφνης διαμαρτύρονται για την ιδιοκτησία τους κι ας ξέρουν ότι μιλούν για ένα «πουκάμισο αδειανό». Καλό το παραμύθι, αλλά δεν έχει… δράκο.