Skip to main content

64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Η σεναριογράφος Δώρα Μασκλαβάνου για το Κόκκινο Ποτάμι και το Καρτ Ποστάλ

Η σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μοντέζ Δώρα Μασκλαβάνου παρέδωσε masterclass στο πλαίσιο του αφιερώματος στο Storytelling – Πώς περιέγραψε την πορεία της στο σινεμά και την τηλεόραση

«Σενάριο: Ατελείωτη ελευθερία, ατελείωτοι περιορισμοί», ήταν το θέμα του Masterclass που παρέδωσε η Δώρα Μασκλαβάνου τη Δευτέρα 6 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

 Η πολύπειρη δημιουργός που εργάζεται στον χώρο του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, μίλησε στο κοινό για το ξεκίνημα της και την πορεία της σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Αναφέρθηκε, επίσης, στους τρόπους με τους οποίους ο σεναριογράφος καλείται να βρει και να θέσει τους περιορισμούς που θα ακολουθήσει, σε έναν χώρο ανταγωνιστικό, διατηρώντας το όραμα της δραματουργίας. Ως σεναριογράφος, η Δώρα Μασκλαβάνου έχει υπογράψει βραβευμένες ταινίες – Κι Αύριο Μέρα Είναι, Κι αν Φύγω...Θα Ξανάρθω, Άδικος Κόσμος, Πολυξένη: Μια Ιστορία Από Την Πόλη και δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές Κόκκινο Ποτάμι, Τα Καλύτερα Μας Χρόνια, Καρτ Ποστάλ.

Γιατί, οι άνθρωποι ωθούνται στη συγγραφή ιστοριών; Πιάνοντας το νήμα από την πνευματική, φυσική ή κοινωνική ανάγκη του ανθρώπου να γράφει ιστορίες – συγκεκριμένα στην εποχή μας για την οθόνη - η Δώρα Μασκλαβάνου αναφέρθηκε στην ανθρώπινη φύση και την τάση των ανθρώπων να αφηγούνται ιστορίες. «Είναι η ανάγκη μας να λέμε ιστορίες και να ακούμε ιστορίες. Στην καθημερινότητα οι άνθρωποι λένε ιστορίες. Όλοι θέλουν να διηγηθούν μια ιστορία, να πουν κάτι που είδαν, που τους εντυπωσίασε, που τους εξιτάρησε, που τους τρόμαξε. Ο τρόπος που οι ανθρωποι διηγούνται κάτι που τους απασχόλησε είναι κινηματογραφικός, έχει κινηματογραφική ροή. Οι άνθρωποι, δηλαδή, είναι σαν να διηγούνται λίγο με cut. Περιγράφουν μια ατμόσφαιρα, αν είναι μέρα ή νύχτα, σου λένε τι υπάρχει από πίσω, περιγράφουν μια στιγμή, έναν ήρωα, κάνουν παρενθέσεις, δημιουργούν ένα φόντο, ξαναγυρίζουν πίσω. Αυτό είναι μια κινηματογραφική ροή. Λέει, για παράδειγμα, ο Μάμετ που τον αγαπώ πολύ, ότι έχουμε ανάγκη να δώσουμε νόημα στον κόσμο απεγνωσμένα, για αυτό γράφουμε ιστορίες. Στην ουσία οι ιστορίες των άλλων μας κινούν. Αν δεν ασχολιόμασταν με τις ιστορίες των άλλων ούτε οι δικές μας θα είχαν νόημα και για εμάς. Δεν είμαστε μόνοι μας, μοιραζόμαστε τη ζωή με τους άλλους. Εμένα πολύ με απασχολούν οι ιστορίες των άλλων ανθρώπων».
Για το ξεκίνημά της ως ηθοποιός, η Δώρα Μασκλαβάνου σχολίασε ότι το επέλεξε γιατί ήθελε να μπει στο χώρο του σινεμά: «Η περίπτωση μου, το περιβάλλον μου, η εποχή μου δεν μου επέτρεπαν ούτε να γνωρίσω ούτε να ακολουθήσω άλλες περιοχές πιο έξω. Υπήρχαν οι δραματικές σχολές και πήγα σε μια δραματική σχολή. Ξεκίνησα σαν ηθοποιός και το ήθελα. Κάποια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να γράψω, να δημιουργήσω έναν γυναικείο ρόλο που θα μου άρεσε να μου τον
προσφέρουν. Έτσι ξεκίνησα. Είναι λίγο παλαβό αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ξεκίνησα σε μια εποχή στην οποία οι ανδρικοί ρόλοι κυρίως ήταν αυτοί που κινούσαν τις ταινίες. Υπήρχαν πολύ ωραίοι γυναικείοι ρόλοι οι οποίοι συνόδευαν τους ανδρικούς, ήταν στηρίγματα. Αλλά οι αβανταδόρικοι ρόλοι που κρατούσαν μία ταινία, ήταν οι ανδρικοί. Δεν ξέρω αν έχει αλλάξει αυτό πολύ και σήμερα. Οπότε είπα θα γράψω έναν γυναικείο ρόλο που θα τον χαίρομαι.»

Αμέσως μετά η Δώρα Μασκλαβάνου διηγήθηκε πώς γράφοντας το σενάριο της πρώτης της ταινίας, ο ρόλος που είχε γεννηθεί ξέφυγε από τα στενά του όρια και ζωντάνεψε για να προσφερθεί σε μια άλλη ηθοποιό. Απαντώντας σε ερώτημα της υπεύθυνηw Συντονισμού Δράσεων του Φεστιβάλ και κριτικoύ κινηματογράφου,Λήδας Γαλανού για τα εφόδια που είχε στην πρώτη της απόπειρα, η σεναριογράφος αναφέρθηκε στο προσωπικό της βίωμα και συναίσθημα της ταλαιπωρίας που χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη στο σενάριο. Εξιστόρησε πώς από τη μικρού μήκους ταινία που είχε κάνει, η μετάβαση για την ίδια με τον διπλό ρόλο του σεναριογράφου και σκηνοθέτη σε μία μεγάλου μήκους ταινία, δεν ήταν εύκολη. Το σενάριο παρακολουθούσε μία γυναίκα με ένα μικρό αγόρι να περιφέρονται στην Αθήνα σε αναζήτηση νέας στέγης, δεν είχε
χρηματοδότηση.

«Το αποκούμπι μου και η φωλιά μου ήταν πάντοτε οι ηθοποιοί, η ζωντανή ύλη του πράγματος, αυτούς αγαπώ κυρίως. Σκέφτηκα να τα αλλάξω όλα. Τούμπαρα το σενάριο σε μια ανορθόδοξη γραφή. Δηλαδή η ιστορία παρακολουθούσε στεγνά μια γυναίκα στην Αθήνα που έψαχνε να βρει στέγη και εγώ κινδύνευα να προδώσω το παραγωγικό έλλειμμα που υπήρχε. Μετά ακούμπησα στους ηθοποιούς, άλλαξα το σενάριο και έφτιαξα ένα σύνολο φιλοξενούμενων ρόλων, πολύ μικρών του ενός γυρίσματος ώστε να μπορώ να τους απευθύνω στους φίλους μου όλων των
ηλικιών. Κι έτσι να έχω μία ομάδα σημαντικών ηθοποιών που ήθελα εγώ και αυτοί να φωτίζουν την πρωταγωνίστρια. Δηλαδή έφτιαξα ένα περιβάλλον από τους άλλους οι οποίοι φώτιζαν και αποκάλυπταν την ηρωίδα. Κι έτσι είχα μία θετική κατάληξη. Έτσι στήθηκε το πρώτο σχέδιο πάνω στην προσφορά των ανθρώπων»

«Το σενάριο είναι ένα εργαλείο, δεν είναι ένα λογοτεχνικό έργο. Επομένως, δεν έχει την ελευθερία της λογοτεχνίας», σχολίασε σε ερώτηση της Λήδας Γαλανού πάνω στη δημιουργική ελευθερία του σεναρίου σε αντιδιαστολή με την ελευθερία της λογοτεχνίας, η Δώρα Μασκλαβάνου. «Το σενάριο είναι ένας ανελαστικός στόχος, πρέπει να υλοποιηθεί. Άρα πρέπει να ξέρεις πώς θα το κυνηγήσεις και που θα το πας. Μέσω ποιων αρμόδιων φορέων θα κυνηγήσεις ένα πρότζεκτ. Είναι άλλο είδος να είσαι auteur, να σκηνοθετήσεις σαν δημιουργός και άλλη η συναλλαγή για να γράψεις ένα
σενάριο που θα παραδοθεί κάπου».

Στην ερώτηση για το ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα σε ένα σενάριο που θα γίνει κινηματογραφική ταινία και ένα σενάριο που γράφεται είτε με ανάθεση είτε με πρωτοβουλία του σεναριογράφου για το τηλεοπτικό κοινό (μίνι σειρά ή σειρά πολλών επεισοδίων), η Δώρα Μασκλαβάνου υπογράμμισε: «Το κινηματογραφικό σενάριο είναι η δική σου έμπνευση. Στην Ελλάδα αυτό απαιτεί τον κόπο και τον χρόνο σου που είναι απλήρωτος. Κανείς δεν σου παραγγέλνει ακόμα σενάριο, εκτός κι αν πρόκειται για μια εμπορική ταινία», απάντησε ενώ διευκρίνησε ότι ο προσωπικός κινηματογράφος απαιτεί προσωπικές πρωτοβουλίες. Η τηλεόραση κυρίως λειτουργεί με αναθέσεις, όπως είπε η σεναριογράφος. «Ο στόχος της τηλεόρασης από τη φύση της είναι η ψυχαγωγία. Επομένως βάζει από μόνη τους πολλούς περιορισμούς. Από την άλλη μεριά, είναι μια πηγή εργασίας, την οποία κανείς δεν μπορεί να περιφρονήσει. Το μεγαλύτερο σώμα των σεναριογράφων σήμερα έχει δουλέψει για την τηλεόραση. Κι εγώ έχω δουλέψει για την τηλεόραση με διάφορες συνθήκες. Εκεί
σου ανατίθεται κάτι που έχει προαποφασιστεί για συγκεκριμένους λόγους». Για το αποτύπωμα του σεναριογράφου στο τηλεοπτικό σενάριο, η ίδια συμπλήρωσε: «Η τηλεόραση από τη φύση της επιδέχεται σκληρή κριτική. Όταν δουλεύεις για αυτή όμως, πρέπει να κοιτάξεις πώς θα αυτοψυχοθεραπευτείς εσύ από την αρχή. Δεν είναι ούτε έξυπνο ούτε χρήσιμο να την κρίνεις όταν δουλεύεις για αυτήν. Πρέπει να σταθμίσεις τη θέση σου και να βρεις δυο πράγματα που να σε αφορούν, έναν ήρωα, μια συνθήκη. Εκεί δεν μπορείς να ακολουθήσεις ούτε το δικό σου ύφος ούτε τη δική σου θέση. Αλλά θα πρέπει να βρεις έναν τρόπο να βάλεις και τα δικά σου πράγματα, εξάλλου για αυτό μπορεί να σου προτείνουν να συμμετέχεις».

Σχετικά με τον χειρισμό ενός λογοτεχνικού έργου που πρέπει να μεταφερθεί στη μικρή οθόνη, η Δώρα Μασκλαβάνου αναφέρθηκε στην προσωπική της εμπειρία με ττην τηλεοπτική μεταφορά δύο σειρών, το Κόκκινο Πόταμι του Χάρη Τσιρκινίδη σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη και την Καρτ Ποστάλ, μια σειρά διηγημάτων της Βικτόρια Χίσλοπ. «Το πώς διαχειρίζεσαι το υλικό ενός συγγραφέα που είναι εν ζωή, είναι δύσκολο», παραδέχτηκε η σεναριογράφος, εξηγώντας στη συνέχεια πως χρειάστηκε να κάνει αλλαγές στο πρωτογενές υλικό. «Ο πυρήνας όμως ήταν ο ίδιος. Το κουκούτσι ήταν πάντα εκεί», είπε χαρακτηριστικά η σεναριογράφος. «Απλώς προσέθετες πράγματα απαραίτητα. Σε ένα βιβλίο πρέπει να κάνεις αλλαγές. Αυτό όμως προϋποθέτει εμπιστούνη και από τις δύο πλευρές».