Skip to main content

Ένας διαφορετικός Σεπτέμβριος για τη Θεσσαλονίκη και τη Β. Ελλάδα

Ο συμβολισμός των διαδικασιών εν όψει ΔΕΘ, ήταν ασφαλώς ισχυρότερος από την ουσία, έδινε όμως κάποιες διεξόδους, έστω ψυχολογικές.

του Γιώργου Δώρα

Τα προηγούμενα χρόνια –ακόμη και τα τελευταία της κρίσης και των μνημονίων- σαν σήμερα ξεκινούσε για τους παραγωγικούς φορείς της Θεσσαλονίκης ένα δεκαήμερο συσκέψεων και επαφών που κορυφωνόταν την ημέρα των εγκαινίων της Διεθνούς Εκθέσεως.

Η διαμόρφωση των αιτημάτων προς την πολιτική ηγεσία και οι συναντήσεις με τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς και τους πολιτικούς αρχηγούς είχαν την κατάληξή τους σε ανακοινώσεις την εβδομάδα της έκθεσης, που είχαν πάντα την τοπική τους διάσταση.

Ο συμβολισμός αυτών των διαδικασιών, που για κάποιους δεν ήταν τίποτε περισσότερο από γραφικότητες, ήταν ασφαλώς ισχυρότερος από την ουσία, αλλά μέσα στη γενικότερη απαξίωση της Θεσσαλονίκης και της Βορείου Ελλάδος έδινε κάποιες διεξόδους, έστω ψυχολογικές. Συνέβαλε σε δεσμεύσεις για την επίλυση κάποιων μικροπροβλημάτων. Τουλάχιστον τα έφερνε στην επιφάνεια και στη δημοσιότητα, οπότε κάποιο –έστω περιορισμένο- κέρδος υπήρχε.

Με δεδομένο, μάλιστα, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του υπόλοιπου έτους οι παράγοντες της Θεσσαλονίκης είναι υποχρεωμένοι να κυνηγούν τους εκπροσώπους της εξουσίας στα γραφεία τους στην Αθήνα οι λίγες αυτές ημέρες τροφοδοτούσαν μια αίσθηση αποκέντρωσης, που είχε κάποιες θετικές επιπτώσεις στην περιοχή. Έστω αυτά τα τετ-α-τετ του εκάστοτε πρωθυπουργού με τους ανθρώπους που εκπροσωπούν τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας στον Βορρά της χώρας, δηλαδή στην πιο παραγωγική και εξωστρεφή περιοχή.

Φέτος όλα αυτά πάνε περίπατο. Όχι μόνο διότι οι επικείμενες εκλογές δεν επιτρέπουν κανέναν περιθώριο σοβαρής προσέγγισης των θεμάτων –αμφιβάλλει κανείς ότι για τον επόμενο μήνα θα αναδυθούν στην επιφάνεια μόνο ζητήματα εντυπώσεων; Αλλά διότι η κατάσταση στην πραγματική οικονομία και στην αγορά τους τελευταίους δέκα μήνες είναι τόσο δύσκολη και προβληματική, που πολλά από τα θέματα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν –και με αντικειμενικούς όρους εξακολουθούν να είναι- εξαιρετικά σοβαρά, σήμερα ακούγονται ως πολυτέλειες.

Για παράδειγμα το κόστος της ενέργειας στη βαριά βιομηχανία –στις λεγόμενες ενεργοβόρες μονάδες- απασχολεί πολλές επιχειρήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, αλλά έχει περάσει σε δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη μοίρα μπροστά στην πλήρη αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της χώρας από το εξωτερικό, που κορυφώθηκε την περίοδο των κλειστών τραπεζών και της επιβολής ελέγχων στη διακίνηση των κεφαλαίων. Όταν, δηλαδή, μια βιομηχανία αδυνατεί να εισάγει πρώτες ύλες θα σκεφτεί το κόστος του φυσικού αερίου; Ή όταν οι προμηθευτές ζητούν να πληρωθούν σε μετρητά και οι πελάτες του εξωτερικού ζητούν εγγυητικές καλής εκτελέσεως θα ασχοληθεί με την τιμή της κιλοβατώρας;

Σήμερα η αποκατάσταση της εφοδιαστικής αλυσίδας που έχει πλήρως διαρραγεί είναι –ή θα έπρεπε να είναι- το πιο επείγον πρόβλημα της οικονομίας. Πιο σοβαρό ακόμη και από τη ρευστότητα και την ανεργία, αφού και τα δύο είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι επιδεινώνονται καθημερινά εξαιτίας των capital controls. Επομένως, χωρίς την αποκατάσταση της πλήρους λειτουργίας και του ρόλου των τραπεζών κανείς δεν μπορεί να είναι αισιόδοξος. Πολύ περισσότερο αυτοί που οδήγησαν τα πράγματα σε τέτοια άκρα, πιθανώς –όσο περίεργο κι αν φαίνεται κάτι τέτοιο- χωρίς να έχουν πλήρη συναίσθηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο οικονομικός κύκλος και ποιος είναι ο ακριβής ρόλος του τραπεζικού συστήματος. Είναι αυτοί που υπέγραψαν το 3ο και σκληρότερο Μνημόνιο και τώρα χαμογελούν στις κάμερες και αυτοπροτείνονται ως οι μοναδικοί (sic) που μπορούν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση.