Skip to main content

Η αναταραχή στην Ερυθρά θάλασσα χτυπά και τα ακτινίδια της Βόρειας Ελλάδας

Ο κίνδυνος για αλλοίωση των ευπαθών προϊόντων λόγω των καθυστερήσεων σταμάτησε τα συμβόλαια - Ποια είναι η επόμενη μέρα, τι λένε στη Voria εξαγωγείς

Το χάος στην Ερυθρά Θάλασσα διακόπτει τις αποστολές προϊόντων και δη των ευπαθών, όπως είναι τα νωπά ακτινίδια, την ώρα που οι εξαγωγείς αναζητούν νέες αγορές ή και διεύρυνση των υπαρχόντων προκειμένου να τα διαθέσουν. Αξίζει να σημειωθεί πως τα ελληνικά προϊόντα που κατευθύνονται προς τις χώρες  που πλήττονται από τις επιθέσεις του Χούθι, είναι κυρίως τρόφιμα, με το νούμερο 1 των εξαγωγών να αφορά τα νωπά ακτινίδια. Η χώρα μας αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό παγκοσμίως, μετά τη Νέα Ζηλανδία, με την πλειονότητα των εν λόγω φρούτων να καλλιεργούνται στη Βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα σε Πιερία, Καβάλα, Ημαθία, Πέλλα, Ξάνθη αλλά και στην Άρτα.

Η διαμορφωθείσα, ιδιαίτερα ρευστή κατάσταση, που είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό καθώς τα συμβόλαια, στις περιπτώσεις των ευπαθών προϊόντων, διακόπτονται ενώ οι ναύλοι εκτοξεύονται, προσθέτοντας κόστη και ανησυχία.

Για την κλιμάκωση της έντασης στα στενά της Ερυθράς Θάλασσας μίλησε στη Voria, ο πρόεδρος του  Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ), Συμεών Διαμαντίδης υπογραμμίζοντας πως τα κόστη για την μεταφορά των προϊόντων έχουν τριπλασιαστεί, ενώ ο χρόνος για να φτάσουν στον προορισμό τους έχει διπλασιαστεί.

«Οι  εξαγωγείς πλήττονται διπλά καθώς αυξάνεται το κόστος των πρώτων υλών και ταυτόχρονα διπλασιάζεται ο χρόνος μεταφοράς των προϊόντων. Έχουμε πρόβλημα στα νωπά προϊόντα που εξάγουμε, όπως το ακτινίδιο, το οποίο δεν μπορεί να φτάσει στις χώρες της Άπω Ανατολής. Ήδη έχουν χαθεί κάποια συμβόλαια πώλησης ακτινιδίου», αναφέρει ο κ. Διαμαντίδης.

Σε μέγγενη τα ελληνικά ακτινίδια

Σε πλοίο που χτυπήθηκε από τους Χούθι στις 15 Δεκεμβρίου, μεταφέρονταν προς την Κορέα, ακτινίδια της εταιρείας του Χρήστου Κολιού, προέδρου της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ακτινίδιου (ΕΔΟΑ) και μέλους του ΣΕΒΕ. Το πλοίο όπως περιγράφει στη Voria, o κ. Κόλλιας χτυπήθηκε από ρουκέτα, πήρε φωτιά με αποτέλεσμα το εμπόρευμα να καθυστερήσει να φτάσει στον προορισμό του.

Τελικά όταν τα ακτινίδια έφθασαν στην Κορέα, το 15% της συνολικής τους ποσότητας είχε καταστραφεί. Το κόστος της ζημιάς για τον Όμιλο Κολιού ΑΒΕΕ, ήταν 25.000 ευρώ. Όπως εξηγεί ο κ. Κολιός, όταν υπάρχουν καθυστερήσεις στην παράδοση γίνεται μια έξτρα διαλογή, η οποία έχει κόστος για τον εξαγωγέα ενώ την ίδια ώρα οι ασφάλειες δεν καλύπτουν τις τρομοκρατικές επιθέσεις και τα χτυπήματα σε εμπόλεμες ζώνες.

Όπως σημειώνει ο κ. Κολιός η εταιρεία του εξάγει σε Κορέα, Ταϊλάνδη, Κίνα, ενώ πολλοί συνάδελφοί του πέρα από τις προαναφερθείσες χώρες στέλνουν προϊόντα σε Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Ινδονησία, Μαλαισία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Φιλιππίνες.

Πολλά από τα συμβόλαια, που ήταν σε εξέλιξη με το ξέσπασμα των επιθέσεων των Χούθι και θα ολοκληρώνονταν, υπό κανονικές συνθήκες, στα τέλη Μαρτίου του τρέχοντος έτους -  η συγκομιδή του ακτινίδιου γίνεται στα μέσα Οκτωβρίου - σταμάτησαν να εκπληρώνονται καθώς τόσο οι εξαγωγείς, όσο και οι πελάτες όταν πρόκειται για νωπά προϊόντα, ανησυχούν για την τελική ποιότητα αλλά και τις όποιες επιβαρύνσεις προκύψουν.

Μέχρι πρότινος ο χρόνος που απαιτούνταν προκειμένου να φτάσουν στον προορισμό τους τα προϊόντα ήταν 28 έως 30 ημέρες, πλέον μπορεί να ξεπεράσει τις 50 ημέρες, με συνέπεια την επιβάρυνση του φρέσκου προϊόντος.

Σημειώνεται πως οι εξαγωγές ακτινίδιου προς τις χώρες για τις οποίες είναι απαραίτητη η διέλευση από την Ερυθρά Θάλασσα την περίοδο 2022 - 2023 είχαν αγγίξει τις 40.000 τόνους ενώ την περίοδο 2023- 2024 εκτιμώνται σε περίπου 15.000 τόνους. «Στρεφόμαστε σε άλλες χώρες όπου έχουμε παρουσία αλλά επιθυμούμε να την ενισχύσουμε περαιτέρω π.χ. Λατινική Αμερική, Αμερική αλλά και Ευρώπη» σημειώνει ο  κ. Κολιός υπογραμμίζοντας πως εκείνο που εξισορροπεί την κατάσταση είναι το γεγονός πως η παραγωγή του 2023, λόγω κλιματικής αλλαγής, ήταν μειωμένη κατά 35% έναντι του 2022 όποτε οι παραχθείσες ποσότητες ήταν περί τους 350.000 τόνους.

Στόχος πάντως είναι αν οι κλιματολογικές συνθήκες αποδειχτούν ευνοϊκές την επόμενη διετία η παραγωγή να φτάσει τους 500.000 έως 550.000 τόνους.