Skip to main content

Η παλιά ατζέντα της Θεσσαλονίκης και η ευκαιρία να αναδυθεί η πόλη στην επιφάνεια  

Τι μάθαμε από την τελευταία Γενική συνέλευση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος 

Το ανοιχτό μέρος της γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, ήταν υποτονικό. Ίσως γι’ αυτό να ευθύνεται το γεγονός ότι είχε προηγηθεί από νωρίς το μεσημέρι το κλειστό μέρος της συνέλευσης και υπήρχε -κατά κάποιο τρόπο- κόπωση. Η αίθουσα που φιλοξένησε την συνέλευση ήταν μισοάδεια, ενώ ούτε η παρουσία του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών δεν αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο για πολλούς επιχειρηματίες – μέλη του Συνδέσμου να παραστούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και την ώρα που η σημερινή πρόεδρος Λουκία Σαράντη και οι πρώην πρόεδροι Γιώργος Μυλωνάς και Θάνος Σαββάκης απηύθυναν ερωτήσεις στον κ. Κωστή Χατζηδάκη στελέχη της διοίκησης παρέμεναν έξω από την αίθουσα. 

Η Γενική Συνέλευση του ΣΒΕ δεν (πρέπει να) καταγράφεται ως  μια οποιαδήποτε εκδήλωση για τη Θεσσαλονίκη. Λόγω της δυναμικής και της ιστορίας του Συνδέσμου, αλλά και των ονομάτων των μελών του, το ενδιαφέρον για τις ανοιχτές του εκδηλώσεις είναι συνήθως μεγάλο και γι’ αυτό δίνουν το «παρών» και πραγματοποιούν ομιλίες υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την αντιπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα κάνουν αισθητή την παρουσία τους τοπικοί πολιτικοί και αυτοδιοικητικοί παράγοντες.

Τα τελευταία χρόνια αυτές οι παραδοχές κλονίζονται, με αποκορύφωνα τη χαλαρότητα της συνέλευσης της περασμένης Παρασκευής, κατά την οποία -για παράδειγμα- δεν υπήρξε εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης ούτε για… δείγμα, ενώ από τους αυτοδιοικητικούς, οι οποίοι βέβαια αυτές τις ημέρες καίγονται για τα προεκλογικά τους, μόνο ο περιφερειάρχης Απόστολος Τζιτζικώστας πέρασε για λίγο κι έκανε μερικές χειραψίες. Η συγκεκριμένη εικόνα αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της γενικότερης υποχώρησης της επιρροής της Θεσσαλονίκης προς τα κέντρα εξουσίας της χώρας.

Ακόμη και στις παρατηρήσεις της προέδρου του ΣΒΕ Λουκίας Σαράντη, η οποία στη διάρκεια της ομιλίας της τόνισε τα προβλήματα που δημιουργούνται στην ελληνική οικονομία και κοινωνία αφενός από τη διεύρυνση των περιφερειακών ανισοτήτων, επισημαίνοντας τη συγκέντρωση της βιομηχανίας κοντά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και την ανάγκη να παραμείνουν στον τόπο τους οι κάτοικοι των παραμεθόριων περιοχών, και αφετέρου από την αναπτυξιακή μονομέρεια, ζητώντας την επαναφορά της βιομηχανίας στο προσκήνιο της αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας, ο κ. Χατζηδάκης αντέστρεψε τα δεδομένα και παραφράζοντας μια ατάκα του Αμερικανού προέδρου Τζον Κένεντι από τη δεκαετία του 1960 απευθυνόμενος στην αίθουσα είπε: «Μη ρωτάτε τι μπορεί να κάνει η χώρα σας για σας, αλλά τι μπορείτε να κάνετε εσείς για τη χώρα σας». Σε απλά ελληνικά: πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας, μην τα περιμένετε όλα από το κράτος. 

Τα μηνύματα

Τα μηνύματα που εξέπεμψε η γενική συνέλευση του ΣΒΕ εάν προστεθούν στις εξελίξεις σε πολλά ακόμη μέτωπα δείχνουν την καθοδική πορεία της Θεσσαλονίκης από ένα κοσμοπολίτικο κέντρο σε μία άχρωμη πόλη χωρίς φυσική ηγεσία. Μια πραγματική φτωχομάνα που, πλέον, στερείται πολιτικής, επιχειρηματικής, πνευματικής και ακαδημαϊκής ελίτ. Με την κοινωνία της εγκλωβισμένη στον αγώνα της επιβίωσης, όπως συμβαίνει στις παρηκμασμένες πρώην βιομηχανικές πόλεις του ευρωπαϊκού Βορρά και των ΗΠΑ, κάτι που για τη νέα γενιά σε σημαντικό βαθμό σημαίνει ότι η πιο ελκυστική προοπτική για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους -και την ίδια την επιβίωσή τους- είναι η μετανάστευση στην Αθήνα ή άλλες περιοχές της Ευρώπης και του κόσμου. Διότι μια πόλη «για ανθρώπους με έτοιμα και όχι για ανθρώπους με αίτημα» όπως σαφέστατα είναι η Θεσσαλονίκη έχει προδιαγεγραμμένο μέλλον. 

Σε κάθε περιοχή την ιστορία γράφουν κάποια πρόσωπα, ορισμένες παρέες, συγκεκριμένα οριακά γεγονότα και πιθανόν συγκυρίες που σχετίζονται με ιστορικές καταστάσεις. Για τη Θεσσαλονίκη το… τελευταίο τρένο φαίνεται πως χάθηκε στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, όταν η προοπτική της βαλκανικής εξόρμησης, σε συνδυασμό με πολιτικούς και επιχειρηματίες της πόλης, οι οποίοι είχαν βαρύνοντα λόγο στην πρωτεύουσα, θα μπορούσαν να την επαναπροσανατολίσουν προς κοσμοπολίτικες κατευθύνσεις και να την καταστήσουν ηγέτιδα δύναμη στην ευρύτερη περιοχή. Από εκεί και πέρα -ειδικά από την περίοδο της παράλογης ανάπτυξης του Χρηματιστηρίου Αθηνών και τα χρόνια πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας- η μονόπλευρη αξιακή κατεύθυνση της χώρας στο πεδίο του οικονομικού πλούτου, κατέστησε κάθε άλλη πρωτοβουλία είτε ανενεργή, είτε καταδικασμένη σε αποτυχία. Η Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία γενικότερα άρχισαν να απομακρύνονται σταθερά από τις επιδόσεις των Αθηνών και της Αττικής, ενώ και οι λίγες  προσπάθειες που έγιναν για διοικητική αποκέντρωση είτε βούλιαξαν στα ρηχά είτε προσέκρουσαν σε υφάλους της γραφειοκρατίας ενός σαφώς αθηνοκεντρικού κράτους. Είναι ακριβώς η περίοδος που διαμέσου διαδοχικών κρίσεων, από τη χρεοκοπία της χώρας μέχρι την πανδημία, φτάνει μέχρι το σήμερα και από την οποία απουσιάζουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τοπικές πρωτοβουλίες χειραφέτησης. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη και η προοπτική της Θεσσαλονίκης βασίζεται κατά μεγάλο βαθμό σε κυβερνητικές παρεμβάσεις και χρήματα που προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα κοινοτικά κονδύλια. Τα ιδιωτικά κεφάλαια -στον βαθμό που υπάρχουν- περιορίζονται στο πεδίο των κλειστών ιδιωτικών επενδύσεων, που κι αυτές στις μέρες μας είναι περιορισμένες και σχεδόν πάντα συμπληρώνονται από επιδοτήσεις. 

Σημαντική εξέλιξη των τελευταίων χρόνων για τη Θεσσαλονίκη, που όμως παραμένει κάτω από τα ραντάρ επειδή δεν υπάρχουν οι απαιτούμενοι ξενιστές, είναι οι άμεσες ξένες επενδύσεις, που αυξάνονται και δημιουργούν ελπίδες οικονομικής χειραφέτησης. Εάν η παρουσία σημαντικών διεθνών επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη συνεχιστεί επί μακρόν ενδέχεται να δημιουργηθεί στην πόλη ένα παραγωγικό και οικονομικό υπόστρωμα, που θα συμβάλλει στην εκ νέου αναζωογόνηση της δυναμικής της κοινωνίας. Κυρίως, όμως, είναι πιθανό να λειτουργήσει αφενός ως κίνητρο για τοπικές δυνάμεις, που σήμερα βρίσκονται σε καθεστώς ύπνωσης λόγω του ότι αδιαφορούν για το σκηνικό εκπροσώπησης και δημόσιου διαλόγου όπως έχει διαμορφωθεί και αφετέρου ως φυτώριο για την ανάδειξη στο προσκήνιο νέων, άφθαρτων προσώπων που θα αντιληφθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής και θα θελήσουν συμβάλλουν δημιουργικά στην αξιοποίηση τους προς όφελος της κοινωνίας. 

Η μεγάλη ευκαιρία

Όσο η Θεσσαλονίκη παραμένει στη σημερινή εσωστρέφεια είναι καταδικασμένη να ασχολείται με ζητήματα που… σέρνονται, όπως είναι η ανάπλαση του εκθεσιακού κέντρου της ΔΕΘ – Helexpo και η τύχη της ίδιας της εταιρείας και της δραστηριότητάς της ή η επέκταση της 6ης προβλήτας του λιμανιού και η διασύνδεση του με τους βασικούς οδικούς και σιδηροδρομικούς άξονες της χώρας. Δηλαδή σε συζητήσεις 25ετίας, που μάλλον βοηθούν στην πορεία φυσικής και πολιτικής συνταξιοδότησης κάποιων παραγόντων, παρά σε οτιδήποτε άλλο. Αντίθετα για να ανοίξει το παιχνίδι απαιτείται μια νέα, σύγχρονη ατζέντα, που θα περιλαμβάνει καινούρια κεφάλαια για τη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα.

Όπως είναι -για παράδειγμα- η αξιοποίηση των ακαδημαϊκών δυνατοτήτων της περιοχής, στην οποία λειτουργούν ήδη τρία δημόσια πανεπιστήμια και οι προοπτικές είναι να λειτουργήσουν υπό προϋποθέσεις άλλα τόσα ή και περισσότερα, οι τεχνολογικές και ερευνητικές προοπτικές που είναι μεγάλες και η ανάπλαση του θαλασσίου μετώπου της πόλης -όχι μόνο στην οικονομική του εκδοχή που σαφώς υπάρχει, ούτε μόνο ως αναβάθμιση των παραθαλάσσιων περιοχών, αλλά ως ευρύτερη οπτική μια πόλης που θα στρέψει το πρόσωπο και το βλέμμα της προς τον ορίζοντα, καθώς σήμερα η Θεσσαλονίκη έχει γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα. Ελπίδες υπάρχουν. Πολύ περισσότερο που -ως γνωστόν- μια καλή ευκαιρία για να αναδυθεί κάποιος στην επιφάνεια είναι όταν έχει φτάσει στον πάτο.