Skip to main content

Μπουτάρης: ΟΛΘ και 424 εγκρίθηκαν ως εν δυνάμει χώροι για πρόσφυγες

Είναι υποχρέωση των δημάρχων να ενημερώσουν τον κόσμο ότι οι πρόσφυγες δεν τρώνε ανθρώπους, ούτε είναι κατσικοκλέφτες, τόνισε ο δήμαρχος

Εξ όσων γνωρίζω, οι χώροι στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και της περιοχής του πρώην στρατιωτικού νοσοκομείου 424 που πρότεινα εγκρίθηκαν ως εν δυνάμει χώροι για τη δημιουργία Κέντρου Μετεγκατάστασης Προσφύγων και Μεταναστών, αποκάλυψε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, σε δηλώσεις του στο πλαίσιο συνάντησης εργασίας που διοργάνωσε ο Συνήγορος του Πολίτη για την προσφυγική/μεταναστευτική κρίση, στο δημαρχείο της πόλης.

Σχολιάζοντας τη δημιουργία Κέντρου στο πρώην στρατόπεδο Αναγνωστοπούλου στα Διαβατά, ο κ. Μπουτάρης επισήμανε πως «αυτά τα στρατόπεδα προετοιμάζονται να δεχθούν πρόσφυγες σε περίπτωση που κλείσουν τα σύνορα».

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αντιδράσεις προέρχονται από ελάχιστους ανθρώπους. «Είναι υποχρέωση των δημάρχων», είπε, «να ενημερώσουν τον κόσμο ότι οι πρόσφυγες δεν τρώνε ανθρώπους, ούτε είναι κατσικοκλέφτες. 

Για τις αντιδράσεις στις προτάσεις που κατέθεσε ο ίδιος (ΟΛΘ, πρώην 424, ΥΦΑΝΕΤ), ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης ανέφερε πως το σκεπτικό του είναι ότι εάν κλείσουν τα σύνορα, αντί οι πρόσφυγες να πλημμυρίσουν τις πόλεις και να κατασκηνώνουν στα πάρκα και τις πλατείες, «είναι καλύτερα να τους έχουμε έτοιμους χώρους ελεγχόμενους».

Μάλιστα, κατά την ομιλία του στη διάρκεια της εκδήλωσης, ο δήμαρχος άφησε αιχμές κατά της ΠΕΔ και της Περιφέρειας, λέγοντας: «Γι’ αυτό αντί να "πετάξουμε το μπαλάκι" στη κεντρική διοίκηση, όπως έκανε η ΠΕΔ και η Περιφέρεια, στο Δήμο Θεσσαλονίκης ξεκινήσαμε πολύ νωρίς την προσπάθεια να φτιάξουμε ένα τοπικό σχέδιο έκτακτης δράσης». 

«Ένα σχέδιο από κοινού με τους δήμους και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών του πολεοδομικού συγκροτήματος», συνέχισε και πρόσθεσε: «Προτιμήσαμε να είμαστε ρεαλιστές και να μην επαναπαυθούμε στις χρηματοδοτικές υποσχέσεις της κυβέρνησης. Αναζητήσαμε και λάβαμε πόρους για κομμάτια του σχεδίου μας από το Open Society Foundation και τα προγράμματα δικτύωσης πόλεων UrbAct. Εσχάτως το πράττουμε και με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Έτσι, δεν χρηματοδοτούμε μόνο τον αρχικό μας σχεδιασμό, υποδεχόμενοι με αξιοπρέπεια τους πρόσφυγες που μας αναλογούν. Διασφαλίζουμε επιπλέον αναπτυξιακά ωφελήματα για την πόλη και κλάδους της. Τον ξενοδοχειακό, τις μισθώσεις, τον επισιτισμό, ακόμη και τις νομικές υπηρεσίες, δίνοντας προσωρινή έστω απασχόληση σε νέους κυρίως εξειδικευμένους επαγγελματίες».

Πρότεινε, δε, εποχικές ανάγκες της Μακεδονίας σε αγροτικό δυναμικό να καλύπτονται από τους πρόσφυγες που «αναγκαστικά» θα διαμένουν εδώ. «Έτσι, αντί να τους εξωθείς στην περιθωριοποίηση και κατά συνέπεια στην ανομία, τους δίνεις μια αξιοπρεπή διέξοδο αλλά και μια ευκαιρία να ανταποδώσουν τη φιλοξενία, εισφέροντας θετικά στην τοπική οικονομική ζωή», εξήγησε.

«Με το πρόγραμμα της Ύπατης Αρμοστείας και την διασπορά των θέσεων φιλοξενίας στην ευρύτερη περιοχή, ανοίγουν προοπτικές ενσωμάτωσης όσων παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη», τόνισε ο κ. Μπουτάρης.

Ζήτησε, παράλληλα, να μην ακούγονται « τα γνωστά φοβικά για αλλοίωση, τάχα, της εθνικής υπόστασης ή για δήθεν εγκληματικότητα των ξένων». «Τα ίδια ακούγονταν και τη δεκαετία του ’90 για τους Αλβανούς και τους μετανάστες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Οι περισσότεροι από αυτούς σήμερα είναι ισότιμοι συμπολίτες μας που συνεισφέρουν στην εθνική οικονομία. Τα παιδιά τους έχουν σπουδάσει και αποφοιτήσει από τα ελληνικά σχολεία και προκόβουν μαζί με υπόλοιπα ελληνόπουλα», επισήμανε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης.

«Πρέπει να δούμε το κύμα αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων σαν μια ευκαιρία για την πόλη», πρόσθεσε, επισημαίνοντας ότι η συγκυρία αποτελεί ευκαιρία για τους αρετούς, προκειμένου να αποδείξουν ότι δεν παρασύρονται από φοβικές εξάρσεις. 

Αναλυτικά η δήλωση του κ. Μπουτάρη:

«Η προσφυγική κρίση είναι γεγονός ιστορικής σημασίας για την Ελλάδα και για ολόκληρη την Ευρώπη. Και, για να την αντιμετωπίσουμε, απαιτεί από εμάς, ως άτομα και κοινωνίες, να αναθεωρήσουμε στάσεις και αντιλήψεις. Πάνω απ' όλα, όμως, απαιτεί να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.

Το να εισρέουν ξένοι άνθρωποι και μάλιστα τόσο μαζικά μέσα στην επικράτεια μιας χώρας είναι, φυσικά, ζήτημα που αφορά κατ' εξοχήν την αρμοδιότητα της κεντρικής διοίκησης του κράτους. Είναι, όπως λένε, θέμα κρατικής κυριαρχίας. Κάποιοι, όμως, πιάνονται από αυτή την αλήθεια για να αποφύγουν τις ευθύνες που μας αναλογούν ως τοπικές κοινωνίες. Ας ασχοληθεί το κεντρικό κράτος, λοιπόν, κι ας τους κάνει ό,τι θέλει, ας τους πάει όπου θέλει ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΟΥ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε επιτέλους να διαχειριστεί καλύτερα το κύμα των κατατρεγμένων ανθρώπων που εισέρχονται στην επικράτειά της μέσα από τη χώρα μας. Τους μοιράζει με μια δίκαιη αναλογία σε όλα τα κράτη μέλη. Ορισμένοι εταίροι, η περιβόητη τετράδα του Βίσενγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία) αρνείται να δεχτεί τέτοια λύση, στη λογική ακριβώς του «όχι στη δική μου αυλή». Δείγμα της ανωριμότητάς τους ως προς τα ευρωπαϊκά ιδεώδη της αλληλεγγύης. Η χώρα μας, ωστόσο, συμφώνησε – και καλά έκανε. Το μέτρο της λεγόμενης μετεγκατάστασης, φυσικά, δεν αποτελεί λύση στο προσφυγικό πρόβλημα, αφού δεν καταπολεμά τις αιτίες του. Είναι μια προσωρινή λύση που προσπαθεί να συνδυάσει τον ανθρωπισμό με την αλληλεγγύη μεταξύ εταίρων. Θεμελιώδεις δηλαδή αρχές της Ευρώπης στην οποία θα θέλαμε να ζούμε.

Στο πλαίσιο αυτό η χώρα μας ανέλαβε την υποχρέωση να φιλοξενήσει μερικές δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Οι περισσότεροι για να μην πω όλοι από αυτούς θα μείνουν προσωρινά. Άλλοι γιατί θα φύγουν με το πρόγραμμα μετεγκατάστασης και άλλοι θα φύγουν γιατί άλλος είναι ο προορισμός τους. Κάποιοι, όμως, κατ' ανάγκην θα παραμείνουν στην Ελλάδα, ίσως και για πάντα. Μπορεί, όμως, στα σοβαρά να υποστηρίξει κανείς ότι όλο αυτό είναι ζήτημα που αφορά μόνο την κυβέρνηση και όχι τις τοπικές κοινωνίες; Μπορεί να κλείνει κανείς τα μάτια στη πραγματικότητα και να πετάει απλώς το μπαλάκι στο κεντρικό κράτος; Να απειλεί ή να καθυστερεί με κινητοποιήσεις του τοπικού πληθυσμού αν του φέρουν το πρόβλημα στη πόρτα του;

Όπως σε ολόκληρη τη χώρα, έτσι και σε μας, ως τοπική κοινωνία, αναλογεί ένα μερίδιο από αυτό το βάρος. Ορισμένες χιλιάδες προσφύγων θα διαμείνουν προσωρινά στην ευρύτερη περιοχή μας. Άλλοι, στις εγκαταστάσεις που ετοιμάζονται στο πρώην στρατόπεδο «Αναγνωστοπούλου» περιμένοντας να εξεταστεί το αίτημά τους για άσυλο. Και άλλοι, σε ξενοδοχεία και διαμερίσματα ή σε ανάδοχες οικογένειες, που θα χρηματοδοτήσει η Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Αυτοί θα περιμένουν να φύγουν με το πρόγραμμα μετεγκατάστασης σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

Όπως ήταν αναμενόμενο κάποιοι ξεσηκώθηκαν για να «ξορκίσουν το κακό». Άλλοι φωνάζουν ότι η περιοχή τους είναι υποβαθμισμένη και δεν σηκώνει άλλη επιβάρυνση. Άλλοι, ευθέως, ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν να μολυνθεί ο πληθυσμός της πόλης από την εγκληματική τάχα ανάμιξή του με τους πρόσφυγες. Δυστυχώς βρέθηκε ακόμη και πανεπιστήμιο να πει ότι αν εγκατασταθούν πρόσφυγες στο γειτονικό τους πρώην στρατιωτικό νοσοκομείο 424,  που πρώτος πρότεινα ως κατάλληλο, θα εμποδίζεται λέει η πρόσβαση των φοιτητών στις σχολές τους! Στις ξενόφοβες αυτές αντιδράσεις, βέβαια, παγιδεύονται πολλοί συμπολίτες μας που ανησυχούν ειλικρινά – και τους καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να παραβλέψω, όμως, ότι ανάμεσα στις γραμμές των αγανακτισμένων και ανησυχούντων κρύβονται μισαλλόδοξοι κύκλοι και ρατσιστικές οργανώσεις.

Αν όμως είναι ανθρώπινο να παρασύρονται απλοί πολίτες, το να παρασύρονται οι τοπικοί τους αιρετοί άρχοντες είναι απολύτως αδικαιολόγητο. Είναι άραγε τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι αν δεν νοιαστούμε με τάξη και οργάνωση τους πρόσφυγες, θα τους βλέπουμε να πλημμυρίζουν δημόσιους χώρους;

Είναι ευθύνη της τοπικής κοινωνίας να υποδεχτεί συντεταγμένα και προετοιμασμένα αυτούς τους ανθρώπους, για λόγους αξιοπρέπειας τόσο των προσφύγων όσο και ημών των ιδίων.

Οφείλουμε στους εαυτούς μας και τα παιδιά μας να διασφαλίσουμε την εύρυθμη λειτουργία της πόλης, χωρίς να ντρεπόμαστε αύριο. Είναι ευθύνη των Δημάρχων να ενημερώσουν και να καθοδηγήσουν τις τοπικές κοινωνίες για τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίσουμε το έκτακτο αυτό γεγονός.

Γι’ αυτό αντί να «πετάξουμε το μπαλάκι» στη κεντρική διοίκηση, όπως έκανε η ΠΕΔ και η Περιφέρεια, στο Δήμο Θεσσαλονίκης ξεκινήσαμε πολύ νωρίς την προσπάθεια να φτιάξουμε ένα τοπικό σχέδιο έκτακτης δράσης. Ένα σχέδιο από κοινού με τους δήμους και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών του πολεοδομικού συγκροτήματος. Προτιμήσαμε να είμαστε ρεαλιστές και να μην επαναπαυθούμε στις χρηματοδοτικές υποσχέσεις της κυβέρνησης. Αναζητήσαμε και λάβαμε πόρους για κομμάτια του σχεδίου μας από το Open Society Foundation και τα προγράμματα δικτύωσης πόλεων UrbAct. Εσχάτως το πράττουμε και με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Έτσι, δεν χρηματοδοτούμε μόνο τον αρχικό μας σχεδιασμό, υποδεχόμενοι με αξιοπρέπεια τους πρόσφυγες που μας αναλογούν. Διασφαλίζουμε επιπλέον αναπτυξιακά ωφελήματα για την πόλη και κλάδους της. Τον ξενοδοχειακό, τις μισθώσεις, τον επισιτισμό, ακόμη και τις νομικές υπηρεσίες, δίνοντας προσωρινή έστω απασχόληση σε νέους κυρίως εξειδικευμένους επαγγελματίες.

Τα οφέλη, όμως, μπορούν να είναι και πιο μακροπρόθεσμα για την περιοχή. Θυμίζω ότι ακόμη και σήμερα, η χώρα μας και ειδικότερα η Μακεδονία εισάγει εποχικό αγροτικό δυναμικό από γειτονικά κράτη. Προτείνω οι εποχικές αυτές ανάγκες στις αγροτικές καλλιέργειες να καλύπτονται από τους πρόσφυγες που αναγκαστικά θα διαμένουν εδώ. Έτσι, αντί να τους εξωθείς στην περιθωριοποίηση και κατά συνέπεια στην ανομία, τους δίνεις μια αξιοπρεπή διέξοδο αλλά και μια ευκαιρία να ανταποδώσουν τη φιλοξενία, εισφέροντας θετικά στην τοπική οικονομική ζωή. Με το πρόγραμμα της Ύπατης Αρμοστείας και την διασπορά των θέσεων φιλοξενίας στην ευρύτερη περιοχή, ανοίγουν προοπτικές ενσωμάτωσης όσων παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη.

Και μην αρχίσω να ακούω πάλι τα γνωστά φοβικά για αλλοίωση, τάχα, της εθνικής υπόστασης ή για δήθεν εγκληματικότητα των ξένων. Τα ίδια ακούγονταν και τη δεκαετία του ’90 για τους Αλβανούς και τους μετανάστες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Οι περισσότεροι από αυτούς σήμερα είναι ισότιμοι συμπολίτες μας που συνεισφέρουν στην εθνική οικονομία. Τα παιδιά τους έχουν σπουδάσει και αποφοιτήσει από τα ελληνικά σχολεία και προκόβουν μαζί με υπόλοιπα ελληνόπουλα.

Αντί να στεκόμαστε εχθρικά, θα ήταν πολύ πιο δημιουργικό να δούμε το κύμα αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων σαν μια ευκαιρία για την πόλη. Μια ευκαιρία να διατρανώσουμε ότι οι αξίες μας και η πίστη μας στον άνθρωπο δεν είναι κούφια λόγια. Να επιβεβαιώσουμε ότι αυτή η πόλη της προσφυγιάς ξέρει να μετατρέπει τις προκλήσεις σε ιστορικές ευκαιρίες. Είναι, όμως, και μια ευκαιρία για μας τους αιρετούς να αποδείξουμε ότι ρόλος μας δεν είναι να παρασυρόμαστε από φοβικές εξάρσεις, αλλά να καθοδηγούμε τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου μας.  Ας είναι, λοιπόν, διδακτική η πρόσφατη αντιπαράθεση ορισμένων δήμων της περιοχής με τη κυβέρνηση. Ας γίνει το έναυσμα για ειλικρινέστερη και αποτελεσματικότερη συνεργασία με το Δήμο μας».