Skip to main content

Να μην γίνει βαρίδι το βαμβάκι στη Θεσσαλία

Άρθρο του Νίκου Χαραλαμπίδη, γενικού διευθυντή στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace σχετικά με την καλλιέργεια βαμβακιού στον θεσσαλικό κάμπο

* Του Νίκου Χαραλαμπίδη

Πέρασαν έξι μήνες και μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας είναι ακόμα είτε βούρκος είτε λίμνη. Ο υδροφόρος ορίζοντας έχει ξεχειλίσει και η γη δεν προλαβαίνει να ρουφήξει άλλο νερό.

Αναζητάμε διέξοδο για το νερό ώστε να στραγγίξει η Κάρλα (ξέρετε, αυτή που ήταν λίμνη, την αποξηράναμε και ξανάγινε λίμνη μέσα σε μια μέρα, γιατί το νερό… θυμάται). Και ταυτόχρονα θεωρούμε δεδομένο ότι, για να συνεχιστεί απρόσκοπτα η παρούσα γεωργική δραστηριότητα στην περιοχή (ναι, αναφερόμαστε κυρίως στην καλλιέργεια βαμβακιού), θα χρειαστούμε επιπλέον νερό, μιας και το νερό του κάμπου δεν αρκεί. Η μόνη διαφωνία έγκειται στην ακριβή ποσότητα νερού (σύμφωνα με δύο προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι, η απαιτούμενη επιπλέον ποσότητα νερού κυμαίνεται ανάμεσα σε 1.250.000 και 300.000 κυβικά ετησίως) που χρειάζεται να μεταφερθεί στον κάμπο για να συνεχιστεί η καλλιέργεια βαμβακιού. Ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι όλο αυτό ακούγεται παράλογο. Εντελώς.

Όλες οι προβλέψεις, όλα τα μαθηματικά μοντέλα, δείχνουν ότι ακολουθώντας την πεπατημένη, σε 10-15 χρόνια ο θεσσαλικός κάμπος θα έχει ερημοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Η κακή διαχείριση των διαθέσιμων υδατικών πόρων αναμένεται απλώς να επιδεινώσει την κατάσταση και να επιταχύνει τα χειρότερα. Αν νομίζετε ότι το πρόβλημα έγκειται απλώς στη μέθοδο άρδευσης (κατά κανόνα το περίφημο κανονάκι, το οποίο παρουσιάζει το καλοκαίρι ποσοστά εξάτμισης της τάξης του 80%, ήτοι μόνο το 20% του νερού καταλήγει να ποτίζει) θα σας πω ότι με την απαραίτητη στροφή στη στάγδην άρδευση (basic, Mr Watson), ο κάμπος παραμένει ελλειμματικός σε νερό και θα χρειαστεί τουλάχιστον 200-300.000 κυβικά νερού ετησίως. Από πού; Μα από πού αλλού; Από τον ταλαιπωρημένο Αχελώο (ναι, από την άλλη μεριά της χώρας). Ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι όλο αυτό ακούγεται παράλογο.

Η επιστημονική ομάδα που καταγράφει τα στοιχεία και πραγματοποιεί σχετικές προβλέψεις για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη χώρα, για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, προβλέπει σημαντική μείωση της παραγωγικότητας των καλλιεργειών βαμβακιού (και καλαμποκιού) μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Προβλέπει επίσης αύξηση της παραγωγικότητας της παραγωγής σκληρού σιταριού (ναι, αυτό δεν επιδοτείται όσο το βαμβάκι). Κι εμείς επιμένουμε ότι όποιος τολμήσει να επιδιώξει τη μείωση της βαμβακοκαλλιέργειας ή την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών στην περιοχή, θα συναντήσει απέναντι σύσσωμη την τοπική κοινωνία. «Casus belli». «Πόλεμος». «Ούτε που να το διανοηθείτε». Ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι όλο αυτό ακούγεται παράλογο.

Ακούστηκε επίσης ότι το βαμβάκι είναι μέρος του αγροτικού DNA του θεσσαλικού κάμπου. Η αλήθεια είναι ότι η καλλιέργεια βαμβακιού στην περιοχή κέρδισε έδαφος μετά το 1981 λόγω ένταξης στην (τότε ΕΟΚ) ΕΕ και των στρεμματικών επιδοτήσεων. Λίγα χρόνια αργότερα, αλλαγές στο καθεστώς επιδοτήσεων ουσιαστικά εξαίρεσαν από αυτές τους μικρούς παραγωγούς (καλλιέργειες κάτω των 25 στρεμμάτων) οδηγώντας σε περαιτέρω συγκέντρωση μεγάλου αγροτικού κλήρου σε λιγότερα χέρια. Η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής τον Ιούλιο του 1992 σε συνδυασμό με την επίτευξη της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, 12/1993) κατέστησαν το βαμβάκι το πιο προσοδοφόρο από τα φυτά μεγάλης καλλιέργειας. Ας συμφωνήσουμε λοιπόν ότι η εκτεταμένη βαμβακοκαλλιέργεια στον κάμπο δεν είναι μια φυσική επιλογή αλλά το αποτέλεσμα οικονομικών επιλογών. Και ναι, αναμφίβολα φέρνει σημαντικά έσοδα στην περιοχή.

Όταν ο τιμονιέρης της λοκομοτίβας της ανάπτυξης (ελάτε τώρα, ένας ήταν ο τιμονιέρης, οι άλλοι ήταν απλοί διαχειριστές) εξασφάλιζε σταθερή ροή δις από τα ευρωπαϊκά ταμεία για τη βαμβακοκαλλιέργεια, όταν οραματιζόταν την εκτροπή του Αχελώου (από τη Δυτική στην Ανατολική ηπειρωτική χώρα) για να ποτίσει τις διψασμένες βαμβακοκαλλιέργειες (ναι, αυτές που ποτίζουμε κατακαλόκαιρο με το κανονάκι με σχεδόν ολική εξάτμιση του νερού) δεν είχε κατά νου την κλιματική αλλαγή, που μετά από δεκαετίες αδράνειας έγινε κλιματική κρίση. Ο τιμονιέρης αγνοούσε την επερχόμενη ερημοποίηση και δεν τολμούσε καν να φανταστεί ότι ο κάμπος θα ξαναγινόταν… λίμνη.

Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να ξαναζεσταίνουμε το πλούσιο προχθεσινό γεύμα στο σημερινό, εντελώς διαφορετικό τραπέζι. Ναι, τα δισεκατομμύρια των επιδοτήσεων φέρνουν πλούτο στην περιοχή. Αναμφισβήτητα. Σκοπός δεν είναι η φτωχοποίηση της περιοχής και των παραγωγών αλλά η βιώσιμη ανάπτυξη. Και αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί στην εκτροπή της λογικής, στη μεταφορά «απαραίτητων» ποσοτήτων νερού από τη Δυτική Ελλάδα μέχρι να δύσει ο ήλιος. Δεν γνωρίζω ποιο είναι το πλέον κατάλληλο μίγμα καλλιεργειών που θα φέρει την πολυπόθητη οικονομική ευρωστία στην περιοχή, με τα σημερινά κλιματικά δεδομένα. Δεν γνωρίζω πόσο μεγάλο ή μικρό μέρος της λύσης μπορεί να αποτελεί η καλλιέργεια βαμβακιού. Προφανώς αυτή θα είναι με στάγδην άρδευση, θα είναι βιολογική ή ολοκληρωμένης καλλιέργειας, θα μεγιστοποιεί την προστιθέμενη αξία για την τοπική οικονομία και κοινωνία μέσα από την μεταποίηση (προαπαιτούμενο η ποιότητα της ίνας). Προφανώς, η μεγάλη ή μικρότερη εκτροπή του Αχελώου δεν αποτελεί μέρος της λύσης. Αποτελεί μόνο εμμονική προσήλωση στο παρελθόν και ατολμία για να προχωρήσουμε σε απαραίτητες αλλαγές, στην απαραίτητη μετάβαση. Μέσα από διάλογο και όχι μέσα από πολεμικές ιαχές.

Αν όποιος τολμά να αγγίξει το θέμα «βαμβάκι» είναι εχθρός του λαού, τότε όποιος κρύβει τα παραπάνω δεδομένα από την τοπική κοινωνία και υπόσχεται αέναη Νιρβάνα είναι εγκληματίας. Κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι μια τέτοια μετάβαση είναι ανώδυνη ή εύκολη. Έχουμε πολλά να μάθουμε από τη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών στη μεταλιγνιτική εποχή. Τα βασικά μαθήματα είναι ότι η άρνηση («κάτω τα χέρια από τον λιγνίτη») απλώς καθυστερεί και κάνει πιο επώδυνες τις απαραίτητες αλλαγές. Η μετάβαση απαιτεί ανοιχτή και ειλικρινή διαβούλευση, σχέδιο, τους απαραίτητους πόρους, όραμα και τόλμη.

Υ.Γ. Κατάφερα σε ένα κείμενο για το βαμβάκι να μην αναφερθώ στις τεράστιες ποσότητες χημικών λιπασμάτων και τοξικών φυτοφαρμάκων που απαιτούνται για την καλλιέργεια, στα επανειλημμένα σκάνδαλα με τις εικονικές εξαγωγές, τα εκκοκκιστήρια και τα νηματουργεία που δεν λειτούργησαν ποτέ αν και επιδοτήθηκαν γενναία, για την εισαγωγή βαμβακερού υφάσματος από την Τουρκία, για την απουσία ελέγχου στις δεκάδες ποικιλίες βαμβακόσπορου που κατακλύζουν την αγορά με αποτέλεσμα η παραγόμενη ίνα να είναι κακής ποιότητας, για την απειλή μεταλλαγμένου βαμβακιού… Ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι όλο αυτό ακούγεται παράλογο και πρέπει να αλλάξει.

* Ο Νίκος Χαραλαμπίδης είναι γενικός διευθυντής στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace