Skip to main content

Ο γλίντζος κι ο γκουζούμς

Παραμονές Χριστουγέννων, μια μπάλα ταξιδεύει από το Παγγαίο στην Αγγλία κι επιστρέφει πίσω, για να μας χτυπήσει στα μούτρα

Η παχιά πάχνη είχε στρογγυλοκαθίσει πάνω στο τριφύλλι και το σινιάκι σκέπαζε σαν γκρίζος θόλος όλο το χωριό, που αναπαυόταν στις οπλές του Παγγαίου. Τα χνότα των παιδιών ξεπηδούσαν πίσω απ' τις πασταλιασμένες μεγάλες άσπρες πέτρες που πάνω τους ματαιοπονούσαν οι μπάλες -αν ήσουν απ' την πίσω πλευρά μπέρδευες τις άχνες με καπνούς και τα στόματα με μπουριά από σόμπες.

Χρονιάρες μέρες, παραμονές Χριστουγέννων, τα σχολεία κλειστά κι όλα τα παιδιά, παρά το κρύο και την καταχνιά, στον «Χορό», την κυκλική πλακόστρωτη αλάνα μπροστά από τον πολιτιστικό σύλλογο που οριοθετούσαν δυο μπαχτσέδες, δυο αχυρώνες, δυο φρεσκασβεστωμένα σπίτια, δυο γέφυρες κι ένα βαθύ ρέμα, να κλοτσάνε μπάλες, να παίζουν μήλα, τζαμί και κρυφτό -λεπτές φωνές έκρουαν σαν καμπαναριά καλώντας την παιδική ιεροτελεστία.

Ένας χερχελετζής πιτσιρικάς, ο πιο βραχύσωμος απ' όλους κι ο πιο ανισόρροπος, πάντα χαλούσε το παιγνίδι. Σαψάλης κανονικός, με το μαλλί λίγδα, τα φρύδια γειρτά προς τα μέσα, τη μουσούδα μονίμως στραβωμένη, τα χείλια σουφρωμένα και τις μοβιές φλέβες στον λαιμό εξογκωμένες, ήθελε να 'ναι συνέχεια ο αρχηγός, δεν καταδεχόταν να χάσει κι όριζε το ποιος, το πού, το πότε και το τι. 

Το «διμόιν», το δαιμόνι δηλαδή, πείραζε και τσιγκλούσε τ' άλλα παιδιά, κορόιδευε, έβριζε, έφτυνε και πετούσε πέτρες αδιάκριτα, σ' όποιον του καρφωνόταν στραβά στο μυαλό. Παρότι κανείς δεν τον ακολουθούσε σ' αυτήν την κακότητα, κανείς επίσης δεν ύψωνε ανάστημα. Όλα τα παιδιά θέλανε απλώς να παίξουν, δεν επεδίωκαν συμμετοχή σ' εχθροπραξίες κι έκαναν τα στραβά μάτια. 

Εκείνη τη δυσήλια μέρα, που ένιωθες τα στοιχεία της παγωμένης ομίχλης ν' ανοίγουν τα ρουθούνια, θα έπαιζαν μπάλα, να βράσει το αίμα για να ζεσταθούν. «Εσύ, εσύ κι εσύ μαζί μου, εσείς οι δυο κι ο κεκές, χαχα, στην άλλη», μοίρασε τις ομάδες το ρεμάλι. Ο κεκές, ένα Σαββατογεννημένο, ξανθό, μειλίχιο, καλοσυνάτο κι αμίλητο παιδί με καταγάλανα υγρά μάτια, έσκυψε το κεφάλι και υπάκουσε. Όλοι οι άλλοι είπαν «εντάξει», αλλά αυτός σιώπησε, νογούσε ήδη ότι θα κακοπεράσει, ότι θα υποφέρει ως αντίπαλος, δεν ήθελε να δώσει και νέο δικαίωμα, να του ξέφευγαν κάποια επανειλημμένα «ε», να τρέναρε κάποια «ντα» και να κολλούσε σε κάποια «ξει».

Με όλη τη χαρακτηριστική γοητεία να διαγράφεται στο πρόσωπό του, το διμόιν άφησε απαλά από τα χέρια του τη μπάλα με την ξεφτισμένη δερματίνη και, σ' ένα βολέ μίσους, τη σούταρε μ' όλη του τη δύναμη ψηλά, τόσο που όλοι σήκωσαν τα κεφάλια, μην τυχόν βγει απ' το οπτικό τους πεδίο και χαθεί. Όπως τα κατέβαζαν, μελετώντας μηχανικά την πορεία της και πού θα καταλήξει, άρχισε να διαφαίνεται μπρος τους η σιλουέτα του κεκέ. Ενστικτωδώς, ο κεκές λύγισε ελαφρώς το δεξί πόδι κι ανασήκωσε ανεπαίσθητα το αριστερό· η κάθετη ορμή της μπάλας έσβησε στο κουντεπιέ του, όπου τινάχθηκε το στεφάνι υγρασίας που κατέβασε μαζί της από το ταξίδι στην αχλή, πιτσιλώντας και τα κορδόνια του, και προσγειώθηκε «κοιμώμενη» ακριβώς μπροστά του.

Μπροστά σε μαρμαρωμένα σώματα, ορθάνοιχτα στόματα και αποσβολωμένα βλέμματα, ο κεκές πλάγιασε τη μπάλα με το εξωτερικό του παπουτσιού και με περισσή μαεστρία, έκανε ένα βήμα πίσω, έγειρε το σώμα προς τα δεξιά, τίναξε το αριστερό χέρι πίσω και σούταρε με δύναμη ισόποση του δαιμονιού -η μπάλα σκέπασε την κατσουφιασμένη μούρη του και του άφησε στάμπα το περίγραμμά της.

Τώρα η γιαγιά Κυριακή, αλαφιασμένη κι αγκαζέ με το κλαμένο διμόιν, ήταν έξω από το αρχοντόσπιτο της γειτόνισσας γιαγιάς Μαρίας και χτυπούσε επιτακτικά κι επαναλαμβανόμενα πάνω στη δρύινη πόρτα το ρόπτρο με τη χάλκινη λιοντάρινη φιγούρα. 

- «Μαίρη, καλέ Μαίρ', άοινξε!»
- «Τι γίνκιε μαρ' Κυριακή;»
- «Τ' αγγόνις χτύπσε το δκόμ»
- «Και τι μαρ' θες τώρα;»
- «Να ντον δείρς, να μαθ'»
- «Άι μαρ' Κυριακούλα, τι λες; Να δγιείρουμε ντο δκό μας ντο γκουζούμ ντον άνθρωπο για ντο δικόις ντο γλίντζο;».

__________________________________________________________________

Η λέξη «κουζούμ» ή «γκουζούμ», που εκφέρεται συχνά σε χωριά της ανατολικής Μακεδονίας αποτελεί μικρασιατικό-Πολίτικο γλωσσικό ιδίωμα, σημαίνει «καλός, σωστός» κι έχει ρίζα το τουρκικό «κουζού», που σημαίνει «αρνάκι». Χρησιμοποιείται κι ως προσφώνηση, όπως «αγάπη μου, ψυχή μου, παιδί μου».

Ο ιδιωματισμός «γλίντζος», από την άλλη, προέρχεται από τη λέξη γλίτσα κι από το αρχαίο γλοιός. Είναι δηλαδή ο γλιτσερός, ο γλοιώδης, ο ρυπαρός, ο λιπαρός λεκές, ο βρόμικος κι αηδιαστικός, που μετέρχεται χυδαίες και ύπουλες συμπεριφορές. 

Εδώ και λίγες ημέρες, μετά από διαδοχικά περιστατικά οπαδικής βίας, έχουν τεθεί σε ισχύ τα νέα (;) μέτρα για την πάταξη (!) του χουλιγκανισμού -για κάποιον ανεξήγητο λόγο, μόνον του χουλιγκανισμού στο ποδόσφαιρο. Οι δύο τελευταίες αγωνιστικές, στις οποίες δεν υπήρχε κάποιο ντέρμπι, διεξήχθησαν κεκλεισμένων των θυρών και το ίδιο θα συνεχίσει -αμετάκλητα, όπως διαμηνύεται- να συμβαίνει μέχρι και τα μέσα Φεβρουαρίου -μπορεί και παραπάνω! 

Στο κορυφαίο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα στον κόσμο που λέγεται Premier League, στην Αγγλία, εκεί που το ποδόσφαιρο είναι γιορτή, θέαμα, απόλαυση ή, απλώς, ένα παιγνίδι, θα παίζεται μέσα στις γιορτές κάθε μέρα μπάλα, εκτός από την ημέρα των Χριστουγέννων και την 29η Δεκεμβρίου, που είναι Παρασκευή. Υπάρχει, μάλιστα, η Boxing Day, η δεύτερη μέρα Χριστουγέννων, που είναι ημέρα-θεσμός για το ποδόσφαιρο της χώρας και έχει θεσπιστεί από τον 19ο αιώνα, σ' ένα έθιμο που οι έχοντες συνήθιζαν να κάνουν δώρα στους μη έχοντες. 

Στη Boxing Day οι Άγγλοι απολαμβάνουν ατελείωτες ώρες ποδοσφαίρου και το boxing δεν σημαίνει... παίζω μποξ -που αναμφίβολα θα ήταν πιασάρικη και... ταιριαστή ερμηνεία αν θεσπιζόταν αντίστοιχη μέρα στην ποδοσφαιρική Ελλάδα- αλλά συσκευάζω-ανοίγω δώρα, χριστουγεννιάτικα δώρα. 

Εμείς, βέβαια, αντί να αντιγράψουμε αυτά -κι άλλα πολλά, αν όχι όλα- από τους Άγγλους στο ποδόσφαιρό μας, αντιγράψαμε ένα... hoax, τη δήθεν αυστηρή πολιτική, «αλά Θάτσερ». Φυσικά, σκαρφιστήκαμε μόνοι, από το μυαλό μας, το παραμύθι ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ έφερε τομές στο βρετανικό ποδόσφαιρο, πόσω μάλλον με ένα δρακόντειο μέτρο όπως αυτό των αγώνων κεκλεισμένων των θυρών, το οποίο, αφενός, ουδέποτε βοήθησε στην πάταξη του χουλιγκανισμού και, αφετέρου, ούτε και επελέγη για τα γήπεδα στην Αγγλία, την κρίσιμη περίοδο. Ένα πραγματικά αχρείαστο, από όλες τις απόψεις, μέτρο, το οποίο τη μοναδική φορά που στάθηκε χρήσιμο ήταν στην... πανδημία, για να αποφευχθεί η διασπορά, όταν όλος ο κόσμος ήταν κλεισμένος στα σπίτια του.

Και πήραμε αυτήν την απόφαση -αν έχεις τον Θεό σου!- στην καλύτερη και, μακράν της δεύτερης, πιο ανταγωνιστική ποδοσφαιρική σεζόν στην επαγγελματική ιστορία του δύσμοιρου αθλήματος στη χώρα μας. Σε μια σεζόν που διεκδικούν, πόντο-πόντο, τέσσερις ομάδες το πρωτάθλημα, σε μια σεζόν που είδαμε εκπληκτική μπάλα, σχεδόν μηδενικά -σε σχέση με το παρελθόν- επεισόδια εντός γηπέδων, σε μια σεζόν με πολλά γκολ και ιστορικές νίκες. Και πήραμε αυτήν την απόφαση -αν έχεις τον Θεό σου!- για έναν, πέντε, δέκα, πενήντα, εκατό, κλείνοντας την πόρτα σε πέντε, δέκα, πενήντα, εκατό χιλιάδες. Κάψε το ξερό, κάψε και το χλωρό.

Ο Γιαννάκης, ένας μικρός φίλος του ΠΑΟΚ από την Άμφισσα που αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα και είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, δεν είχε προχθές την ευκαιρία, αν το επιθυμούσε, να δει τον ΠΑΟΚ από κοντά να βάζει έξι γκολ και να παίζει ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο. Δεν είχε την ευκαιρία να δει από κοντά τα ινδάλματά του, όπως τον γητευτή της μπάλας και των ονείρων των πιτσιρικάδων κάθε οπαδικής προτίμησης, Γιάννη Κωνσταντέλια, να θαυμάσει τους παίκτες να σκοράρουν, να τους χειροκροτήσει, να τους επιδοκιμάσει και να τους πάρει ένα αυτόγραφο ή να φωτογραφηθεί μαζί τους. Την προηγούμενη αγωνιστική δεν μπορούσε να βρεθεί ούτε στην Τρίπολη, όπου η ομάδα του είχε πετύχει άλλα τέσσερα γκολ.

Όταν ανακοινώθηκε το κλείσιμο των θυρών, ο Γιαννάκης με συντάραξε με μόλις τέσσερις λέξεις, αφού ρώτησε το εξής απλό και σπαραχτικό: «Εμένα γιατί με τιμώρησαν;».

Βάλτε, επιτέλους, ένα στοπ στον γλίντζο· μη δέρνετε τον γκουζούμ τον άνθρωπο.