Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Πρωτοποριακό τεστ DNA δείχνει τον δρόμο για την πρόληψη του καρκίνου

Το επιγενετικό τεστ ελέγχει 800 βιοδείκτες και διαγιγνώσκει τις ελλείψεις του ανθρώπινου οργανισμού και την προδιάθεση σε συγκεκριμένες νόσους

Πολύτιμο εργαλείο για την πρόληψη του καρκίνου, αλλά και άλλων χρόνιων ασθενειών, όπως τα καρδιαγγειακά και τα αυτοάνοσα νοσήματα, αποτελεί εξειδικευμένο τεστ DNA που είναι διαθέσιμο και στην Ελλάδα.

Πρόκειται για επιγενετικό τεστ που μέσα από την εξέταση μόλις πέντε τριχών «σκανάρει» τον οργανισμό και διαγιγνώσκει τις ελλείψεις που έχει σε πολύτιμα στοιχεία και την προδιάθεση που έχει για εμφάνιση ασθενειών. Ο έλεγχος αυτός δίνει τη δυνατότητα στον γιατρό να χορηγήσει στον ασθενή εξειδικευμένη διατροφή, αλλά και να παρέχει συμβουλές για αλλαγή των καθημερινών του συνηθειών, ώστε να επαναρρυθμιστεί το DNA του και να ενισχυθεί το ανοσοποιητικό του σύστημα.

«Η επιγενετική είναι το μέλλον της γενετικής, γιατί βλέπει πώς το περιβάλλον δρα στο DNA μας, αλλάζει τη δράση των γονιδίων μας και μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση μιας ασθένειας. Στη Βιολογία μαθαίναμε τους νόμους του Μέντελ, δηλαδή ότι οι ασθένειες μεταφέρονται με το DNA μας. Τώρα βλέπουμε ότι υπάρχουν ασθένειες που δεν μεταφέρονται γονιδιακά και ουσιαστικά είναι το περιβάλλον που δρα στο DNA μας για να αλλάξει τη δράση των γονιδίων. Για παράδειγμα, ένας ασθενής εμφανίζει καρκίνο του παχέως εντέρου χωρίς να υπάρχει κληρονομικότητα. Αυτός ο καρκίνος θεωρείται ότι είναι περιβαλλοντικός και μπορεί να οφείλεται στον τρόπος που διατρέφεται ο ασθενής, στην ακτινοβολία που δέχεται ή σε τοξικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες που αλλάζουν τη δράση των γονιδίων και κάνουν ένα γονίδιο να είναι ογκογονίδιο. Αντίθετα, αν έχω κληρονομικότητα για καρκίνο αλλά προσλαμβάνω αντιοξειδωτικά, κάνω αερόβια άσκηση, άρα τροποποιώ το περιβάλλον και τον τρόπο που ζω, μπορεί αυτό το γονίδιο να σιωπήσει και να μην εμφανιστεί ο καρκίνος», εξήγησε στη Voria.gr η καρδιολόγος, υπεύθυνη Νανοϊατρικής στο Εργαστήριο Νανοτεχνολογίας του ΑΠΘ Βαρβάρα Καραγκιοζάκη, στο περιθώριο του 19ου Διεθνούς Συνεδρίου Νανοεπιστημών και Νανοτεχνολογίας που πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη.

Το πρωτοποριακό διαγνωστικό τεστ που πραγματοποιείται σε εξειδικευμένα ιατρεία και κοστίζει περίπου 120 ευρώ ελέγχει περί τους 800 βιοδείκτες του οργανισμού, από βιταμίνες, αμινοξέα, αντιοξειδωτικά και ιχνοστοιχεία, μέχρι το είδος της ακτινοβολίας που δέχεται και τους τοξικούς παράγοντες που έχει, όπως για παράδειγμα τα τοξικά μέταλλα και με βάση τα αποτελέσματα προτείνεται αντίστοιχη διατροφή. «Η διατροφή μπορεί να είναι προστατευτική, ανάλογα με τον τοξικό παράγοντα που δέχεσαι, είτε αναπλήρωσης για ένα βέλτιστο ανοσοποιητικό σύστημα. Μπορεί να βελτιώσεις το καρδιαγγειακό σύστημα και να κάνεις πρόληψη καρκίνου ή αυτοάνοσων νοσημάτων. Είναι ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κλινική πράξη και να βοηθήσει στην πρόληψη των χρόνιων ασθενειών. Ακόμα και σε έναν καρκινοπαθής που έχει περάσει χειρουργείο και χημειοθεραπείες, το τεστ του δίνει οδηγίες για να αποφύγει βλαπτικές συνήθειες έχει στην καθημερινότητά του, όπως για παράδειγμα να κοιμάται με την τηλεόραση ανοιχτή. Ακολουθώντας τη διατροφή και τις οδηγίες, έπειτα από 3 με 5 μήνες επανέρχεται το DNA στο φυσιολογικό. Ουσιαστικά επαναρρυθμίζεις το DNA, αλλάζοντας τον τρόπο δράση του γονιδίου», ανέφερε η κ. Καραγκιοζάκη.

Η νανοτεχνολογία στην υπηρεσία της Ιατρικής

Η επιγενετική στηρίζει τον έναν από τους τρεις βασικούς πυλώνες αξιοποίησης της νανοτεχνολογίας στην Ιατρική, την αναγεννητική ιατρική. «Πρόκειται για τεχνολογίες που μας βοηθούν να αναγεννήσουμε κύτταρα, ιστούς και συγκεκριμένα όργανα με τη βιοεκτύπωση, άρα μας βοηθούν στην υγεία του οργανισμού. Κι εδώ υπεισέρχεται η επιγενετική, δηλαδή το πώς πρέπει να ζούμε ώστε τα κύτταρά μας να είναι υγιή. Οι άλλοι δύο πυλώνες είναι η δημιουργία νανοσωματιδίων – νανοφορέων, με τα οποία μπορούμε να πάμε σε βάθος σε απομακρυσμένους ιστούς και να κάνουμε στοχευμένη απελευθέρωση φαρμάκων, θεραπευτικών παραγόντων και να μην έχουμε τις γενικευμένες παρενέργειες. και οι βιοαισθητήρες που έχουν κυρίως διαγνωστικούς σκοπούς, δηλαδή για πρόληψη ασθενειών», κατέληξε η κ. Καραγκιοζάκη.