Skip to main content

Στο Παγκόσμιο Συνέδριο Αρχιτεκτόνων στην Κοπεγχάγη το πρότζεκτ ανάπλασης της ΔΕΘ

Το έργο επελέγη ως ένα ιδιαίτερο case study, καθώς «αποτελεί πρότυπη αστική ανάπλαση που συνδυάζει την περιβαλλοντική και κοινωνική αειφορία με την οικονομική ανάπτυξη

Στο παγκόσμιο συνέδριο αρχιτεκτόνων στην Κοπεγχάγη, τη σημαντικότερη εκδήλωση για τη βιώσιμη αρχιτεκτονική διεθνώς, θα παρουσιαστεί στις 2-6 Ιουλίου η ανάπλαση του Διεθνούς Εκθεσιακού και Συνεδριακού Κέντρου της Θεσσαλονίκης (Thessaloniki ConfExPark), ως μια πολυδιάστατη, αστική μεταμόρφωση και ένα μοναδικό οικοσύστημα στην «καρδιά» της πόλης.

Το πρότζεκτ θα παρουσιάσει η ΔΕΘ-Helexpo AE. Το έργο επελέγη ως ένα ιδιαίτερο case study (περιπτωσιολογική μελέτη), καθώς «αποτελεί πρότυπη αστική ανάπλαση που συνδυάζει την περιβαλλοντική και κοινωνική αειφορία με την οικονομική ανάπτυξη, ενώ είναι ένα παράδειγμα του πώς οι δημόσιες- ιδιωτικές και δημοτικές συνεργασίες μπορούν να οδηγήσουν σε βιώσιμα, συμπεριληπτικά και ανθεκτικά οικοσυστήματα» υπογραμμίζεται σε σημερινή ανακοίνωση της ΔΕΘ-Helexpo AE.   

Το αρχιτεκτονικό σχέδιο πάνω στο οποίο βασίζεται -και το οποίο επελέγη μέσω διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων (UIA) και με τους κανόνες της UNESCO- χαρακτηρίζεται ως ένα αφήγημα που δείχνει ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να λειτουργήσει ως μια οικολογία διασύνδεσης ανάμεσα στο σχέδιο, το επιχειρείν και τους κανόνες βιωσιμότητας των Ηνωμένων Εθνών. Αντιπροσωπεία της ΔΕΘ-HELEXPO θα βρεθεί στην Κοπεγχάγη στις 4 Ιουλίου, για να παρουσιάσει το έργο της ανάπλασης, με αιχμή τη βασική αρχική του δέσμευση: την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας των Ηνωμένων Εθνών (SDGs) και την επιτάχυνση των εθνικών προσπαθειών εφαρμογής τους μέσω τοπικής δράσης.     

Κατά την παρουσίαση θα υπογραμμισθεί, μεταξύ άλλων, πως το «Thessaloniki ConfExPark» αντανακλά την προσήλωση της ΔΕΘ-Helexpo AE σε ένα πιο βιώσιμο και ισότιμο αστικό μέλλον. Όπως θα ειπωθεί, επικεντρώνεται στο να προωθήσει το ευ ζην των πολιτών, εφαρμόζοντας μια αστική ανάπλαση που συνδυάζει την επιχειρηματική ανάπτυξη με έναν ανοιχτό, πράσινο, συμπεριληπτικό και προσβάσιμο σε όλους χώρο.  Επίσης, πετυχαίνει την αειφόρο διαχείριση του νερού και της ενέργειας. Οι οροφές του είναι εξοπλισμένες με τέτοιον τρόπο, ώστε να λειτουργούν ως τεχνητά «σύννεφα αειφορίας», αξιοποιώντας την ηλιακή ενέργεια μέσω φωτοβολταϊκών συλλεκτών και συλλέγοντας το νερό για να καλυφθούν οι ανάγκες του πάρκου, ενώ άλλες στρατηγικές ενεργειακής αποτελεσματικότητας εφαρμόζονται για τη θέρμανση και την ψύξη του. Η κατανάλωση του νερού μειώνεται κατά 40%-50% και της ενέργειας κατά 70%. Επιπλέον, σύμφωνα με την ανακοίνωση, χρησιμοποιούνται βιώσιμα, περιβαλλοντικά φιλικά και τοπικής προέλευσης υλικά, ώστε όταν το έργο ολοκληρωθεί, να  συμβάλλει σε μια πιο ανθεκτική υποδομή.   

«Μέσω της ανάπλασης, η ΔΕΘ-Helexpo AE προσφέρει στη Θεσσαλονίκη, την οποία έχει υπηρετήσει για σχεδόν έναν αιώνα, έναν χώρο διασύνδεσης, πολυδιάστατων χρήσεων, ανθρώπινης κλίμακας, ασφάλειας και κοινωνικής συμπερίληψης, όπως θα τονισθεί κατά τη διάρκεια της παρουσίασης στο Παγκόσμιο Συνέδριο Αρχιτεκτόνων της UIA. Η UIA διοργανώνει το Παγκόσμιο Συνέδριο Αρχιτεκτόνων κάθε τρία χρόνια. Φέτος επέλεξε ως τόπο διοργάνωσης την Κοπεγχάγη, ενώ οι προηγούμενοι σταθμοί του ήταν το Ρίο το 2021 και η Σεούλ το 2017» υπογραμμίζεται σε σημερινή ανακοίνωση της ΔΕΘ-Helexpo AE. Η UIA είναι μια διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση, αναγνωρισμένη από την UNESCO ως η μόνη αρχιτεκτονική ένωση που δραστηριοποιείται σε διεθνές επίπεδο. Δημιουργήθηκε το 1948 με σκοπό να ενώσει τους αρχιτέκτονες όλου του κόσμου μέσω ενός συνασπισμού των εθνικών τους οργανώσεων. Από 27 αντιπροσωπείες τότε, η UIA έχει φτάσει σήμερα να περιλαμβάνει αρχιτεκτονικές οργανώσεις από περισσότερες από 100 χώρες, διασυνδέοντας περίπου 1,3 εκατ. αρχιτέκτονες. Φέτος μάλιστα θα γιορτάσει τα 75 χρόνια ζωής της.   

Υπενθυμίζεται ότι το έργο, που πρόκειται να γίνει στην έκταση 165 στρεμμάτων της ΔΕΘ στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, αναμένεται να παραδοθεί στην πλήρη μορφή το το 2028-2029, ενώ ο προϋπολογισμός του, που αρχικά είχε οριστεί στα 180 εκατ. ευρώ, έχει πλέον αυξηθεί, λόγω των διεθνών συνθηκών, και σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς προσεγγίζει πλέον τα 300 εκατ. ευρώ._