Skip to main content

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ο Γκάτσος, ο Αρκάς και τα φαντάσματα της Θεσσαλονίκης

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστρέψουν όχι επειδή συμβολίζουν το μεγαλείο των Ελλήνων, ούτε επειδή με αυτό τον τρόπο θα τονωθεί η εθνική αυτοπεποίθηση

«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα /
μου τα 'πες με το πρώτο σου το γάλα. /
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια /
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια /
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς /
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς. /
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα /
μου τα 'πες με το πρώτο σου το γάλα. /
Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα /
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα /
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού /
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού. /
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα /
μου τα 'πες με το πρώτο σου το γάλα. /
Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι /
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη /
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς /
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς».  

Στην Ελλάδα ο ενθουσιασμός για το παρελθόν και τα σύμβολα που το συνοδεύουν είναι μεγάλος, συχνά σε σημείο υπερβολής. Οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου, που μελοποίησε πριν από 40 ακριβώς χρόνια ο Σταύρος Ξαρχάκος, αναδεικνύουν ποιητικά μια νοοτροπία που υπάρχει στα 200 και κάτι χρόνια του νέου ελληνικού κράτους. Με αφορμή την υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα, τα οποία κλάπηκαν από τον Έλγιν στις αρχές του 19ου αιώνα και μερικά χρόνια αργότερα τα αγόρασε από αυτόν το βρετανικό κράτος, ως κανονικός κλεπταποδόχος, επανήλθε τις προηγούμενες ημέρες στη χώρα το γνωστό κλίμα αρχαιολαγνείας. Διότι στην Ελλάδα η… ψυχή μας δεν είναι μόνο ο Παρθενώνας. Κατά καιρούς είναι το όνομα της Μακεδονίας, ο Μέγας Αλέξανδρος, η Μέση Οδός που αποκάλυψαν οι ανασκαφές που έγιναν παράλληλα με τα έργα κατασκευής του μετρό της Θεσσαλονίκης, η Αγιά Σοφιά της Κωνσταντινούπολης, που, πλέον, οι Τούρκοι λειτουργούν σαν τζαμί. Ακόμη και ο Τύμβος Καστά στην Αμφίπολη σηματοδοτεί κάτι μεγάλο και ηρωικό, στο οποίο τα τελευταία χρόνια τοκίζουν πολλοί.

Χωρίς αμφιβολία το παρελθόν, αυτό που λέμε ιστορία, συνιστά συστατικό ενός τόπου. Η ζωή δεν αρχίζει την ημέρα που γεννιέται κάποιος και δεν τελειώνει όταν ο ίδιος αφήσει την τελευταία του πνοή. Η Ελλάδα είναι σήμερα το κράτος που είναι και έχει την κοινωνία που έχει, επειδή ο συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος πέρασε στο βάθος των αιώνων από 40 κύματα, αλλά κατάφερε να διατηρήσει τουλάχιστον τη γλώσσα. Επομένως είναι λογικό και αποδοτικό να μελετάμε την ιστορία και να βασιζόμαστε πάνω στα διδάγματά της για να πάμε παρακάτω. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι την ανάδειξη του ηρωικού και σπουδαίου παρελθόντος σε επιχείρημα για τη σημασία και τη βαρύτητα της σημερινής Ελλάδας -επομένως και των νεοελλήνων- η διαδρομή είναι μακρά και δαιδαλώδης. Εν πολλοίς ανεξήγητη και ατεκμηρίωτη. Το παρελθόν μπορεί να δημιουργεί τις προϋποθέσεις, αλλά δεν εγγυάται το μέλλον, ενώ το παρόν είναι -στην καλύτερη περίπτωση- η δημιουργική ή καταστροφική διαχείριση περασμένων καταστάσεων.

Μόνο που στην Ελλάδα του 21ου αιώνα η αναμέτρηση με το παρόν είναι ζόρικη και γεμάτη παγίδες, εξαιτίας των πολλαπλών ελλειμμάτων που υπάρχουν στο ελληνικό σύστημα και εντέχνως βαφτίζονται ιδιοτυπίες. Ενώ με το παρελθόν και την ιστορία τα πράγματα είναι εύκολα, αφού ο εναγκαλισμός «κληρονομικώ δικαίω» με τα σπουδαία και τα μεγάλα που οφείλονται στους προγόνους, εγγυώνται τουλάχιστον για κάποιους -περισσότερους ή λιγότερους- μια κάποια αίγλη.

Γιατί πρέπει να επιστραφούν

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστρέψουν όχι επειδή συμβολίζουν το μεγαλείο των Ελλήνων, ούτε επειδή με αυτό τον τρόπο θα τονωθεί η εθνική αυτοπεποίθηση. Ούτε καν για λόγους δικαίου, με την αυστηρά νομική έννοια του όρου. Πρέπει να επιστρέψουν επειδή είναι κλεμμένα και -επιπλέον- έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την ασφαλή τους έκθεση στην Αθήνα, στο μουσείο της Ακρόπολης, που θα σημάνει την επανένωση ενός μοναδικού παγκόσμιας εμβέλειας μνημείου. Το ίδιο ισχύει και για κάθε ανάλογη περίπτωση μνημείου, όπου κι αν βρίσκεται, όποιος κι αν το έχει κατακρεουργήσει. Διότι στην πραγματικότητα τα οικουμενικής εμβέλειας μνημεία, όπως και οι οικουμενικής εμβέλειας ιδέες, από ένα σημείο και μετά ανήκουν στην ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της.

Ο Αρκάς...

Έχει απόλυτο δίκιο ο γνωστός σκιτσογράφος Αρκάς, ο οποίος σχολιάζοντας την εμμονή των Βρετανών που στην επίσημη γραμμή τους θεωρούν ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα νομίμως βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο έγραψε: «Δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Ανήκουν όμως στον Παρθενώνα που επίσης δεν είναι ιδιοκτησία κανενός». Κι επειδή κάποιοι ενοχλήθηκαν από αυτό και ανέσυραν στην επιφάνεια τη φιλολογία περί του αρχαίου πνεύματος, το οποίο οι νεοέλληνες μπορούν να επικαλούνται για να αποδείξουν άκοπα και ανέξοδα το δήθεν μέγεθος και την δήθεν αξία τους, ο σκιτσογράφος επανήλθε την επόμενη ημέρα:  «Εν τω μεταξύ οι περισσότεροι από αυτούς που θεωρούν τον Παρθενώνα ιδιοκτησία τους, κληρονομικώ δικαιώματι, είναι αμφίβολο εάν έχουν ανέβει έστω και μία φορά να δουν το ακίνητό τους».

...και η Θεσσαλονίκη

Ακριβώς όπως η Θεσσαλονίκη που έχει ένα συγκλονιστικό παρελθόν κοσμοπολίτικης μεγαλούπολης χιλιάδων ετών και τεσσάρων αυτοκρατοριών και τον τελευταίο αιώνα έως σήμερα είναι απλώς η συμπρωτεύουσα ενός μικρού και συχνά ανυπόληπτου κράτους, που από καιρού εις καιρόν διασώζεται χάρη σε ξένα δάνεια. Αυτή η… συμπρωτεύουσα, λοιπόν, σε κάποιους -κυρίως εσωτερικούς- κύκλους περνιέται αφενός για σπουδαία και αφετέρου για μονίμως αδικημένη. Ένα όμορφο παραμύθι χωρίς δράκους, αλλά με φαντάσματα. Κάτι που έχει συντελέσει ώστε τα τελευταία 35 χρόνια να υπάρχουν στο δημόσιο βίο επαγγελματίες Θεσσαλονικείς και -λόγω της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας- ηρωικοί μακεδονομάχοι. Κάποιοι από αυτούς -ασφαλώς όχι όλοι- εν ονόματι του παρελθόντος κάνουν καριέρα και βγάζουν λεφτά.  

Βέβαια, για να μην αδικούμε πρόσωπα και καταστάσεις, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει. Προς το παρόν υπόγεια και γι’ αυτό ουσιαστικά. Αυτό ενδεχομένως οφείλεται στο γεγονός ότι οι νέοι Έλληνες και Θεσσαλονικείς που αναγκάζονται σήμερα να ξενιτευτούν είναι μορφωμένοι και ψαγμένοι άνθρωποι, οι οποίοι κοιτούν, παρατηρούν και αξιολογούν τα νέα περιβάλλοντα στα οποία ζουν και εργάζονται. Αλλά και οι νέοι που παραμένουν στη χώρα και την πόλη έχουν λόγω σπουδών και κοινωνικής μόρφωσης διεθνείς εμπειρίες. Όλοι αυτοί κρίνουν, συγκρίνουν και -κυρίως- συντονίζουν τη νοοτροπία τους με το ρολόι της εποχής. Κάπως έτσι αρκετοί από αυτούς δεν καταπίνουν αμάσητες ούτε τις θεωρίες της περιούσιας φυλής, ούτε τα παραμυθάκια της προόδου των ανθρώπων και των κοινωνιών στον αυτόματο πιλότο. Λογικά, γενιά με τη γενιά, οι άνθρωποι με αυτά τα χαρακτηριστικά θα γίνονται περισσότεροι, το ποσοστό τους θα αυξάνεται, οπότε ελπίδες για τον τόπο -ενδεχομένως και για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα- υπάρχουν.