Skip to main content

Τα βαλκανικό Φαρ Ουέστ και ο ρόλος της Θεσσαλονίκης

Η ελληνική πολιτεία αποδείχθηκε ανήμπορη -ή μάλλον ανίκανη- να αξιοποιήσει ένα προφανές στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Θεσσαλονίκη φαντασιώθηκε τον εαυτό της ως επίκεντρο των Βαλκανίων. Κάποιοι τη διαφήμιζαν με το κακόηχο «Πρωτεύουσα των Βαλκανίων», αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Στην πορεία που ξεκινούσαν τότε τα νέα κράτη της περιοχής προς τη Δύση και την οικονομία της ελεύθερης αγοράς η Ελλάδα ως η πιο ανεπτυγμένη χώρα και κυρίως ως πλήρες μέλος όλων των Βορειοατλαντικών θεσμών ήθελε να βρεθεί στη θέση του οδηγού. Με αυτό το δεδομένο η Θεσσαλονίκη, ως η μεγάλη πόλη της χώρας στον Βορρά, με βαλκανικό χρώμα, βαλκανική ιστορία, αλλά και ζωντανές σχέσεις με τους πολίτες των χωρών της περιοχής, οι οποίοι την κατέκλυζαν κάθε Σαββατοκύριακο για να πάρουν μια γεύση… Ευρώπης, λογικά και φυσιολογικά θα βρίσκονταν στην αιχμή του δόρατος αυτής της προσπάθειας.

Όλα αυτά μπορεί να αποτέλεσαν ένα σωστό θεωρητικό σχήμα, αλλά στην πράξη η ελληνική πολιτεία αποδείχθηκε ανήμπορη –ή μάλλον ανίκανη- να αξιοποιήσει ένα προφανές στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας. Ο ιδιωτικός τομέας κινήθηκε στην περιοχή αυτοσχεδιάζοντας -και ενίοτε πειρατικά- στα θολά νερά της μεταβατικής περιόδου, αλλά επισήμως, δομημένα και θεσμικά δεν έγινε σχεδόν τίποτα για να υπογραμμιστεί η θέση και ο ρόλος της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης στο νέο περιβάλλον. Κάπως έτσι η φιλολογία ατόνισε και οι εξελίξεις προχώρησαν είτε στον αυτόματο πιλότο είτε με πρωτοβουλία μεγάλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης –κυρίως της Γερμανίας-, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αν, όμως, η Ελλάδα ήθελε, αλλά δεν μπόρεσε να συμβάλλει στην ιστορική εξέλιξη των βαλκανικών κρατών, οι μεγάλοι της Δύσης απλώς αποφάσισαν ότι η περιοχή άξιζε μικρό ποσοστό προσοχής, με αποτέλεσμα το σύνολο των διευθετήσεων που έγιναν να είναι επιφανειακού χαρακτήρα. Από τη συμφωνία του Ντέιτον για να σταματήσει ο εμφύλιος, μέχρι την απόσχιση του Κοσόβου και την ανοχή της οντότητας του Μαυροβουνίου, οι υπογραφές που έπεσαν στα χαρτιά, αλλά και το αίμα που χύθηκε, παραμένουν χωρίς αντίκρισμα και χωρίς δικαίωση. Στο μεταξύ η οικονομική, πολιτική, κοινωνική και θεσμική ανάπτυξη των βαλκανικών χωρών προχώρησε –και εξακολουθεί να προχωράει- με βήμα σημειωτόν, με αποτέλεσμα ήδη να βρισκόμαστε ενώπιον μιας δεύτερης χαμένης γενιάς στις περιοχές αυτές. Και αν η Βουλγαρία και η Ρουμανία κατάφεραν να «τρυπώσουν» στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να ελπίζουν σε μια κάποια ευρωπαϊκού τύπου κανονικότητα έστω στο μέλλον, τα Δυτικά Βαλκάνια παραμένουν έρμαια των εθνικισμών και των αμαρτιών του παρελθόντος και της ιστορίας, που βαραίνει υπερβολικά. Η πρόσφατη ένταση στο Κόσοβο μεταξύ των Αλβανών και των Σέρβων, με αφορμή τις πινακίδες των αυτοκινήτων και τα διπλώματα οδήγησης, αλλά και η υφέρπουσα ένταση –εσχάτως όχι και τόσο υφέρπουσα- ανάμεσα στις εθνικές κοινότητες που απαρτίζουν τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, με την ανάμειξη της Σερβίας, της Κροατίας, αλλά και της Τουρκίας, που στέκεται στο πλευρό των Μουσουλμάνων της χώρας, αποτελούν πρόσθετη απόδειξη ότι η κανονικότητα απέχει ακόμη από την περιοχή. Κι επειδή στα Βαλκάνια τα προβλήματα συχνά –αν όχι πάντα- λύνονται με τα όπλα σε στιλ Άγριας Δύσης ,το εγγύς μέλλον δεν φαντάζει και τόσο ευοίωνο και ανθηρό. Όσοι παρατηρούν τα πράγματα συνεχώς και από κοντά επιμένουν ότι το τελικό ξεκαθάρισμα στην περιοχή δεν έχει ακόμη γίνει και η ένταση δεν έχει εκτονωθεί.

Στη σχέση της Θεσσαλονίκης με τα Βαλκάνια τις τελευταίες τρεις δεκαετίες δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Η πόλη παραμένει σταθερά αγαπημένος προορισμός για τους πολίτες των Δυτικών Βαλκανίων, οι οποίοι την επισκέπτονται για αποδράσεις, διασκέδαση και αγορές, ενώ κάποιοι που διαθέτουν οικονομικές δυνατότητες επενδύουν σε ακίνητα αγοράζοντας κάποιο διαμέρισμα. Μέσες άκρες ό,τι συνέβαινε από τη δεκαετία του 1950 συνεχίζεται. Το μόνο που έρχεται να προστεθεί στην εικόνα είναι η απόδειξη της ματαιότητας όσων πόνταραν στο βαλκανικό μέλλον μιας πόλης, που οφείλει να έχει περισσότερο τον νου της στην ανεπτυγμένη Ευρώπη, κάτι που η αλήθεια είναι πως συμβαίνει το τελευταίο διάστημα. Άλλωστε η περιφερειακή πολιτική που ασκείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοεί ιδιαίτερα τις μειονεκτικές περιοχές των χωρών – μελών και τις… δεύτερες πόλεις, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα απογαλακτισμού μέσω Βρυξελλών. Αρκεί όσοι βρίσκονται σε θέσεις – κλειδιά και κινούν τις υποθέσεις της πόλης και της περιοχής να αντιληφθούν τις δυνατότητες που υπάρχουν και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που δημιουργούνται.