Skip to main content

Η έλλειψη κουλτούρας εργασίας υπονομεύει την απασχόληση στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα εκείνο που υπάρχει και καλλιεργείται συστηματικά δεν είναι η κουλτούρα εργασίας, αλλά η κουλτούρα εισοδήματος

Έκδηλη είναι η αγωνία στη μεταποίηση, τον τουρισμό και τον αγροτικό τομέα για κάλυψη του μεγάλου κενού στο πεδίο των εργαζομένων, που σε πολλές περιπτώσεις δυσκολεύει πολύ -ενίοτε ακυρώνει- την παραγωγή έργου σε τρεις πολύ σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Η πρόσκληση εργαζομένων από το εξωτερικό -κυρίως από τρίτες χώρες- είναι η λύση στην οποία ποντάρουν οι εκπρόσωποι των τριών κλάδων, αλλά ως ένα βαθμό και το κράτος που αντιλαμβάνεται το πρόβλημα. Μόνο που πρόκειται για λύση περιορισμένων ορίων, αφού τα τελευταία χρόνια πολλοί αλλοδαποί εργαζόμενοι που δούλευαν στην Ελλάδα -κυρίως Αλβανοί, Βούλγαροι και Ασιάτες- κατευθύνονται προς άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου θεωρούν ότι θα βρουν υψηλότερα μεροκάματα και καλύτερες συνθήκες ζωής. Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλό ποσοστό ανεργίας, παρά την αποκλιμάκωση των τελευταίων χρόνων. Το 9+% είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την Ισπανία.

Κι όμως εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας παραμένουν κενές, δημιουργώντας εύλογες απορίες. Το είδος της δουλειάς που προσφέρεται -σε πολλές περιπτώσεις αφορά υποβαθμισμένες εργασίες- και οι σχετικά χαμηλές απολαβές εξηγούν εν μέρει την εικόνα. Μόνο εν μέρει, όμως. Διότι ειδικά στη μεταποίηση κενές παραμένουν θέσεις εργασίας που απαιτούν υψηλά προσόντα. Αλλά και θέσεις εργασίας που θεωρητικά απευθύνονται στο σύνολο των ανέργων. Επίσης, τα μεροκάματα και οι μισθοί έχουν βελτιωθεί αισθητά, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο ελλειμματικό.

Ίσως τελικά οι αιτίες αυτής της εικόνας να είναι βαθύτερες. Ίσως στην Ελλάδα εκείνο που υπάρχει και καλλιεργείται συστηματικά δεν είναι η κουλτούρα εργασίας, αλλά η κουλτούρα εισοδήματος, που είναι κάτι διαφορετικό. Διότι η κουλτούρα εργασίας απαιτεί συνειδητοποιημένους ανθρώπους, οι οποίοι πηγαίνουν στη δουλειά τους γνωρίζοντας γιατί το κάνουν και προσπαθούν να εξελιχθούν μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία. Φυσικά αμείβονται ως αποτέλεσμα του ότι εργάζονται. Αντίθετα στην κουλτούρα εισοδήματος η πηγή των χρημάτων παίζει μικρότερο ρόλο. Σημασία έχει να βγάζει κάποιος όσα μπορεί με τον μικρότερο δυνατό κόπο. Εάν είναι δυνατόν και με καθόλου κόπο.
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι διόλου παράξενο ότι η απλή -ή μάλλον απλοϊκή- λογική, που συνδέει απευθείας την απροθυμία για εργασία με τις χαμηλές αμοιβές, καταρρίπτεται διαρκώς και σε πολλαπλά επίπεδα.

Δύο παραδείγματα:

Πρώτον, ο Έλληνας εργοδότης, που σε αντίθεση με όλους τους άλλους, για κάθε μία θέση εργασίας που προσφέρει υποδέχεται από δέκα έως 100 υποψηφιότητες είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Που -ως γνωστόν- δεν αμείβει καλά τους πρωτοεισερχόμενους στους κόλπους του, ενώ συχνά οι θέσεις που προσφέρει είναι μακριά από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Κι όμως ακόμη και οι κάτοχοι υψηλών ακαδημαϊκών προσόντων το προτιμούν. Προφανώς κάτι ξέρουν. Ή τέλος πάντων κάτι έχουν ακούσει για την άνευ όρων  μονιμότητα, τη χαλαρότητα στη δουλειά, την απουσία εντάσεων και την παντελή έλλειψη ανταγωνισμού. Έναντι όλων αυτών, το τίμημα της… ρουτίνας είναι μικρό, πραγματική ευκαιρία για τον νεοέλληνα.        

Δεύτερον, διευθυντής γνωστής βιομηχανίας σε παραμεθόριο περιοχή είδε πριν από λίγο καιρό έναν υπάλληλο νεαρής ηλικίας να υποβάλλει παραίτηση. Όταν τον ρώτησε γιατί συμβαίνει αυτό, εάν συνέβη κάτι που τον δυσαρέστησε ή αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να κάνει η επιχείρηση για να ανακαλέσει την απόφασή του, άκουσε έκπληκτος τον παραιτηθέντα να του λέει ότι προσελήφθη ως συνοριοφύλακας στην περιοχή. Στην παρατήρηση ότι στην καινούρια του θέση ο μισθός είναι μικρότερος, πήρε την απάντηση ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί πρόβλημα επειδή η νέα δουλειά δεν απαιτεί πάνω από ένα πεντάωρο την ημέρα, οπότε στο υπόλοιπο διάστημα κάτι θα βρεθεί -εννοείται άδηλο- για να συμπληρωθεί το εισόδημα.

Τα δύο αυτά παραδείγματα, που έχουν στον πυρήνα τους τον μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας, το Ελληνικό Δημόσιο, δείχνουν τη νοοτροπία που σε σημαντικό βαθμό διακατέχει όσους σήμερα, στην Ελλάδα του 2024 ψάχνουν για δουλειά. Ιδιαίτερα τους νεότερους, που -κακά τα ψέματα- είναι… καλομαθημένοι. Κυρίως επειδή δεν μεγάλωσαν με στόχο να εργαστούν -ούτε η οικογένεια, ούτε το σχολείο δίνουν προτεραιότητα στην εργασία. Μεγάλωσαν με στόχους της νέας εποχής -να βγάλουν πολλά λεφτά ή να γίνουν διάσημοι, κάτι που επίσης στο μυαλό τους σημαίνει εύκολα και πολλά λεφτά.   

Η προτροπή του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στους εργοδότες να αυξήσουν τους μισθούς για να βρουν προσωπικό είναι σωστή, αλλά για να έχει αποτέλεσμα θα πρέπει να πλαισιωθεί με κάποιες παραμέτρους ακόμη: χαλαρότητα, ισοπέδωση, διευθυντικές θέσεις και οπωσδήποτε εργασία σε κάποια από τις μεγάλες πόλεις της χώρας, κατά προτίμηση στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Διότι -αν πιστέψουμε τις ελληνικές επιχειρήσεις στην περιφέρεια- μια βιομηχανία στον Έβρο ή τη Φλώρινα θα πρέπει να βολευτεί με το δυναμικό που υπάρχει στην περιοχή της. Πολύ δύσκολα κάποιος εργαζόμενος θα μετακομίσει στην παραμεθόριο, όσο μεγάλος κι αν είναι ο μισθός -εννοείται εντός των ελληνικών πλαισίων.

Με αυτά τα δεδομένα, που είναι απολύτως βέβαιον ότι ισχύουν σε σημαντικό βαθμό, οι πολιτικές για την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση τη ανεργίας πρέπει να αναπροσανατολιστούν, ώστε αφενός να γίνουν αποτελεσματικές και αποδοτικές και αφετέρου να αποκτήσουν βάθος. Διότι η… νοοτροπία εισοδήματος δεν κτίστηκε σε μία ημέρα. Ούτε καν σε έξι ημέρες, που κατά τας γραφάς είναι ο χρόνος που χρειάστηκε ο Θεός για να δημιουργήσει την πλάση. Είναι αποτέλεσμα «δουλειάς» δεκαετιών σε σπίτια, σχολεία, κομματικούς σωλήνες, καφενεία, ταβέρνες, δρόμους, πλατείες και γήπεδα. Επομένως και η αντιστροφή της χρειάζεται πολύ χρόνο, ο οποίος κάποια στιγμή καλό θα ήταν να αρχίσει να… μετράει. Οι 500.000 νέοι που έφυγαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης για να δουλέψουν στην Ευρώπη -κυρίως- και στην Αμερική, δεν επιστρέφουν εύκολα όχι μόνο επειδή οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλότεροι, αλλά και διότι γνώρισαν πώς είναι να δουλεύεις και να ζεις σε μια σαφώς πιο οργανωμένη -και ως εκ τούτου ασφαλή- κοινωνία. Ας μην το υποτιμάει κανείς αυτό.

Συμπέρασμα: η αύξηση των μισθών ενδεχομένως συγκινεί κάποιους, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα της αναζήτησης εργαζομένων στην Ελλάδα. Όσο για την προσφορά μεγαλύτερων μισθών από κάποια επιχείρηση ευνοεί περισσότερο την κινητικότητα στην εργασία, επειδή κάποιοι ήδη εργαζόμενοι με συγκεκριμένα προσόντα θα αλλάξουν… στέγη για να πάρουν περισσότερα.