Skip to main content

Η στροφή Τσίπρα στις επιχειρήσεις ταιριάζει στη Βόρεια Ελλάδα

Η Θεσσαλονίκη δεν πρόκειται ποτέ να αναβαθμιστεί και να αποβάλλει τον τίτλο «πρωτεύουσα της ανεργίας» εάν δεν αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματά της.

Τις τελευταίες εβδομάδες η κυβέρνηση επιδεικνύει διάθεση να προσεγγίσει τον ιδιωτικό τομέα. Να καταλάβει η ίδια τι συμβαίνει στην πραγματική οικονομία –δεν είναι πάντα αυτονόητα τα… αυτονόητα-, να στηρίξει ηθικά τους επιχειρηματίες και να στείλει μήνυμα στην κοινωνία και τους πολίτες να μην τα περιμένουν όλα από το κράτος. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας συνοδευόμενος από υπουργούς και συνεργάτες του έχει ήδη επισκεφθεί δύο βιομηχανίες στην Αττική και θα συνεχίσει, ελπίζουμε όχι μόνο σε παραρτήματα πολυεθνικών με λυμένα τα βασικά ζητήματα της ρευστότητας και της χρηματοδότησης.

Με αφορμή τα επερχόμενα εγκαίνια της ΔΕΘ ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλέξης Χαρίτσης βρέθηκε χθες στη Βιομηχανική Περιοχή του Κιλκίς και είχε την ευκαιρία να συναντήσει πραγματικούς επιχειρηματίες και ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Βαγγέλης Αποστόλου θα επισκεφθεί σήμερα τις εγκαταστάσεις της γαλακτοβιομηχανίας ΜΕΒΓΑΛ στα Κουφάλια -ενδεχομένως και κάποιες άλλες μονάδες αγροδιατροφής στην περιοχή.

Προφανώς η «στροφή» Τσίπρα στην επιχειρηματικότητα είναι κάτι θετικό. Έστω και καθυστερημένα –μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν πρόκειται για επιφανειακή προσέγγιση, κάτι που δεν αποκλείεται- ο Έλληνας πρωθυπουργός αναγνωρίζει ότι στην οικονομία υπάρχουν δύο πυλώνες, που καλό είναι να λειτουργούν συμπληρωματικά. Διότι στα πολλά χρόνια των Μνημονίων και της επιτήρησης –με αποκορύφωμα τα τελευταία 2,5 χρόνια- μετά βεβαιότητος ο δημόσιος τομέας ανταγωνίζεται τον ιδιωτικό. Με απλά λόγια: Το δημόσιο στην προσπάθεια του να επιβιώσει με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες από μια κρίση για την οποία ευθύνεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο κομμάτι της οικονομίας, δε διστάζει να θυσιάσει τις επιχειρήσεις. Πρόκειται για εικόνα στην οποία συνυπάρχουν με τη μεταφορική της έννοια η ανθρωπογεωγραφία και με την κυριολεκτική τους σημασία η χωροταξία και η πατριδογνωσία. Κατ’ αρχήν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα χάνουν τις δουλειές τους ή υποχρεώνονται να λειτουργήσουν μέσα στο άγχος να μη μείνουν άνεργοι ή απλήρωτοι. Σε πλήρη αντίθεση με τη μακαριότητα των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι έχασαν εισόδημα, αλλά τουλάχιστον δεν σκέφτονται κάθε μέρα εάν θα σηκωθούν για τη δουλειά το επόμενο πρωί.    

Η κατάσταση αυτή επηρεάζει αρνητικά την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας, που είναι εφικτή μόνο μέσω του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος, όμως, στην παρούσα φάση εξαντλεί την δυναμική που του έχει απομείνει για να πληρώνει φόρους. Αν σε αυτή την εικόνα προσθέσει κανείς αφενός τον υπερ-συγκεντρωτισμό, τη γραφειοκρατία και την αναπολεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και αφετέρου την πλήρη αδυναμία του κράτους να δρομολογήσει ανάπτυξη μέσω δικών του παραγωγικών επενδύσεων, αντιλαμβάνεται ότι η περιφέρεια της χώρας δεν έχει να περιμένει και πολλά. Επομένως μια στροφή της πολιτικής προς την ιδιωτική οικονομία μόνο οφέλη μπορεί να έχει για τα εκτός Αττικοβοιωτίας οικονομικά και κοινωνικά συστήματα.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης: η περιοχή δεν πρόκειται ποτέ να αναβαθμιστεί οικονομικά και να αποβάλλει τον τίτλο «πρωτεύουσα της ανεργίας» εάν δεν αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα σε τομείς όπως το εμπόριο, οι μεταφορές, ο τουρισμός, η μεταποίηση και η αγροτική παραγωγή. Σε κανένα από αυτά τα πεδία το κράτος δεν μπορεί να κάνει τίποτα, εκτός από το να φροντίσει για τη δημιουργία καλύτερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, στο οποίο να ευνοείται η καλλιέργεια της καινοτομικότητας, που σε μια σύγχρονη οικονομία θεωρείται κλειδί για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, που μετά από αλλεπάλληλες πολύχρονες καθυστερήσεις βρίσκεται στην τελική ευθεία και πιθανότατα θα έχει πάρει σάρκα και οστά τους πρώτους μήνες του 2018, και η παραχώρηση του αεροδρομίου σε ιδιωτικό μάνατζμεντ είναι δύο βήματα που μπορεί να αποδειχθούν καθοριστικά.

Διότι το στοίχημα δεν είναι τα πολλά ή λίγα λεφτά που εισπράττει το δημόσιο όταν πουλάει ή παραχωρεί προς διαχείριση περιουσιακό τους στοιχείο –κάτι που στο κάτω κάτω εξαρτάται από τη γωνία που βλέπει κανείς την υπόθεση-, αλλά την πορεία της υπόθεσης από εκεί και πέρα. Εν προκειμένω, από το πώς θα λειτουργήσουν οι δύο αυτές βασικές υποδομές υπό ιδιωτική καθοδήγηση. Τελικά από το πόσο αποδοτικές και ωφέλιμες θα καταστούν για το σύνολο της οικονομίας. Πόση ώθηση θα δώσουν στην ανάπτυξη.

Η κυβερνητική στροφή στην στήριξη του ιδιωτικού τομέα μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει για τη Β. Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη, καθώς η περιοχή διαθέτει ανθεκτικές εταιρίες και κυρίως πετυχημένους και έμπειρους επιχειρηματίες – πολεμιστές. Αρκεί να μην είναι αργά, διότι το περίφημο «σπιράλ της ανάπτυξης», καθηλωμένο τόσο βίαια και επί μακρόν χρονικό διάστημα, ενδέχεται να έχει σκουριάσει και να είναι δύσκολο να εκτιναχτεί. Πολύ περισσότερο πιθανή είναι αυτή η αρνητική προοπτική εάν η «στροφή Τσίπρα» γίνεται χωρίς πίστη στο αποτέλεσμα, είτε για επικοινωνιακούς λόγους, είτε ως απελπισμένη προσπάθεια εξόδου από το αδιέξοδο. Εάν δηλαδή αποδειχθεί πολιτική εντυπώσεων ή πολιτική ανάγκης.

Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν πολλά. Ο πρωθυπουργός εκτός από τα εγκαίνια της ΔΕΘ το Σάββατο έχει προγραμματίσει επαφές και ομιλίες στη Θεσσαλονίκη τις επόμενες ημέρες και τους επόμενους μήνες. Επίσης, έχει ακόμη ως πλεονέκτημα τον ανασχηματισμό, αφού είναι δεδομένο ότι στην άσκηση εξουσίας, που οργανωτικά και θεσμικά βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, τα πρόσωπα παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο.

Ταυτόχρονα, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη η τρίτη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου, μέσω της οποίας θα υπάρξει ένα ακόμη δείγμα γραφής, καθαρότερο από τις προηγούμενες δύο. Διότι σε αυτή τη φάση των συζητήσεων με τους δανειστές δεν υπάρχουν στη μέση δημοσιονομικά θέματα (μισθοί, συντάξεις κ.λπ.), που ενδεχομένως δικαιολογούσαν καθυστερήσεις στη συμφωνία και στην υλοποίηση δεσμεύσεων. Υπάρχουν θεσμικά ζητήματα και μεταρρυθμίσεις, η εξέλιξη των οποίων θα πιστοποιήσει πέραν πάσης αμφιβολίας τις πραγματικές προθέσεις και το βαθμό επάρκειας των κυβερνώντων να αντιληφθούν προς τα που και με ποιόν τρόπο μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα.