Skip to main content

Σιδερένια ξίφη του Βυζαντινού στρατού στην Πύλη Γιάφα της Ιερουσαλήμ – Μια σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη

Από την Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ ως τον σταθμό Σιντριβάνι του μετρό Θεσσαλονίκης τα ξίφη εμπλουτίζουν τις γνώσεις για τα όπλα του Βυζαντινού στρατού – Ο Έλληνας αρχαιολόγος που τα μελετά

Μπροστά σε έναν ανέλπιστο θησαυρό βρέθηκε η σκαπάνη των αρχαιολόγων, οι οποίοι πραγματοποιούσαν παράλληλες έρευνες κατά τη διάρκεια εργασιών για την αστική ανάπλαση στην περιοχή δυτικά της Πύλης της Γιάφας, μιας από τις επτά κύριες, ανοιχτές πύλες της Παλιάς Πόλης της Ιερουσαλήμ.

Η Αρχαιολογική Υπηρεσία του Ισραήλ, με επικεφαλής τον γεννημένο στη Νέα Υόρκη και από το 1969 εγκατεστημένο στην Ιερουσαλήμ αρχαιολόγο, Αρέν Μαέιρ, έφερε στο φως ένα συγκρότημα κτηρίων, που χρονολογούνται στο τέλος του 6ου-αρχές 7ου μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα με την κεραμική, τα τεχνουργήματα από γυαλί και τα νομίσματα που βρέθηκαν στο σημείο. Το έργο γνωστό ως Mamilla Project αποκάλυψε πως τα κτήρια αυτά είχαν βιομηχανικό και εμπορικό χαρακτήρα.

Image

 

Σε έναν ρηχό λάκκο σκαμμένο κάτω από το δάπεδο δωματίου, ενός κτηρίου με πολλά δωμάτια, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν έναν θησαυρό από έξι σιδερένια ξίφη, με λεπίδες διπλής όψης, σε αρκετά από τα οποία βρέθηκαν υπολείμματα απολιθωμένου ξύλου, τόσο στις λαβές, όσο και στις ίδιες τις λεπίδες, ένα μικρό δείγμα του οποίου προσδιορίστηκε ως λεύκα.

Τα ξίφη αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τα βοηθητικά στρατεύματα του Ρωμαϊκού στρατού και αργότερα από τον Βυζαντινό, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Οι ανασκαφές και η αποκάλυψη του θησαυρού με τα ξίφη -βρέθηκε επίσης και ένα ομφάλιο ασπίδας- έγιναν τις δεκαετίες 1980-1990 και μέχρι σήμερα δεν είχαν μελετηθεί επισταμένα.

Image

 

Ο Έλληνας αρχαιολόγος, Ερρίκος Μανιώτης, υποψήφιος διδάκτορας της Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Masaryk του Μπρνο της Τσεχία -η διδακτορική διατριβή του οποίου είναι πάνω στα Ξίφη του Βυζαντινού Στρατού-, τα μελέτησε από κοινού με τον Αρέν Μαέιρ και η εργασία τους δημοσιεύτηκε τον περασμένο Ιούλιο στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Roman Military Equipment Studies.

«Η καινοτομία αυτής της επιστημονικής εργασίας είναι ότι προσδιορίζει τα σπαθιά από τη Μαμίλλα ως βυζαντινά ξίφη. Ο συσχετισμός με το Βυζάντιο, των ξιφών που χρονολογούνται στον 5ο-7ο μ.Χ. αιώνα από τα Βαλκάνια και την ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου, έχοντας ως τελευταίο χρονολογικό παράδειγμα τα ξίφη από την Ιερουσαλήμ, θεωρείται πολύ σημαντικός, καθώς για πρώτη φορά γίνεται μια συστηματική καταγραφή και ταύτιση των ευρημάτων αυτών», δήλωσε στη Voria ο κ. Μανιώτης και πρόσθεσε: «Η χημική ανάλυση που διενεργήθηκε στις σιδερένιες λεπίδες μάς έδωσε χρήσιμες πληροφορίες για την κατασκευή τέτοιων βυζαντινών σπαθιών κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, όπου τα ευρήματα όπλων θεωρούνται λιγοστά. Με την ανακάλυψη των ξιφών από την Ιερουσαλήμ και την μελέτη τους αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες για τα ξίφη που χρησιμοποιούσε ο βυζαντινός στρατός κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και φωτίζεται ένα κλάδος, αυτός των βυζαντινών όπλων, ο οποίος είναι ακόμη στα σπάργανα».

Το ξίφος του Ρωμαίου πολεμιστή από το μετρό Θεσσαλονίκης

Στην εργασία των δύο αρχαιολόγων τα ξίφη της Ιερουσαλήμ συσχετίζονται με παρόμοια που βρέθηκαν σε όλη την περιοχή της Μεσογείου και τη Βαλκανική Χερσόνησο, με κυριότερο το ξίφος από την ταφή της τρίκλιτης βασιλικής που βρέθηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στον σταθμό Σιντριβάνι του μετρό Θεσσαλονίκης το 2009-2010.  

Image

 

Σύμφωνα με τον κ. Μανιώτη, αλλά και την ανασκαφέα της κοιμητηριακής βασιλικής, καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ., Μελίνα Παϊσίδου, ένας από τους 7 τάφους που βρέθηκαν εντός του δαπέδου του ναού, ανήκε σε Ρωμαίο αξιωματικό, πιθανής γερμανικής καταγωγής-εθνότητας, όπως υποδεικνύει και το τελετουργικό της εσκεμμένης καταστροφής του σπαθιού, έθιμο που απαντάται εκτός των άλλων και στα γερμανικά φύλα. Ο πολεμιστής θάφτηκε με όλο τον εξοπλισμό του στα μέσα του 5ου μ.Χ. αιώνα. Εντός του τάφου και δίπλα στον σκελετό, βρέθηκαν τμήμα της ασπίδας, η αιχμή του δόρατος και το ξίφος του διπλωμένο στα δύο, αφού δεν θα το χρησιμοποιούσε πλέον. Η πρακτική με το διπλωμένο (όχι σπασμένο) ξίφος είναι γνωστή στη δυτική Ευρώπη, αλλά εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και στη Μακεδονία γενικότερα, ανέφεραν τότε η Μελίνα Παϊσίδου και ο Ερρίκος Μανιώτης.

Το ερώτημαήταν «τι γύρευε ένας πολεμιστής γερμανικής καταγωγής στη Θεσσαλονίκη;» και την απάντηση έδωσαν οι πηγές, σύμφωνα με τις οποίες, την εποχή του Θεοδοσίου Β΄, στα μέσα του 5ου αιώνα -όπως ακριβώς είχε χρονολογηθεί ο τάφος, μεταξύ 430-450 μ.Χ.- Γότθοι μισθοφόροι είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη και στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής για να προστατεύουν τα σύνορα της Αυτοκρατορίας από εχθρικές επιδρομές.

Βυζαντινά ξίφη στη Βαλκανική και τη λεκάνη της Μεσογείου

Σύμφωνα με την έρευνα του κ. Μανιώτη, παρόμοια με τα ξίφη της Ιερουσαλήμ -αλλά και αυτό της Θεσσαλονίκης- έχουν βρεθεί και σε άλλα σημεία της Βαλκανικής και της ευρύτερης περιοχής της λεκάνης της Μεσογείου.

Για παράδειγμα μια λεπίδα ξίφους προέρχεται από την ανασκαφή σε δωμάτιο σπιτιού στην Έφεσο και χρονολογείται στον 7ο μ.Χ. αιώνα -όπως και τα ξίφη της Ιερουσαλήμ-, ενώ ένα παρόμοιο ξίφος βρέθηκε στο αρχαίο φρούριο Σαντόβσκο Καλέ, στην πόλη Πλέβεν της Βουλγαρίας, κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία. Πλήθος νομισμάτων που ανακαλύφθηκαν στο σημείο της ανασκαφής και χρονολογούνται στον 6ο μ.Χ. αιώνα ως τις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα, βοηθούν στο χρονολογικό πλαίσιο του ξίφους.

Ακόμη ένα παρόμοιο σπαθί βρέθηκε σε νεκρόπολη που ανασκάφτηκε πρόσφατα στην πόλη Σιγκιντούνουμ (η αρχαία ονομασία του Βελιγραδίου) στη Σερβία, μια χώρα που ήταν σημαντικό κέντρο κατά την Ύστερη Ρωμαϊκή και την Πρωτοβυζαντινή Περίοδο. Το σπαθί που εντοπίστηκε σε αυτή τη νεκρόπολη ήταν σπασμένο σε τρία μέρη και έφερε σιδερένιο σταυρό στον προφυλακτήρα. Αλλά και στη Ρώμη βρέθηκε παρόμοιο ξίφος, το οποίο εκτίθεται στο Museo Nazionale Romano, ενώ σε ιδιωτική συλλογή στην Ισπανία υπάρχει ένα σετ που αποτελείται από σπαθί, μία πόρπη και ομάδα νομισμάτων που χρονολογούνται στον 9ο μ.Χ. αιώνα και μπορούν να συνδεθούν με την παρουσία του Ρωμαϊκού Στρατού σε πολυάριθμες θέσεις στην Ιβηρική.

Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τον κ. Ερρίκο Μανιώτη