Skip to main content

Ecofin: Εξαιρούνται οι εξοπλιστικές δαπάνες από τον δημοσιονομικό κανόνα για το έλλειμμα

Το συμφωνηθέν κείμενο προτείνει την παράταση της προθεσμίας για τις χώρες που βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος

«Λευκός καπνός» για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης βγήκε από την τηλεδιάσκεψη των υπουργών Οικονομικών των 27 κρατών - μελών, με την ΕΕ να καταλήγει σε δύο ιστορικές αποφάσεις, μετά από αυτήν για την αναθεώρηση του συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, σε λιγότερο από 24 ώρες.

Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ, γνωστοί ως Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που εγκρίθηκαν το 1997, πριν από είκοσι έξι χρόνια, και προβλέπουν έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος στο 60%, είχαν ανασταλεί λόγω της πανδημίας της Covid-19. Ωστόσο θα έπρεπε να τεθούν εκ νέου σε ισχύ το 2024 και για αυτόν το λόγο τα 27 κράτη - μέλη της ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχαν ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου ώστε να υπάρξει μια συμφωνία πριν από το τέλους του τρέχοντος έτους.

Η συμφωνία αυτή έρχεται μία μόλις ημέρα μετά τη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της Γαλλίας και της Γερμανίας, στο Παρίσι. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ και ο Γερμανός ομόλογός του Κρίστιαν Λίντνερ κατέληξαν σε μια καταρχήν συμφωνία αναφορικά με τις λεγόμενες «διασφαλίσεις» μείωσης του δημοσίου χρέους και του ελλείμματος. Μια συμφωνία που ήταν υπέρ της Γαλλιας καθώς είχε στο πλευρό της και την Ιταλία, την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ.

Μεγαλύτερη ευελιξία στην απομείωση του δημοσίου χρέους και του ελλείμματος

Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, που εκτός απροόπτου θα τεθούν σε ισχύ εντός του 2024, προβλέπουν μεγαλύτερη ευελιξία στην απομείωση του δημοσίου χρέους και του ελλείμματος. Τα κράτη - μέλη της ΕΕ, των οποίων ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ τους είναι πάνω από 90% θα πρέπει να τον μειώσουν κατά μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως. Για τα κράτη - μέλη με χρέος μεταξύ 60% και 90% θα απαιτείται μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα ετησίως,

Αναφορικά με το έλλειμμα, τα κράτη - μέλη που ξεπερνούν τα δίδυμα όρια χρέους 60% και ετήσιου ελλείμματος 3%, θα πρέπει να πραγματοποιούν ετήσιες προσαρμογές, ύψους 0,25% του ΑΕΠ σε μια περίοδο επτά ετών ή 0,4% σε τέσσερα χρόνια έως ότου το χρέος φτάσει σε βιώσιμο επίπεδο.

Κάτι που δεν αρέσει σχεδόν σε κανέναν. Κράτη - μέλη όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, τα οποία έπρεπε να εφαρμόσουν πολύ επώδυνες μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια, θεωρούν ότι οι νέοι κανόνες υποχρεώνουν τις υπερχρεωμένες χώρες να μειώσουν ακόμα περισσότερο τα ετήσια ελλείμματά τους στο 1,5% περίπου του ΑΕΠ, και να μειώνουν το χρέος τουλάχιστον κατά 1% του ΑΕΠ τους κάθε χρόνο μέχρι να φτάσει σε βιώσιμο επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, τα λεγόμενα «φειδωλά» κράτη - μέλη της ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, εκφράζουν ενστάσεις καθώς θεωρούν ότι δεν υπάρχουν επαρκείς δικλείδες ασφαλείας για την απομείωση χρέους και ελλειμμάτων.

«Δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας»

Η Γαλλία, ωστόσο, κέρδισε μια σημαντική νίκη καθώς στη νέα συμφωνία θα περιλαμβάνεται μια διάταξη που θα επιτρέψει στις χώρες που παραβιάζουν τον στόχο του 3% του ελλείμματος να δημιουργήσουν «δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας» για να αντιμετωπίσουν οικονομικούς κραδασμούς.

Η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού θα λαμβάνεται επίσης υπόψη πριν από την έναρξη της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτι που θεωρείται ως μια ακόμα στρατηγική νίκη για το Παρίσι. Μια νίκη και για τη Ρώμη καθώς και η Ιταλία, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης κατάφερε να κερδίσει τη διάταξη που προβλέπει ότι οι αμυντικές δαπάνες θα λαμβάνουν ται υπόψη στον υπολογισμό του ελλείμματος. Μια θέση την οποία υποστήριζε εξ αρχής και η Ελλάδα.

Το συμφωνηθέν κείμενο προτείνει την παράταση της προθεσμίας για τις χώρες που βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος δίνοντας παράταση τουλάχιστον τριών ετών, πριν τεθεί σε εφαρμογή η λεγόμενη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.

Η αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ ήταν κάτι που ζητούσε μετ'επιτάσεως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ έχει υπογραμμίσει επανειλημμένως ότι η νομισματική πολιτική δεν αρκεί για να περιοριστεί ο πληθωρισμός και απαιτείται μια νέα, κοινή δημοσιονομική πολιτική στην ΕΕ.