Skip to main content

Για καφέ ανάμεσα σε δύο… δοκιμαστήρια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης

Πολλοί ξαποσταίνουν στις καρέκλες και τους πάγκους τους, χωρίς να γνωρίζουν ούτε καν που ακριβώς πίνουν τον καφέ τους. Κάπου στο κέντρο...

Η οδός Μητροπόλεως, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, είναι ένας πολύ ωραίος, υψηλής κλάσεως και ευρωπαϊκών προδιαγραφών δρόμος. Ιδιαίτερα το φθινόπωρο με καλό καιρό, όπως οι μέρες που διανύουμε. Μια βόλτα στα πεζοδρόμια της μπορεί να αποδειχθεί μέχρι και απολαυστική, ενώ συγχρόνως βοηθάει τον προσεκτικό παρατηρητή να καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα που εν τέλει αφορούν όλη τη Θεσσαλονίκη. Ο πολύ μεγάλος αριθμός των καφέ που υπάρχουν χαρακτηρίζει όχι μόνο τις δύο όχθες του δρόμου, αλλά και τα παρακείμενα στενά.

Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και στην Αριστοτέλους, στην Αγίας Σοφίας, στην Πάυλου Μελά, στην Παλαιών Πατρών Γερμανού, στην Τσιμισκή, στη Βενιζέλου. Όλο το κέντρο της πόλης είναι ένα απέραντο… καφενείο, το πιο βασικό χαρακτηριστικό της στις μέρες μας.

Ο χαρακτηρισμός της Θεσσαλονίκης ως «φραπεδούπολης» δεν είναι καινούργιος. Ανάγεται στη δεκαετία του 1960, όταν στη Διεθνή Έκθεση «εφευρέθηκε» το… φραπεδάκι, ο κρύος χτυπητός νες καφέ.

Ο όρος επισημοποιήθηκε τρόπον τινά πριν από 15 χρόνια. Ήταν τότε που η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματοποιήθηκε στο Πόρτο Καρράς και η Θεσσαλονίκη φιλοξένησε αρκετούς ξένους, οι περισσότεροι διαδηλωτές του αντι-ευρωπαϊσμού από τα αριστερά. Ήταν τότε που το υπουργείο Μακεδονίας Θράκης για να διευκολύνει τους επισκέπτες τύπωσε κατά χιλιάδες έναν χάρτη του κέντρου της πόλης, στον οποίο οι περιοχές που κάποιος μπορούσε να απολαύσει το καφεδάκι του –ήταν και αρχές καλοκαιριού- δεν ήταν σημαδεμένες με το διεθνές σηματάκι, ένα φλιτζάνι που καπνίζει, αλλά και με το σκίτσο ενός φραπέ. Γυάλινο ποτήρι, αφρός, καλαμάκι. Τι πιο επίσημο για έναν ανεπίσημο μεν, απολύτως σωστό χαρακτηρισμό δε. Ήταν ακριβώς τότε, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, που τα καφέ της Θεσσαλονίκης άρχισαν να αναπτύσσονται περισσότερο σαν επιχειρήσεις παρά σαν καφενεία.

Να αποκτούν brand name και συγχρόνως να δίνουν ταυτότητα στην δήθεν άχρωμη και άοσμη πόλη! Με καινοτομίες -από καναπέδες στα πεζοδρόμια μέχρι… φλιτζάνι-, εξωστρέφεια –μέχρι την Αθήνα και ακόμη πιο μακριά έφτασε η χάρη τους- και τεχνογνωσία έτοιμη να πουληθεί και να… αγοραστεί. Βοήθησε σε αυτό και η πλήρης ανεπάρκεια της τότε διοίκησης του δήμου Θεσσαλονίκης, που είχε αποφασίσει να μην ασχοληθεί ποτέ με τους δρόμους, τα πεζοδρόμια και τις πλατείες. Μέχρι και το άγαλμα του Αριστοτέλη στην πλατεία που φέρει το όνομα του είχε χαθεί πίσω από τα πλαστικά χωρίσματα και τις σόμπες εξωτερικού χώρου. Στην αρχή, μάλιστα, το πράγμα είχε την πλάκα του. Ο αστικός μύθος επιμένει ότι τότε, στις αρχές του 2000, η τιμή του καφέ στην Αριστοτέλους συναγωνιζόταν την τιμή σε άλλες διάσημες πλατείες του κόσμου, όπως –για παράδειγμα- η Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας και η πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Στην Ελλάδα της σπατάλης και της υπερβολής όλα ήταν πιθανά. Ακόμη και τα πιο απίθανα.

Και μετά ήρθε η κρίση. Ακολούθησε η ύφεση. Σήμερα, πια, υπάρχει μια νέα πραγματικότητα, την οποία και οι πιο δύσπιστοι αναγνωρίζουν και… χωνεύουν. Σιγά – σιγά. Η εικόνα στα πεζοδρόμια και τις πλατείες της Θεσσαλονίκης βελτιώθηκε επί των ημερών Μπουτάρη στη δημαρχία, αλλά ο αριθμός των καφέ συνέχισε να αυξάνεται. Μικρά, μικρότερα, ακόμη πιο μικρά εξακολουθούν να πολλαπλασιάζονται. Μόνο που, πλέον, η ατμόσφαιρα είναι διαφορετική. Άκεφη. Χωρίς έμπνευση. Η επιχειρηματικότητα της ανάγκης -και γι’ αυτό της πλάκας- κυριαρχεί. Σήμερα για τα καφέ της Θεσσαλονίκης το μόνο που μετράει είναι το σημείο. Εάν είναι πέρασμα, εάν θεωρείται πιάτσα έχει καλώς. Ο υπερεπαγγελματισμός έχει ακυρώσει κάθε ποιοτικό στοιχείο. Έχει ισοπεδώσει κάθε διαφοροποίηση άλλου τύπου. Γι’ αυτό οι ταμπέλες με τα ονόματα ανεβοκατεβαίνουν σαν ασανσέρ. Με ανάλογους ρυθμούς αλλάζουν και τα ονόματα των ιδιοκτητών και των διαχειριστών, φανερών και… κρυφών. Η καλή παράδοση έχει δώσει τη θέση της στην προχειρότητα του άρπα κόλα ή στις αλυσίδες franchise με τα έντονα φώτα, τον πλαστικό διάκοσμο και τους βαριεστημένους εργαζομένους. Τα καλόγουστα στέκια που επιβιώνουν είναι λίγα. Και τα καλόγουστα και τα στέκια.  

Για τη Θεσσαλονίκη τα καφέ και τα μπαρ δεν αποτελούν, πλέον, ταυτότητα. Είναι απλώς ένα φαινόμενο. Είναι πολλά στο κέντρο της πόλης και αυτό προκαλεί εντύπωση. Τίποτε περισσότερο. Σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν δεν είναι παρά μια κανονική ανορθογραφία. Ας μη μας ξεγελάει η πληρότητα που υπάρχει τα ηλιόλουστα πρωινά του Σαββάτου. Πολλοί ξαποσταίνουν στις καρέκλες και τους πάγκους τους, χωρίς να γνωρίζουν ούτε καν που ακριβώς πίνουν τον καφέ τους. Κάπου στο κέντρο. Οκ! Απλώς έτυχε κάποιο από αυτά τα απειράριθμα παρακμιακά καφέ να βρεθεί στον δρόμο τους, στη διάρκεια του shopping therapy, ανάμεσα σε δύο… δοκιμαστήρια.