Skip to main content

Η Χαρούλα πάντα θα κατοικεί στο Ράδιο Σίτυ, στο Θέατρο Γης, στη Σίβηρη

Η δήλωση της Χαρούλας Αλεξίου έγινε με τον πιο σωστό τρόπο. Το «δεν καταδέχομαι» έδωσε έναν αυθεντικά δραματικό τόνο σε μια κατά τα άλλα απλή φράση.

Για πολλά χρόνια η φωνή της Χαρούλας Αλεξίου –για μας θα είναι πάντα η Χαρούλα- ήταν η απόλυτη επιβεβαίωση της επιστροφής στην Ελλάδα από πιο μακρινά και πιο κοντινά δημοσιογραφικά ταξίδια, άλλοτε της χλιδής και άλλοτε της ταλαιπωρίας. Ήταν η βαθιά ανάσα μέσα στο ταξί της διαδρομής από το αεροδρόμιο προς το σπίτι, τις μικρές μεταμεσονύχτιες ώρες, όταν τα αεροπλάνα προσεγγίζουν τη Θεσσαλονίκη από διάφορους προορισμούς, για να φύγουν και πάλι τα ξημερώματα για την Ευρώπη. Όταν από το ραδιόφωνο, που είχε ανοιχτό για παρέα ο οδηγός, ακουγόταν ανάμεσα στο ύπνο και τον ξύπνιο ο «Φαντάρος», η «Διαθήκη», το «Αν πεθάνει μια αγάπη», το «Όλα σε θυμίζουν», το «Δι’ ευχών».   

Φυσικά η σχέση δεν ήταν μόνο αυτή. Είχε ξεκινήσει νωρίς, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από ένα φορητό τραντζιστοράκι που ήταν κρεμασμένο στο παράθυρο, πάνω από τη ραπτομηχανή της μαμάς, και έπαιζε τραγούδια όπως το «Όταν πίνει μια γυναίκα» το «Πήρε φωτιά το Κορδελιό» και το «Δυο παλληκάρια απ’ τ’ Αϊβαλί», αλλά και τη «Δημητρούλα» και τη «Γκαρσόνα». Αλλά και από ένα φορητό κασετόφωνο «φορτωμένο» με παράνομα ηχογραφημένες κασέτες, που πουλούσαν τα καροτσάκια στην Αριστοτέλους, μαζί με το μαλλί της γριάς.

Μια σχέση που τα επόμενα χρόνια εξελίχθηκε σε δύο επίπεδα:

Πρωτίστως, ανάμεσα στη μουσικό και τον ακροατή. Μέσα από δίσκους, νυχτερινά κέντρα, συναυλίες. Αποδράσεις με το αυτοκίνητο και τη φωνή της στα ηχεία. Βόλτες στην παραλία με τα τραγούδια της στα ακουστικά. Προσεκτικές ακροάσεις δίσκων της στο σπίτι με χαμηλωμένα φώτα. Φιλικές συναθροίσεις σε σπίτια και ταβέρνες στην Άνω Πόλη και στην Τούμπα με γέλια και συγκίνηση, στα σάουντρακ των οποίων συμμετείχε πάντα. Ασφαλώς και σε μουσικές παραστάσεις και συναυλίες. Στο «Rex» της Μάρκου Μπότσαρη. Στο Ράδιο Σίτυ. Στο Μέγαρο Μουσικής. Στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, πριν ανακαινιστεί, όταν ακόμα είχε βελούδινα μπορντό καθίσματα. Στο Παλέ ντε Σπορ. Στο ανοιχτό θέατρο «Κατερίνα», εκεί που σήμερα βρίσκεται το δημαρχείο Θεσσαλονίκης, τις μέρες της Έκθεσης. Στο θέατρο Δάσους. Στο θέατρο Γης. Στο ανοιχτό θέατρο της Σίβηρης στη Χαλκιδική. Αλλά και στην Αθήνα, στο διαχρονικό Ζουμ, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και στο ΟΑΚΑ. Για πολλούς Έλληνες, ανεξαρτήτως ηλικίας ή μουσικών επιλογών, η Αλεξίου αποτέλεσε για δεκαετίες βασική σταθερά στα ακούσματά τους, είτε τραγουδούσε Καλδάρα, Νικολόπουλο και Λοϊζο  είτε Νικόλα Άσημο, Μάλαμα και Πορτοκάλογλου.

Παράλληλα, η σχέση εξελίχθηκε και σε επαγγελματική, μέσα από συνεντεύξεις σε εφημερίδες και περιοδικά, κριτικές δίσκων και ατέλειωτες ραδιοφωνικές εκπομπές. Με όλα αυτά να έχουν προηγηθεί τα τελευταία 50 χρόνια, η ανακοίνωση από την ίδια ότι αποχωρεί από το τραγούδι δημιουργεί συγκίνηση. Μπορεί τα τελευταία χρόνια η δραστηριότητά της να είχε περιοριστεί σε βαθμό που έδινε σε όλους να καταλάβουν ότι η ώρα να αποτραβηχτεί πίσω από τις κουίντες και τα μικρόφωνα πλησιάζει, αλλά όπως και να το κάνουμε η δήλωση «δεν μπορώ να τραγουδήσω όπως παλιά και δεν καταδέχομαι να συνεχίσω αν δεν μπορώ να το κάνω καλά» έχει τη σημασία της. Κι έγινε με τον πιο σωστό τρόπο, όπως θα θέλαμε να γίνει. Με αυτό το «δεν καταδέχομαι» που δίνει έναν αυθεντικά δραματικό τόνο σε μια κατά τα άλλα απλή φράση. Μια δήλωση από ραδιοφώνου –από τη συχνότητα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας-, δηλαδή από το μέσον που στηρίζει τη μουσική διαχρονικά περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο και είναι συνυφασμένο με τις καλύτερες και πιο απρόβλεπτες ακροάσεις μας.

Επιπροσθέτως, η ανακοίνωση συνοδευόταν από στέρεα επιχειρήματα να την εξηγούν ως εκεί που έπρεπε –το προσωπικό κόστος είναι μια άλλη ιστορία, αποκλειστικά δική της- κάτι που κάθε δημόσιο πρόσωπο οφείλει να κάνει. Τίποτε από αυτά δεν είναι δεδομένα στην Ελλάδα, όπου ο… δεινοσαυρισμός επικρατεί σε κάθε πεδίο δημόσιας σφαίρας και σε κάθε αποδοτική δραστηριότητα. Στην πολιτική, στον καλλιτεχνικό χώρο, στον αθλητισμό, σε πάρα πολλές δουλειές οι άνθρωποι σπανίως πηγαίνουν στο σπίτι τους οικειοθελώς. Το θεωρούν ήττα, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά ακριβώς το αντίθετο, νίκη. Ειδικά για τους καλλιτέχνες, που αφήνουν αποτυπώματα και μοιραία συνομιλούν με την ιστορία. Έχουν την τύχη να εκφράζονται και συγχρόνως να χειροκροτούνται. Να παίζουν σαν μικρά παιδιά και οι άλλοι να τους θαυμάζουν. Για όλους αυτούς τους λόγους είναι δύσκολο να αποχωρήσουν -και πάντως δεν το κάνουν. Μάλλον δεν αντιλαμβάνονται ότι για έναν ερμηνευτή –ειδικά στο τραγούδι και ειδικότερα για κάποια ξεχωριστή περίπτωση- η μανιέρα είναι συντριβή. Πραγματική καταστροφή, που επιφέρει μεγάλη θλίψη. Ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να συμβούν σε ένα καλλιτέχνη –ιδιαίτερα σε ένα σπουδαίο ερμηνευτή του τραγουδιού- είναι να φτάσει να θυμίζει τον εαυτό του.       

Η Αλεξίου –διότι σήμερα αυτή είναι το θέμα- εν πολλοίς τα απέφυγε όλα αυτά. Τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στην ουσία εκτός παιχνιδιού από επιλογή και, πλέον, με την εξομολόγησή της μάθαμε τους λόγους. Η ίδια δεν εμπιστεύεται τη φωνή της όπως παλιά. Κάτι που δείχνει ότι κατανοεί απόλυτα ότι στην δική της τέχνη, την τέχνη του τραγουδιού, η χροιά και το ρεπερτόριο δεν αρκούν για να συντηρήσουν μια σοβαρή κατάσταση. Χρειάζονται οι φωνητικές δυνατότητες, αλλά και η ψυχική και πνευματική διάθεση που δημιουργείται σε κάθε άνθρωπο που νιώθει καλά. Που νιώθει σίγουρος ότι είναι καλά. Οι ειδικοί λένε ότι η καλύτερη ψυχολογική υποστήριξη για κάθε αθλητή είναι να νιώθει υγιής και το σώμα του σε φόρμα.

Για την καλλιτεχνική προσφορά της Αλεξίου έχουν γραφτεί πολλά. Στο μέλλον θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα. Άλλωστε με τους μουσικούς και τους τραγουδιστές η ευλογία είναι ότι η τέχνη του καταγράφεται ανεξίτηλα στις ηχογραφήσεις. «Πατώντας» στα χνάρια της αξέχαστης Βίκυς Μοσχολιού, που με τη σειρά της είχε ως πρότυπο την εμβληματική Πόλυ Πάνου, ανανέωσε την έκφραση στο λαϊκό τραγούδι με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Χωρίς επιτήδευση. Επειδή της βγήκε. Πέρα από κάθε ματαιοδοξία. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε τακτική. Επειδή η φωνή και η έκφραση της συντονίστηκαν με την εποχή της και συγχρόνως ενσωμάτωσαν την καλύτερη αύρα από το παρελθόν. Είχε το χάρισμα να μεταμορφώνεται –για την ακρίβεια να λάμπει σα να φοράει φωτοστέφανο- κάθε φορά που τραγουδούσε ένα κουπλέ ή ένα ρεφρέν. Όχι μόνο στη σκηνή ή στην πίστα, όπου τα φώτα, τα ρούχα και το παιχνίδι με τα χρώματα και τις σκιές επιβάλλουν την ατμόσφαιρα. Αλλά στο σπίτι ή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Κι ας είχε ξυπνήσει πριν από λίγα μόλις λεπτά. Κι ας τραγουδούσε α καπέλα για το κέφι της, φορώντας απλώς τις φόρμες της. Δεν είναι τυχαίο ότι για τους περισσότερους Έλληνες ήταν και παραμένει η Χαρούλα της καρδιάς τους και ταυτόχρονα της διπλανής πόρτας. Μια τραγουδίστρια που δεν έδωσε ποτέ το δικαίωμα να την πούνε «βεντέτα» κι ας άξιζε να είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες. Εκείνο που μάθαμε με τη σεμνή της αναφορά στην αποχώρηση είναι ότι διατηρεί σοβαρότητα, αυτοσεβασμό και μέτρο. Επίσης, ότι είναι ευαίσθητη επί της ουσίας και όχι μόνο από επαγγελματική ευσυνειδησία. Και οι ευαίσθητοι δεν αντέχουν οτιδήποτε αρχίζει να αποκτάει ρωγμές.  

ΥΓ. Ένας καλλιτέχνης, πολύ περισσότερο ένας μουσικός και ακόμη περισσότερο ένας μεγάλος ερμηνευτής, δεν είναι λογιστής. Δε λειτουργεί με προθεσμίες για την εφορία, για τα ασφαλιστικά ταμεία, για το ΦΠΑ, για το ένα και για το άλλο. Έχει πάντα –ακόμη και όταν δεν του φαίνεται- μια δημιουργική τρέλα, που σε ορισμένες περιπτώσεις τον οδηγεί να επιλέξει αυτό το τραγούδι και όχι το άλλο, αυτόν τον συνεργάτη και όχι τον άλλο, αυτό το κοινό και όχι κάποιο άλλο. Αυτό σημαίνει ότι η Αλεξίου, που σήμερα πιστεύει ότι τελείωσε γι’ αυτήν το τραγούδι, αύριο μπορεί να αναθεωρήσει εν μέρει. Να ηχογραφήσει ή να τραγουδήσει ζωντανά επειδή η φλόγα θα ανάψει πάλι μέσα της και σε αυτή την περίπτωση η τελειότητα της φωνής δεν θα αποτελεί ζητούμενο. Αν συμβεί κάτι τέτοιο του χρόνου, σε πέντε χρόνια ή σε δεκαπέντε χρόνια –γεροί να είμαστε- με τίποτα δεν θα χαρακτηρίζεται ως ανακολουθία. Η σημερινή στάση της Χαρούλας αποτελεί τον επίλογο των πέντε δεκαετιών που έλαμψε στο τραγούδι. Υπάρχει πάντα χώρος για ένα υστερόγραφο. Ή και περισσότερα…

ΥΓ2. Πριν από 20 ακριβώς χρόνια, εντελώς ξαφνικά, το Σεπτέμβριο του 2000, ένας σπουδαίος τροβαδούρος ανακοίνωσε επισήμως την αποχώρησή του από τις ζωντανές εμφανίσεις, τις οποίες επί της ουσίας είχε εγκαταλείψει δύο χρόνια πριν. Με συνέντευξη που είχε δώσει τότε στο μουσικό περιοδικό «Δίφωνο», το οποίο τον είχε κάνει εξώφυλλο. Ήταν ο Χάρης Κατσιμίχας, ο οποίος είχε πει επί λέξει: «Θέλω να φύγω από τη φάση αυτήν ακριβώς τη στιγμή, τώρα, τώρα που πουλάω 100.000 δίσκους για πλάκα, και θα πρότεινα ειλικρινά σε όλους να με ξεχάσουνε, μέχρι να έρθει η στιγμή που ν’ αξίζει τον κόπο να με ξαναθυμηθούνε». Τότε πολλοί από το μουσικό συνάφι τον έψεξαν, ίσως διότι κατάλαβαν πόσο ισχυρό ήταν το μήνυμά του για τους πιο ψαγμένους ακροατές, οι οποίοι –αν μη τι άλλο- αντιλήφθηκαν ότι πέρα από το χειροκρότημα ο Χάρης χαλούσε την πιάτσα διότι γύριζε την πλάτη του σε πολλά λεφτά, κάτι που εκείνοι δεν άντεχαν. Τον Καζαντζίδη, που έκανε κάτι ανάλογο το 1965, μόλις στα 34 του χρόνια, τον έβγαλαν… ιδιόρρυθμο. Μάλλον και η Αλεξίου θα μπορούσε να εξαργυρώνει το όνομα και την ιστορία της στο τραγούδι για καιρό ακόμη και όλοι –με πρώτο και καλύτερο το αδηφάγο κοινό- να είναι ευχαριστημένοι. Εκτός από την ίδια.