Skip to main content

Η εμπορική επέλαση της Κίνας προς τη Δύση ωφελεί τη Θεσσαλονίκη

Από τις 26 Οκτωβρίου 1912 η Θεσσαλονίκη έπαψε να βρίσκεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εντάχθηκε στην ελληνική επικράτεια.

Σήμερα –όπως και κάθε 26η Οκτωβρίου- η ημέρα είναι της Θεσσαλονίκης. Ανήκει στην πόλη, στους ανθρώπους της, στην ιστορία της, στη γεωγραφία της, στον πολιούχο της Άγιο Δημήτριο. Η ημέρα της απελευθέρωσης ή μάλλον της ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό. Από τις 26 Οκτωβρίου 1912 η Θεσσαλονίκη έπαψε να βρίσκεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εντάχθηκε στην ελληνική επικράτεια. Παρέμεινε για λίγα ακόμη χρόνια πολυεθνική πόλη με κατοίκους εβραϊκής, οθωμανικής, ελληνικής και βουλγαρικής καταγωγής, αλλά με την πάροδο του χρόνου κατέληξε μετά τις ιστορικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1920 και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια πόλη με σχεδόν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα απώλεσε τον κοσμοπολιτισμό που της είχαν χαρίσει η ιστορία και η γεωγραφία επί αιώνες και κατέληξε περίκλειστη πόλη, στρυμωγμένη ανάμεσα στα βόρεια σύνορα, το περίφημο Σιδηρούν Παραπέτασμα του Ψυχρού Πολέμου, και το πολύ στενό πέρασμα των Τεμπών.

Αυτή η γεωγραφική αποτύπωση είχε σαφείς αντιστοιχίες με την πραγματικότητα της οικονομίας και την καθημερινότητα της κοινωνίας. Επί δεκαετίες μετά την Κατοχή και μέχρι το 1990 η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίζονταν από πολλούς επισκέπτες της που είχαν συγκριτικά δεδομένα ως αποπνιχτική πόλη και ίσως να ήταν έτσι. Συνέβαλαν σε αυτό και τραγικά γεγονότα, όπως οι δολοφονίες του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ και του Γρηγόρη Λαμπράκη, που αποτελούν μελανές κηλίδες στην σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας.

Από το 1990, όταν αφενός έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το Νοέμβριο και αφετέρου -εξ’ αυτού του λόγου- απελευθερώθηκαν πλήρως οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης οικονομίας, η Θεσσαλονίκη ανέπνευσε. Της δόθηκε η δυνατότητα να ανακτήσει το χαμένο προς Βορράν ζωτικό της χώρο και να αναζητήσει διέξοδο προς τα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μια διαδικασία που εξελίσσεται –χωρίς θεαματικά αποτελέσματα- εδώ και 30 χρόνια σε διάφορες φάσεις.

Ίσως, όμως, το πιο σημαντικό να είναι άλλο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωγραφίας του πανεπιστημίου της Σορβόνης στο Παρίσι Γιώργο Πρεβελάκη, η Θεσσαλονίκη ευνοείται μεσομακροπρόθεσμα από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και κυρίως από την «επέλαση» της Κίνας προς τη Δύση.  Ο κ. Πρεβελάκης λέει χαρακτηριστικά: «Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε ένα πολύ μεγάλο γεωγραφικό σταυροδρόμι. Η γεωγραφία, όμως, δε φτάνει ποτέ από μόνη της για να εξηγήσει τη δυναμική μιας περιοχής. Ένα σταυροδρόμι μπορεί να αναπτυχθεί σε κέντρο, ανάλογα αφενός με τα άλλα κέντρα που υπάρχουν και αφετέρου με τις δυνάμεις που μπορούν να πάρουν την πρωτοβουλία ή απλώς να παρατηρούν τις εξελίξεις. Πριν από το 19ο αιώνα η Θεσσαλονίκη βρισκόταν ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία, επομένως πάνω σε ένα πολύ μεγάλο διάδρομο. Επιπροσθέτως, η πόλη ήταν ενταγμένη σε μια πολύ μεγάλη δύναμη όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κι επομένως ήταν ένα από τα δύο – τρία μεγάλα κέντρα της περιοχής, με ακτινοβολία σε όλα τα Βαλκάνια. Κατόπιν, καθώς το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μετατοπίστηκε προς τα δυτικά, η Θεσσαλονίκη βρέθηκε στην περιφέρεια, ενώ ανήκε, πλέον, σε μια μικρή χώρα, την Ελλάδα, με τα προς Βορράν σύνορα του Σιδηρούν Παραπετάσματος κλειστά. Στην ουσία η πόλη αποκόπηκε από παντού. Ήταν κλεισμένη στον εαυτό της και αποκομμένη από τα παγκόσμια ρεύματα. Σήμερα η κατάσταση αυτή αλλάζει. Όχι μόνο διότι τελείωσε ο ψυχρός πόλεμος και προσπαθούμε να ανοιχτούμε στους γείτονές μας, αλλά κυρίως επειδή το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας έχει μετατοπιστεί στα Ανατολικά, καθώς αναπτύσσεται ο τεράστιος οικονομικός πόλος της Ασίας και κυρίως της Κίνας. Επομένως η Θεσσαλονίκη -και η Β. Ελλάδα- βρίσκεται και πάλι ανάμεσα στους δύο πόλους».

Για τον καθηγητή Γεωγραφίας στη Σορβόνη τρία είναι τα κλειδιά για να αξιοποιήσει η Θεσσαλονίκη τις νέες συνθήκες. Το πρώτο αφορά την Κίνα και τη δυνατότητα της να σχεδιάζει για είκοσι, τριάντα ή εκατό χρόνια μπροστά, κάτι που μας υποχρεώνει να δούμε τα πράγματα με μακρινή προοπτική και όχι με ορίζοντα λίγων χρόνων. Το δεύτερο ουσιαστικό στοιχείο είναι η διαχείριση αυτών των νέων συνθηκών για τη Θεσσαλονίκη. Ποιοι θα πάρουν τις αποφάσεις; Και σε ποια κατεύθυνση θα κινούνται αυτές οι κρίσιμες αποφάσεις; Όπως υπογραμμίζει: «Για τη Θεσσαλονίκη το ένα θέμα είναι η γεωγραφική θέση. Το άλλο είναι το πώς τοποθετείται ανάμεσα στα παγκόσμια οικονομικά ρεύματα. Εάν βρίσκεται στην περιφέρεια ή στο κέντρο. Το τρίτο στοιχείο, ίσως το σημαντικότερο, είναι το ποιοι έχουν τη διακυβέρνηση αυτής της θέσης. Αναγκαστικά σε μια κοινωνία είναι αυτοί που αποτελούν την ελίτ. Έχει μεγάλη σημασία να υπάρχει μια δυναμική ομάδα που βλέπει μπροστά και μπορεί να διαχειριστεί αυτή την ευκαιρία. Ή εάν -αντίθετα με αυτό- η περιοχή είτε υπόκειται σε μια άλλη δύναμη –στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα και στην κεντρική εξουσία του ελληνικού κράτους-, είτε βλέπει τα πράγματα κατά τρόπο προσοδοθηρικό. Δηλαδή δεν επιλέγει να κουραστεί με τα δύσκολα, αλλά ενδιαφέρεται για την πρόσοδο, το ποσοστό που θα εισπράξει. Αυτή είναι η κακή έννοια μιας ελίτ, που σκέφτεται μόνο τη δική της άνεση, χωρίς να ενδιαφέρεται για την ευρύτερη περιοχή. Αυτά είναι τα σοβαρά πολιτικά προβλήματα που κάνουν τη διαφορά.

Η Θεσσαλονίκη, λόγω των εξελίξεων του 20ου αιώνα, βρέθηκε αποστερημένη από ελίτ. Η ελίτ της Οθωμανικής Θεσσαλονίκης ήταν μικτή, ήταν ισχυρή λόγω του ότι η πόλη ήταν ισχυρό πνευματικό κέντρο, που έδωσε πολλά κινήματα. Για παράδειγμα οι Νεότουρκοι «γεννήθηκαν» στη Θεσσαλονίκη, ενώ η πόλη είχε μια από τις πιο δυναμικές εβραϊκές κοινότητες στον κόσμο. Αυτό όλο διαλύθηκε. Κατόπιν η Θεσσαλονίκη περιθωριοποιήθηκε μέσα σε ένα ελληνικό κράτος, το οποίο φοβόταν τη Βόρεια Ελλάδα εξαιτίας των προβλημάτων με τους βόρειους γείτονες. Επομένως «στέγνωσε» από την άποψη της ελίτ. Οι καινούριες δυναμικές δίνουν την ιδέα ότι θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί μια ελίτ στη Θεσσαλονίκη. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικά τα ανοίγματα του προηγούμενου δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη στην Τουρκία, στο Ισραήλ, στους Εβραίους, στα σημερινά ρεύματα. Ούτως ή άλλως οι παλιές ελίτ «φεύγουν». Πρέπει να βγουν καινούριες, οι οποίες θα προκύψουν από ανθρώπους που σήμερα είναι 20, 30, 40 χρονών. Ένα νέο κύμα ελπίζω ότι θα έρθει, αλλά μπορεί και να μην έρθει».

Από το Παρίσι προς την Ελλάδα η θέαση είναι ευρυγωνική. Εάν, μάλιστα, συνυπολογίσει κανείς τον παράγοντα της Γεωγραφίας, τον οποίο αξιοποιεί ο καθηγητής Πρεβελάκης, τότε είναι σαφές ότι τις απόψεις του για τη Θεσσαλονίκη οφείλει κανείς να τις πάρει στα σοβαρά. Τουλάχιστον όσοι ενδιαφέρονται για την πόλη και την προοπτική της θα πρέπει να τις γνωρίζουν, να τις μελετήσουν και να τις σκεφτούν. Βέβαια, στην Ελλάδα δεν τα πηγαίνουμε καλά με τη στρατηγική, που απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και συνέπεια. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη η συγκεκριμένη έννοια είναι δυσεύρετη, ενώ η τοπική κοινωνία βιώνει καθημερινά την έλλειψη. Σε κάθε περίπτωση, επειδή η σημερινή είναι η ημέρα της Θεσσαλονίκης, δε θα έβλαπτε εάν δίπλα στις δοξολογίες, τους πανηγυρικούς λόγους στο Πανεπιστήμιο και τις τετριμμένες δηλώσεις των πολιτικών, βάζαμε στο μυαλό μας και την προοπτική. Στα σοβαρά.