Skip to main content

Η ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας ως αντίδοτο στην επερχόμενη κρίση

Τι επισημαίνουν για την ενίσχυση της οικονομίας σε κείμενο-παρέμβαση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ οι κ.κ. Αποστολόπουλος και Λιαργκόβας.

Με πολλά προβλήματα πορεύεται η κοινωνική οικονομία στη χώρα μας, όπως προκύπτει από το κείμενο παρέμβασης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, με τίτλο «Κοινωνική Οικονομία στην Ελλάδα: Συγκλίσεις και Αποκλείσεις με την ΕΕ», των Νικόλαου Αποστολόπουλου και Παναγιώτη Λιαργκόβα.

Παρότι στη χώρα μας με τους συνεταιρισμούς, τα ιδρύματα, τις ενώσεις και τους αλληλασφαλιστικούς φορείς είχαμε διαμορφώσει μια ισχυρή παράδοση, είχαμε δηλαδή τη βάση πάνω στην οποία πατάει η κοινωνική οικονομία, οι καθυστερήσεις στη νομική θεσμοθέτησή τους ως φορέων κοινωνικής οικονομίας από την Πολιτεία, μας έφερε πολύ πίσω.

Η κοινωνική οικονομία και οι φορείς της, λένε οι συγγραφείς, θεσμοθετήθηκαν στην Ελλάδα, λόγω της κρίσης το 2008 και κυρίως για να αντιμετωπίσουν τη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Ουσιαστικά η πρώτη θεσμοθέτηση έγινε με το νόμο του 2011 και οι φορείς χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις ένταξης, κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις κοινωνικής φροντίδας και κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις συλλογικού και παραγωγικού σκοπού.

«Γρήγορα φάνηκαν στην πράξη οι αδυναμίες, οι ασάφειες και το στενό πλαίσιο που δημιούργησε αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία, αφού δυσκόλευε φορείς της κοινωνικής οικονομίας να εγγραφούν στο Μητρώο Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας. Η συντριπτική πλειοψηφία των φορέων αδυνατούσε να γραφτεί με αυτό το νομικό πλαίσιο στο Μητρώο», λένε οι επιστήμονες.

Στοιχεία

Την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα λειτουργούσαν 50.000 ενώσεις, 6.376 γεωργικοί συνεταιρισμοί, 600 ιδρύματα, 545 συνεταιρισμοί στέγασης, 130 αγροτουριστικοί συνεταιρισμοί γυναικών, 41 συνεταιρισμοί φαρμακοποιών, 33 συνεταιρισμοί υδραυλικών, 25 συνεταιριστικές τράπεζες, 23 συνεταιρισμοί ηλεκτρολόγων, 16 κοινωνικοί συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης, 7 ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης, 7 συνεταιρισμοί αμοιβαίων ασφαλίσεων, 4 ταμεία αμοιβαίας βοήθειας και 1 θαλάσσιος συνεταιρισμός ασφάλισης. Το 2015 από όλους αυτούς είχαν εγγραφεί στο Μητρώο μόλις 907 φορείς.

Την περίοδο που ψηφίστηκε και μπήκε σε εφαρμογή ο νόμος του 2011 στις ενώσεις απασχολούνταν 100.000 εργαζόμενοι, στους γεωργικούς συνεταιρισμούς 13.000 εργαζόμενοι, στους συνεταιρισμούς φαρμακοποιών 1.500 εργαζόμενοι, στις συνεταιριστικές τράπεζες 1.238 εργαζόμενοι, στα ταμεία αμοιβαίας βοήθειας 1.100 εργαζόμενοι, στα ιδρύματα 1.000 εργαζόμενοι, στους κοινωνικούς συνεταιρισμούς περιορισμένης ευθύνης 400 εργαζόμενοι, στους συνεταιρισμούς ηλεκτρολόγων 200 εργαζόμενοι, στους συνεταιρισμούς υδραυλικών 200 εργαζόμενοι, στους αγροτουριστικούς συνεταιρισμούς γυναικών 100 εργαζόμενοι, στους συνεταιρισμούς αμοιβαίας ασφάλισης 40 εργαζόμενοι, στα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης 40 εργαζόμενοι και στον θαλάσσιο συνεταιρισμό ασφάλισης 5 εργαζόμενοι.

Ορόσημο ήταν το 2016 όταν ήρθε στην ελληνική Βουλή για ψήφιση νέος νόμος για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα του προηγούμενου νόμου.

«Ο νόμος του 2016 ομαδοποίησε τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας στις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, που διέθεταν εμπορική ιδιότητα και σκόπευαν στη μέγιστη κοινωνική ωφέλεια (όπως είναι οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις ένταξης και οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας), στους κοινωνικούς συνεταιρισμούς περιορισμένης ευθύνης, στους συνεταιρισμούς εργαζομένων και σε οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο που δεν είναι μονοπρόσωπο και διαθέτει νομική προσωπικότητα, όπως οι αγροτικοί και αστικοί συνεταιρισμοί και οι αστικές εταιρείες κάτω από προϋποθέσεις. Οι αδυναμίες και του νόμου αυτού δεν επέτρεψαν και πάλι να γραφτεί στο Μητρώο Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας και στο Ειδικό Μητρώο Άλλων Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας μεγάλος αριθμός φορέων», τονίζουν οι συγγραφείς.

Σύμφωνα με τους ίδιους, «τον Ιούνιο του 2019 είχαν γραφτεί και στα δύο μητρώα 1.307 Κοιν.Σ.Επ. συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας, 28 Κοι.Σ.Ε.Π, 28 Κοιν.Σ.Επ. ένταξης ευάλωτων ομάδων, 25 συνεταιρισμοί εργαζομένων, 5 Κοιν.Σ.Επ. ένταξης ειδικών ομάδων, 1 αγροτικός συνεταιρισμός, 48 αστικές εταιρείες, 11 σωματεία, 8 αστικοί συνεταιρισμοί και 3 από άλλες νομικές μορφές (Ειδική Γραμματεία Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, 2019). Η εικόνα από πλευράς εργαζομένων ‒όπως αυτή αποτυπώθηκε τον Μάιο του 2019‒ έδειξε ότι σε κάθε φορέα από τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς περιορισμένης ευθύνης, τους αστικούς συνεταιρισμούς, τα ιδρύματα και άλλους σχετικούς φορείς (σύνολο φορέων 98) εργάζονταν πάνω από 17,7 εργαζόμενοι ανά φορέα, ενώ στις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις και στους συνεταιρισμούς εργαζομένων (σύνολο φορέων 1.247) έδειξε ότι σε κάθε φορέα η αναλογία ήταν 1,1 (Ειδική Γραμματεία Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, 2019)».

Οχτώ προτάσεις

Οι κ.κ. Αποστολόπουλος και Λιαργκόβας καταθέτουν σειρά προτάσεων για την ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας στη χώρα μας, καθώς θεωρούν ότι μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό ανάχωμα στις επιπτώσεις της διαφαινόμενης νέας και μάλιστα βαθιάς οικονομικής κρίσης, που θα διαδεχτεί την πανδημία του κορωνοϊού.

Επιγραμματικά:

1.Η θεσμοθέτηση της κοινωνικής οικονομίας, η δημιουργία του Μητρώου Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, η καθιέρωση του κοινωνικού αντίκτυπου, η δημιουργία νέων θεσμών (όπως η Ειδική Γραμματεία Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας), η δημιουργία υποστηρικτικών υπηρεσιών (όπως, για παράδειγμα, τα Κέντρα Στήριξης της Κοινωνικής Οικονομίας), η δυνατότητα πρόσβασης των φορέων της κοινωνικής οικονομίας στα χρηματοδοτικά εργαλεία, η θέσπιση φορολογικών κινήτρων, η δυνατότητα παραχώρησης περιουσιακών στοιχείων από την αυτοδιοίκηση στους φορείς της κοινωνικής οικονομίας, η θεσμοθέτηση των συνεταιρισμών εργαζομένων, η καθιέρωση ορίου ανάμεσα στους εργαζομένους-μη μέλη ενός φορέα με τους εργαζομένους-μέλη, η αναγνώριση της εθελοντικής εργασίας και η δυνατότητα συμπράξεων έδωσαν μια νέα ώθηση στην κοινωνική οικονομία και στην Ελλάδα. Είναι μια βάση πάνω στην οποία στηρίζεται, ως αφετηρία, σήμερα ο δημόσιος διάλογος για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία.

2.Ο Νόμος 4030/2016 δεν μπόρεσε να υπερβεί τα αυστηρά κριτήρια που είχε θεσπίσει ο προηγούμενος Νόμος 4019/2011, τα οποία στάθηκαν εμπόδιο στο να γραφτούν χιλιάδες υπάρχοντες φορείς στο Μητρώο. Στην προσπάθειά του να άρει παλιά εμπόδια δημιούργησε νέα, με αποτέλεσμα και πάλι χιλιάδες συνεταιρισμοί, αλληλασφαλιστικοί φορείς, ιδρύματα, ενώσεις, σωματεία, αγροτικοί συνεταιρισμοί και αστικές εταιρείες να μείνουν εκτός του Μητρώου Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 2019 να είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας μόνο 1.464 φορείς. Η απαίτηση για διεύρυνση του πλαισίου ένταξης φορέων στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία τέθηκε και πάλι στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου με στόχο μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία που θα άρει τα εμπόδια.

3.Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των φορέων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας αποτυπώνουν μια αισιόδοξη εικόνα, αφού το 83% είναι νεοφυείς φορείς των οποίων η λειτουργία και η δράση βρίσκεται κοντά στους πολίτες, το 78% των φορέων ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με την αντιμετώπιση της ανεργίας ‒που και από το καταστατικό τους είναι μια από τις στοχεύσεις τους‒, το 51% δραστηριοποιείται σε τοπικό επίπεδο, το 28% σε εθνικό και το 21% σε διεθνές, ενώ τέλος των 41% των υπευθύνων στους φορείς της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου (Ειδική Γραμματεία Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, 2018). Σύμφωνα με τη μελέτη του British Council (2017), το 60% του εργατικού δυναμικού των κοινωνικών επιχειρήσεων είναι γυναίκες, 47% αυτών συμπεριλαμβάνει στους στόχους τους και την προώθηση της κοινωνικής αλλαγής, ενώ στο 82% των κοινωνικών επιχειρήσεων οι αποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικά μέσα από γενικές συνελεύσεις. Να σημειωθεί επίσης ότι οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας τείνουν να είναι έντασης εργασίας και όχι έντασης κεφαλαίου. Τα παραπάνω ποιοτικά χαρακτηριστικά δείχνουν ότι και στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται συνθήκες για την ανάπτυξη και προώθηση της κοινωνικής οικονομίας και των φορέων της. Χρειάζονται όμως μεγαλύτερα και ισχυρότερα βήματα για την πολιτική αναγνώριση της κοινωνικής οικονομίας και την επέκτασή της.

4.Στην Ελλάδα πολλά πράγματα για την κοινωνική οικονομία και τους φορείς της σχεδιάζονται σε σωστή βάση αλλά στο στάδιο της υλοποίησης ο σχεδιασμός ακυρώνεται ή εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο σχεδιασμός 89 Κέντρων Στήριξης της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας που θα κάλυπταν όλο τον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, έχοντας εξασφαλισμένη και τη χρηματοδότηση, αλλά η υλοποίηση ‒αν και πέρασαν χρόνια‒ δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Πολλά ανακοινωθέντα μέτρα συνεχίζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα να παραμένουν ανενεργά και σε πολλές περιφέρειες η πρόσβαση στην πληροφορία, στα χρηματοδοτικά εργαλεία και στις επιχορηγήσεις υστερεί σε σχέση με την πρόσβαση στην περιφέρεια Αττικής. Σε αυτό ίσως οφείλεται και το γεγονός ότι ενώ στην Αττική εδρεύει το 44% των κοινωνικών επιχειρήσεων αυτές λαμβάνουν το 65% του συνόλου των επιχορηγήσεων και των δωρεών (Ειδική Γραμματεία Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, 2018· British Council, 2017).

5.Η πολυνομία και η απουσία ενιαίου πλαισίου ιδιαίτερα στο χώρο των συνεταιρισμών δημιουργούν στρεβλώσεις, παρερμηνείες, συγχύσεις, συγκρουσιακές και ανταγωνιστικές συμπεριφορές, εμπόδια στις συνεργασίες και αδυναμία αποτύπωσης του κοινωνικού αντίκτυπου. Γι' αυτό και η μελέτη του British Council (2017) έδειξε την αναγκαιότητα μιας νέας νομοθετικής πρωτοβουλίας που θα άρει αυτές τις στρεβλώσεις. Ανάμεσα στο Νόμο 4430/2016 και στους νόμους για τους αστικούς συνεταιρισμούς (Ν. 1667/1986) και για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς (Ν. 4384/2016) υπάρχει ασυμβατότητα σε πολλά σημεία, η οποία λειτουργεί ανασταλτικά για την κοινωνική οικονομία.

6.Βασικά προβλήματα στην ανάπτυξη των φορέων της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα παραμένουν η πρόσβαση στα χρηματοδοτικά εργαλεία, η γραφειοκρατία της διοίκησης και η έλλειψη πληροφόρησης. Πολλά χρηματοδοτικά εργαλεία δεν έχουν ακόμη προσαρμοστεί ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν από τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας και για άλλα δεν υπάρχει η απαραίτητη πληροφόρηση. Υπάρχει αδυναμία προσέλκυσης παραδοσιακών επενδυτών, αφού οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας δεν έχουν από το νόμο δυνατότητα έκδοσης μετοχών αλλά μόνο μερίδια τα οποία δεν συμμετέχουν στην κερδοφορία. Ταυτόχρονα διατηρούνται προβλήματα που έχουν να κάνουν με πιστωτικούς περιορισμούς καθώς και με την πρόσβαση σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Από τους κοινωνικούς εταίρους μέσα από τις γνώμες της ΕΟΚΕ όσο και από τους συντάκτες της έκθεσης OECD-EU έχουν κατατεθεί προτάσεις για το πώς μπορούν οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας να αναπτυχθούν και πώς μπορούν να έχουν ανεμπόδιστη πρόσβαση στα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία (ΕΟΚΕ, 2017· OECD-EU, 2017).

7.Η διαχρονική πορεία των συνεταιρισμών και των αλληλασφαλιστικών φορέων στην Ελλάδα είναι συνυφασμένη με τυπικές ή άτυπες μορφές εξάρτησης από το κράτος και την αυτοδιοίκηση. Αυτή η πολιτική και κυρίως η οικονομική εξάρτηση δημιούργησε στρεβλώσεις, υπερδανεισμούς και αποκλίσεις από τους περιγραφόμενους στο καταστατικό τους στόχους. Η θεσμοθέτηση της κοινωνικής οικονομίας και των φορέων το 2011 είχε στόχο να σταματήσει τα φαινόμενα εξάρτησης. Κάποιοι φορείς που δημιουργήθηκαν και γράφτηκαν στο Μητρώο της Κοινωνικής Οικονομίας στόχευαν κυρίως στις κρατικές επιδοτήσεις και όταν δεν το κατάφεραν απενεργοποιήθηκαν. Όσων κοινωνικών επιχειρήσεων η δράση δεν εξαρτιόταν από κρατικές ή άλλες χρηματοδοτήσεις αυτές εξυπηρετούσαν καλύτερα τους προβλεπόμενους από το καταστατικό τους στόχους.

8.Είναι σημαντικό ‒πέρα από τους κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους που πρέπει να υπηρετούν οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας‒ να δημιουργούν και θέσεις εργασίας. Εξάλλου στα περισσότερα καταστατικά προβλέπεται κάτι τέτοιο. Αναλύοντας τη σχέση φορέων κοινωνικής οικονομίας και εργαζομένων με αμοιβή, διαπιστώνεται ότι στις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις και στους συνεταιρισμούς εργαζομένων (συνολικά 1.247 φορείς) ο στόχος για δημιουργία θέσεων εργασίας δεν επιτυγχάνεται, αφού σε κάθε φορέα αναλογεί μόνο 1,1 εργαζόμενος με αμοιβή. Η κατάσταση για τους φορείς κοινωνικών συνεταιρισμών περιορισμένης ευθύνης, αστικών συνεταιρισμών, ιδρυμάτων και άλλων σχετικών φορέων (συνολικά 98 φορείς) είναι σαφώς καλύτερη, αφού σε κάθε φορέα αντιστοιχούν 17,7 εργαζόμενοι με αμοιβή. Πάντως πρέπει να καταγραφεί στα θετικά και το γεγονός ότι την τελευταία πενταετία παρατηρείται αύξηση των θέσεων εργασίας με εργαζομένους που προέρχονται από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.

Καταλήγοντας οι κ.κ. Αποστολόπουλος και Λιαργκόβας επισημαίνουν: «Στην Ελλάδα, όπου η κοινωνική οικονομία κινείται με αργούς και άτολμους ρυθμούς ανάπτυξης, πάντα σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, χρειάζονται νέα μέτρα στήριξης και προώθησής της, καθώς μπορεί να αποτελέσει έναν τρίτο δρόμο ανάπτυξης και να συνδράμει στην αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων».