Skip to main content

Η εικόνα της Θεσσαλονίκης μπορεί να βελτιωθεί αν χαμηλώσουμε λίγο το βλέμμα...

Η ανάγκη για περισσότερους ελεύθερους χώρους δεν υπαγορεύεται από την πανδημία, αλλά είναι μόνιμη. Και η λύση δεν βρίσκεται σε εμβληματικά πάρκα...

Η πανδημία οδήγησε πολλούς πολίτες να αντιληφθούν τη μεγάλη αξία που έχουν οι ελεύθεροι δημόσιοι χώροι στον αστικό ιστό. Στη Θεσσαλονίκη είναι προφανές ότι η έλλειψη τέτοιων χώρων οδήγησε σε φαινόμενα συνωστισμού σε πολύ συγκεκριμένες περιοχές.

Την επόμενη μέρα θα πρέπει να δούμε το συγκεκριμένο ζήτημα, που εκτείνεται σε όλο το πολεοδομικό συγκρότημα, καθώς ο περιορισμός του ελεύθερου και δημόσιου χώρου επί πολλές δεκαετίες, είτε χάριν της ανοικοδόμησης, είτε χάριν της επιχειρηματικότητας, είτε για λόγους άποψης για την εικόνα που πρέπει να έχουν οι πόλεις του μέλλοντος, είχε και έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Συνέπειες, οι οποίες δεν έχουν μόνο τον πρόσκαιρο χαρακτήρα μιας πανδημίας, αλλά μόνιμα χαρακτηριστικά, τα οποία επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, την καθημερινότητα και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων πόλεων όπως η Θεσσαλονίκη.

Είναι ένα ζήτημα, που δεν αφορά μόνο σε λόγους άθλησης, άσκησης, αναψυχής κτλ., αλλά και σε λόγους πολιτικής προστασίας, καθώς και περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, οι ελεύθεροι χώροι αποκτούν άλλου είδους λειτουργίες, θεμελιώδεις για την προστασία του πληθυσμού.

Στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια μεγάλη μεταστροφή της λογικής της τσιμεντοποίησης που επικράτησε επί δεκαετίες. Σε μια άτυπη, αλλά κοινή συμφωνία επιλέχτηκε σε πρώτη φάση να δημιουργηθούν εμβληματικοί πυρήνες πρασίνου και να αξιοποιηθούν ως ελεύθεροι χώροι, χωρίς επιπλέον δόμηση, μεγάλες εκτάσεις, για να βελτιωθεί η κατάσταση που επικρατεί σήμερα.

Το Μητροπολιτικό Πάρκο Παύλου Μελά, τα πρώην στρατόπεδα, όπως το Κόδρα στην Καλαμαριά κ.ά. είναι παραδείγματα που αφήνουν πολλές υποσχέσεις για το μέλλον, ειδικά εφόσον όταν ολοκληρωθούν οι παρεμβάσεις, συνοδευτούν κι από άλλες ανάλογες «απελευθερώσεις» εκτάσεων, όπως τα υπόλοιπα στρατόπεδα και η δημιουργία πάρκων γειτονιάς.

Πολλές ευκαιρίες άλλωστε για εμβληματικούς ελεύθερους χώρους και μητροπολιτικά πάρκα δεν έχουμε στην πόλη, ενώ και η δημιουργία τόσο μεγάλων ελεύθερων και πράσινων χώρων, με τη λογική της δημόσιας επένδυσης αποδεικνύεται συνήθως ασύμφορη, με αποτέλεσμα να έχουμε στη συνέχεια φαινόμενα εγκατάλειψης και απαξίωσης.

Κάποιος πρέπει να συντηρεί τακτικά τους συγκεκριμένους χώρους, να δαπανά διόλου ασήμαντα κονδύλια για να τους διατηρεί σε καλή κατάσταση κι αυτό με τα οικονομικά δεδομένα των δήμων, στους οποίους παραχωρούνται συνήθως αυτοί οι χώροι, αποδεικνύεται ουτοπικό. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι οι πολίτες θα ήθελαν να ζουν σε μια πόλη που διαθέτει όχι ένα αλλά εκατό μητροπολιτικά πάρκα, να ζουν σε έναν αστικό ιστό που δεν θυμίζει την πυκνοδομημένη Θεσσαλονίκη, αλλά ορεινό γραφικό χωριό με τις σύγχρονες ανέσεις και υπηρεσίες μιας σύγχρονης πόλης. Από την άλλη αν κάποιος σχεδιάσει μια τέτοια πόλη θα εισπράξει το χειροκρότημα, αλλά δεν ξέρω τι θα εισπράξει όταν φτάσει στο δια ταύτα και πει στους πολίτες όλη την αλήθεια, ότι δηλαδή θα πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να πληρώνουν τους ελεύθερους χώρους και τα πάρκα...

Γι' αυτό και στο συγκεκριμένο ζήτημα των ελεύθερων δημόσιων χώρων πρέπει να βρούμε μια ισορροπία. Τη χρυσή τομή ανάμεσα στο θέλω και στο μπορώ. Όνειρα μπορούμε να κάνουμε πολλά και να είναι και έγχρωμα, αλλά υπάρχει και η πραγματικότητα, που είναι λίγο πιο γκρίζα.

Φέρνω μόνο ένα παράδειγμα ενός μητροπολιτικού πάρκου, που θεωρητικά έχει πάρει το δρόμο του. Το Μητροπολιτικό Πάρκο Παύλου Μελά έχει μελέτες, έχει χρηματοδότηση και προχωρούν οι εργασίες για τη δημιουργία του. Είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική παρέμβαση σε όλο το πολεοδομικό συγκρότημα για τη δημιουργία μιας όασης για όλη τη Θεσσαλονίκη. Όλα καλά, αλλά θα πρέπει κάπου να προσγειώσουμε τις προσδοκίες μας. Η διασφαλισμένη χρηματοδότηση των 20 εκ. ευρώ (που διπλασιάστηκε μάλιστα από την αρχικώς εξαγγελθείσα) δεν αρκεί για να γίνουν όλα όσα σχεδιάστηκαν, οπότε ο κίνδυνος να μείνει... μισή η παρέμβαση είναι ορατός. Άλλωστε, όσοι ανατρέξουν στις δηλώσεις των αρμοδίων όταν παραχωρήθηκε το πρώην στρατόπεδο στο δήμο Παύλου Μελά, θα διαπιστώσουν πως ορισμένοι προειδοποίησαν ότι πρέπει η Πολιτεία να μεριμνήσει για τη συνέχιση της χρηματοδότησης, προκειμένου να ολοκληρωθεί η μεγάλη παρέμβαση, όπως μελετήθηκε και σχεδιάστηκε. Να μη μείνει το πάρκο ημιτελές. Προς το παρόν επιπλέον χρηματοδότηση δεν έχει διασφαλιστεί. Ελπίζω να γίνει στο μέλλον, όταν τελειώσουν τα πρώτα 20 εκ. ευρώ. Ακόμη όμως κι αν βρεθούν όλοι οι αναγκαίοι πόροι για να ολοκληρωθεί το πάρκο, θα πρέπει να βρίσκονται διαρκώς πόροι για να συντηρείται...

Η πραγματική λύση

Ορισμένοι επιμένουν στη λύση των δημοσίων επενδύσεων για να δημιουργηθούν τέτοιοι χώροι, και για τη διατήρησή τους... βλέπουμε. Σε μια χώρα που το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχει καταρρεύσει τα τελευταία χρόνια δύσκολα μπορώ να προσαρμόσω αυτή την άποψη στην πράξη. Άλλοι πάλι βλέπουν μια μοναδική ευκαιρία στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, λογαριάζοντας χωρίς τον ξενοδόχο. Δεν είναι τυχαίο ότι βασικά οδικά έργα που προτείνονται από τη χώρα μας για ένταξη στο συγκεκριμένο ταμείο απορρίπτονται... Ας κρατούν λοιπόν μικρό καλάθι, διότι το Ταμείο Ανάκαμψης δεν υιοθετεί οράματα και ιδέες, μελέτες και σχέδια, αλλά ώριμες προτάσεις, με αποδεδειγμένη βιωσιμότητα και με επαρκή αιτιολόγηση και επιπλέον έργα που θα βγάλουν τα λεφτά τους...

Έτσι κι αλλιώς οι διαθέσιμοι χώροι για τόσο μεγάλες παρεμβάσεις στο πολεοδομικό συγκρότημα είναι λίγοι. Κι επίσης, η λογική να δημιουργηθούν κι άλλοι χώροι συνωστισμού -όσο θελκτικοί κι αν είναι- δεν δίνει τις απαιτούμενες ανάσες στην πόλη, ενώ φέρει και τα προβλήματα που τονίστηκαν προηγουμένως.

Η λύση για να πάρει ανάσα ο πυκνοδομημένος αστικός ιστός της Θεσσαλονίκης δεν είναι δαπανηρές και εμβληματικές παρεμβάσεις, αλλά πολλά πάρκα μέσα στις πυκνοκατοικημένες περιοχές, που μπορούν να τα αξιοποιήσουν στην καθημερινότητά τους όλοι οι πολίτες, που δεν απαιτούν τεράστια κονδύλια συντήρησης, που αλλάζουν πραγματικά την ποιότητα ζωής στην τοπική κοινότητα, χωρίς να απαιτηθεί η μετακίνηση των πολιτών με το αυτοκίνητο για να πάνε να περπατήσουν και να βρουν το οξυγόνο που τους λείπει.

Και επιπλέον να βρουν οι δήμαρχοι τη χρυσή τομή ανάμεσα στην επιχειρηματικότητα και την προστασία του ελεύθερου δημόσιου χώρου. Διότι στη Θεσσαλονίκη, ο ελεύθερος δημόσιος χώρος ακόμη κι εκεί που υπάρχει δεν προστατεύεται και διαρκώς περιορίζεται για διάφορους λόγους, οι περισσότεροι εκ των οποίων κινούνται είτε εκτός είτε στα όρια της νομιμότητας, είτε ακόμη χειρότερα νομιμοποιούνται χάριν εξυπηρέτησης συμφερόντων.

Είναι μια πολιτική, που εφόσον όσοι ασχολούνται με τα κοινά την υιοθετήσουν, μπορούν να ανταποκριθούν ως ένα βαθμό στις προσδοκίες των πολιτών και επιπλέον να δώσουν μια ουσιαστική ευκαιρία βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας στη Θεσσαλονίκη. Αρκεί να αποτυπωθεί με πολύ συγκεκριμένα στοιχεία στις προγραμματικές θέσεις των αυτοδιοικητικών παρατάξεων στις επόμενες εκλογές, για να δούμε και στην πράξη κατά πόσο και πόσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για τους ελεύθερους χώρους σ' αυτή την πόλη.