Skip to main content

Οι κάτοικοι των τελευταίων προσφυγικών της Καλαμαριάς μιλούν στη Voria

Η 86χρονη Μαρίκα Μαβίδου και η 89χρονη Πηνελόπη Λαζαρίδου θυμούνται τα χρόνια που οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να χτίσουν τη ζωή τους στην Καλαμαριά.

Σβήνουν ένα-ένα από τον χάρτη της Καλαμαριάς τα στενά διώροφα σπιτάκια και οι μονοκατοικίες που στέγασαν επί δεκαετίες τους πρόσφυγες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη από τη Ρωσία και τη Μικρά Ασία. Το 1920 και το 1922, χιλιάδες άνθρωποι αναζήτησαν καταφύγιο στην τότε γεμάτη λάσπη περιοχή δίπλα στη θάλασσα. Μετά από χρόνια, άρχισαν να σχηματίζονται συνοικισμοί και η περιοχή από το Αλλατίνη μέχρι τη Νέα Κρήνη γέμισε με παραπήγματα, μικρά σπίτια με αυλές και υποτυπώδεις δρόμους.

Ωστόσο, όσο η περιοχή αναπτυσσόταν, τα μικρά σπιτάκια ξεκίνησαν να δίνονται για αντιπαροχή και τη θέση τους να παίρνουν καινούργιες πολυκατοικίες. Από τα λεγόμενα «προσφυγικά» που έχουν μείνει, τα περισσότερα ρημάζουν ή μένουν ακατατοίκητα. Ελάχιστα, όπως αυτό της 86χρονης Μαρίκας Μαβίδου, στέκουν ακόμα περιποιημένα να θυμίζουν το μεγάλο αυτό κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της Θεσσαλονίκης.

Μια επταμελής οικογένεια σε 70 τετραγωνικά μέτρα

Ο πατέρας της Μαρίκας Μαβίδου ήρθε από τη Ρωσία το 1922 και με σκληρή δουλειά κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και έπειτα να ζήσει την επταμελή οικογένειά του. Η ηλικιωμένη γυναίκα περιγράφει στη Voria.gr πόσο δύσκολα ήταν τα πρώτα χρόνια στις προσφυγικές γειτονιές. Μετά από το δικό μας σπίτι, έβλεπες μόνο παράγκες». Η ίδια θεωρούνταν «ευνοημένη» καθώς το 1930 η οικογένειά της πήρε ένα από τα λεγόμενα «γερμανικά» που έδινε το κράτος, δηλαδή προκάτ σπίτια (λυόμενα) που ήταν κάπως ευρύχωρα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Στα περίπου 70 τμ, που χωρούσαν ένα σαλόνι, ένα δωμάτιο και μια κουζινίτσα μεγάλωσε η ίδια μαζί με τα πέντε αδέλφια και τους γονείς της. Το μπάνιο φυσικά ήταν έξω ενώ δεν υπήρχαν υπόνομοι αλλά βόθροι στις αυλές των σπιτιών.

 «Ξέρετε πώς κάναμε την καθαριότητα; Αντί να ασπρίσουν το Πάσχα, έπαιρναν καινούργιες εφημερίδες και με αλεύρι τις κολλούσαν στη λαμαρίνα [της παράγκας]». Το μόνο μέσο που είχαν τότε για να ζεσταθούν ήταν το μαγκάλι. «Δύσκολα χρόνια. Βάζαμε το μαγκάλι και μαλώναμε ποιο από τα πέντε αδέλφια θα προλάβει να βάλει τα πόδια του για να ζεσταθεί».

Το δυσκολότερο όμως, όπως λέει, ήταν ότι τα σπίτια δεν είχαν νερό. Υπήρχαν μόνο οι κοινοτικές βρύσες στις οποίες οι γυναίκες έκαναν ουρά με τενεκέδες στα χέρια για να τους γεμίσουν νερό. «Πήραμε το 1951 νερό. Βάλαμε βρύσες και νομίζαμε ότι είχαμε κερδίσει το πρώτο λαχείο», διηγείται χαμογελώντας.

Η είσοδος του σπιτιού της Μαρίκας Μαβίδου είναι πάντα γεμάτη λουλούδια

 

Στη λάσπη και τον αέρα

Η κ. Μαβίδου περιγράφει την εποχή εκείνη σαν να την βλέπει μπροστά της. «Η Καλαμαριά είχε πάρα πολύ λάσπη. Δεν μπορούσες να περπατήσεις. […] Όταν είχε Βαρδάρη σηκωνόντουσαν οι λαμαρίνες και πετιόντουσαν από τα σπίτια», περιγράφει ενώ συχνά έπιαναν φωτιές καθώς μια λάθος κίνηση έφτανε για να γίνουν οι παράγκες παρανάλωμα. Ο πατέρας της είχε ανοίξει, όπως θυμάται, το πρώτο καφενείο-ζαχαροπλαστείο της περιοχής όπου όλη η εργατιά πήγαινε να πιει το πρωί τον πρώτο καφέ της. Η ίδια στα 17 της σταμάτησε το σχολείο για να ξεκινήσει να δουλεύει. «Παλέψαμε και καταφέραμε να μην πεινάσουμε», αναφέρει. Πέρα όμως από τις κακουχίες και τη φτώχεια, οι πρόσφυγες της Καλαμαριάς είχαν να αντιμετωπίσουν κάτι ίσως και εξίσου σκληρό, τον ρατσισμό που δέχονταν από ντόπιους. Όπως διηγείται η κ. Μαβίκου, τότε οι πρόσφυγες της Καλαμαριάς θεωρούνταν από κάποιους ντόπιους οι τελευταίοι των τελευταίων. «Θα σε φάει ο πρόσφυγας. Έτσι έλεγαν για εμάς. Οι γονείς μας τράβηξαν πολλά». 

Το σπίτι που μένει σήμερα ήταν των πεθερών της. «Το έφτιαξαν με τα χέρια τους, όλοι μαζί», αναφέρει. Το μικρό σπιτάκι που ξεχωρίζει ακόμα σε ένα στενό δρόμο της Καλαμαριάς ανάμεσα στις χαμηλές πολυκατοικίες χτίστηκε από το 1951 έως το 1956.

Τα πεθερικά της κ. Μαβίδου έφυγαν από τη Ρωσία με περιουσία. Ερχόμενοι στην Καλαμαριά αναγκάστηκαν να τα πουλήσουν όλα και να ξεκινήσουν από την αρχή.

 

«Αυτά δεν ξεχνιούνται»

Την ίδια εποχή τελείωνε και το σπίτι της η οικογένεια Ακριτίδη που μένει λίγα πιο μέτρα πιο κάτω, και η οποία ήρθε από την Τραπεζούντα το 1922. Με τις 25.000 περίπου δραχμές που τους έδωσε το ελληνικό κράτος και κάποια χρήματα που είχε η ίδια η οικογένεια ξεκίνησε να χτίζει το νέο της σπίτι στη θέση της παράγκας που είχε για περίπου 15 χρόνια, από το 1940.

Η Πηνελόπη Λαζαρίδου, που σε έναν χρόνο γίνεται 90 ετών, θυμάται πως για να καταφέρουν να χτίσουν το σπίτι πρώτα γκρέμισαν τη μισή παράγκα, ώστε να μπορούν ταυτόχρονα να δημιουργούν τη νέα κατοικία τους αλλά να έχουν και κάπου να μένουν. Η κ. Λαζαρίδου θεωρεί ότι είναι μια από τις τυχερές καθώς ο πατέρας της ήταν οικοδόμος και έφτιαξε με μεράκι το σπίτι, καταφέρνοντας να ξεχωρίζει -όπως λέει- σε ομορφιά από αυτά της γειτονιάς. Η ανιψιά της, Παναγιώτα Κουκέλη, θυμάται ότι το σπίτι της οικογένειας ήταν από τα ελάχιστα που είχαν την τουαλέτα μέσα. «Αυτό ήταν πολυτέλεια τότε», εξηγεί στη Voria.gr.

Παλιές φωτογραφίες της οικογένειας Ακριτίδη

 

Στο σπίτι που χτίστηκε σιγά σιγά με τη βοήθεια όλων των μελών της οικογένειας έμεναν περίπου οκτώ άτομα. Η κ. Λαζαρίδου θυμάται πως παρότι κατάφεραν να χτίσουν το σπίτι, η φτώχεια συνέχισε να τους ταλαιπωρεί Στην οικογένεια, δούλευε και ο πατέρας αλλά και η μητέρα της, η οποία εργαζόταν ως καπνεργάτρια. «Και όταν δεν είχε δουλειά, πήγαινε με τα πόδια στα γύρω χωριά και έφερνε πουρνάρια για να καίμε. Αυτά δεν ξεχνιούνται», λέει συγκινημένη στη Voria.gr. Παρά τις δυσκολίες της εποχής, η ίδια αναπολεί την αγάπη που υπήρχε τότε στη γειτονιά. «Οι πόρτες μας έμεναν ανοιχτές», σημειώνει η ηλικιωμένη γυναίκα λέγοντας πως οι μόνοι καβγάδες που ξεσπούσαν ήταν αυτοί μπροστά από τις κοινόχρηστες βρύσες όταν προσπαθούσε καμιά γειτόνισσα να βάλει τον κουβά της πιο μπροστά από τους άλλους για να κλέψει σειρά.

Την αγάπη αυτή επιβεβαιώνει και η κ. Μαβίκου λέγοντας πως μόνο συμπαράσταση ένιωθε από τους γείτονες της, που ήταν επίσης πρόσφυγες.

Το εσωτερικό του σπιτιού μετά τις διαμορφώσεις που έχει υποστεί.

 

Η Καλαμαριά των προσφύγων

Στην περιοχή της Καλαμαριάς, εκτός από το Καραμπουρνάκι, όλοι οι συνοικισμοί είχαν έναν πυρήνα κατοίκων δηλαδή μια ομάδα προσφύγων που κατάγονταν από έναν συγκεκριμένο τόπο και έδιναν το όνομα της πατρίδας τους στον συνοικισμό. Με τον ίδιο τρόπο δημιουργούσαν και συλλόγους ώστε να πιέζουν τις κυβερνήσεις για την εγκατάστασή τους, καθώς πολλές φορές χρειάστηκε να περιμένουν ακόμα και 10 χρόνια στους ξύλινους θαλάμους που είχαν μείνει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή σε ξύλινα παραπήγματα μέχρι να πάνε σε σπίτια. Τα σπίτια αυτά ωστόσο διέφεραν μεταξύ τους ανάλογα με τον φορέα αλλά και τη χρονική στιγμή που χτίζονταν. Τα πιο εντυπωσιακά ήταν οι τετρακατοικίες ενώ ανάλογα με τη γειτονιά μπορούσες να δεις διώροφα, τα λυόμενα «γερμανικά», μονοκατοικίες με στενές αυλές μέχρι και ξύλινες παράγκες.

Το Ιστορικό Αρχείο του Προσφυγικού Ελληνισμού κατάφερε να συγκεντρώσει μαρτυρίες από τη γενιά των γονιών της κ. Μαβίκου και Λαζαρίδου οι οποίοι αναφέρουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην τεράστια αυτή επιχείρηση εγκατάστασης των χιλιάδων προσφύγων της Καλαμαριάς.

Η πρώτη γενιά που μπήκε στα «προσφυγικά»

«Μείναμε που λες στον θάλαμο αν αγαπάς, ώσπου να γένουνε τα σπίτια του Επικοικσιμού. Βάλανε τα τούβλα έτσι τσιμεντάκι που λες κάτω, χωρίς να σκάψουν, χωρίς τίποτα, εκεί πάνω, όπως είναι το χόρτο και βάλανε τσιμεντάκι εκείς. Τα έξω ήταν τούβλα, τα δε εσωτερικά ήταν καλαμωτή», είχε πει ο Αθανάσιος Στρατάκης, που γεννήθηκε στη Νικομήδεια το 1910 και εγκαταστάθηκε στο Κουρί το 1924, στην προφορική μαρτυρία του στο Αρχείο. Οι πρόσφυγες που ήρθαν πρώτοι συχνά αναφέρονταν στις κακές συνθήκες των σπιτιών ή στα λευκά τούβλα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή τους, που λόγω της θαλασσινής άμμου που είχαν, έλιωναν στη βροχή.

Στο ίδιο πνεύμα ο Παναγιώτης Ευθυμιάδης, που είχε έρθει το 1923, είχε πει: «Στους θαλάμους μείναμε μέχρι το 1929, έξι χρόνια, μετά μας έκαναν σπίτια, του Εποικισμού, κάτι μικρά, και δώσαμε από 25.000 δραχμές και μπήκαμε μέσα. Αρχίσαμε λοιπόν να βάφουμε, να περιφράζουμε, να βάζουμε δέντρα και λουλούδια απ’ όλα. Δεν στεκόμασταν. Τα σπίτια μας φτωχικά άλλα έλεγες τι πράγμα είναι αυτό. Έπαιρνες δύο καδρόνια, έφτιαχνες έναν καναπέ με τέσσερα πόδια, έβαζες και ένα σεντόνι και έλεγες έχω έπιπλο. Έτσι ήμασταν εκείνα τα χρόνια».

Την αίσθηση ακριβώς εκείνων των χρόνων κλείνουν μέσα τους και τα τελευταία αυτά σπίτια που έχουν απομείνει στην Καλαμαριά, την αίσθηση της προσφυγιάς που δεν έχασε όμως το κουράγιο και την αποφασιστικότητά της για ένα καλύτερο μέλλον. Σε μια πόλη της Αμερικής, είναι πιθανόν τα τελευταία δείγματα των σπιτιών αυτών να μετατρέπονταν σε μουσεία που θα αποτύπωναν τη ζωή εκείνης της εποχής. Στη Θεσσαλονίκη ωστόσο του σήμερα, τα χαμηλά σπιτάκια μάλλον θα γίνουν αναμνήσεις που θα κοιτάμε μόνο μέσα από φωτογραφίες.

* Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες έχουν ευγενικά παραχωρηθεί στη voria.gr από το Ιστορικό Αρχείο του Προσφυγικού Ελληνισμού ενώ για το ρεπορτάζ χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από το λεύκωμα του Αρχείου «Η Καλαμαριά στον Μεσοπόλεμο (1920-1940) Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα Πατρίδα».