Skip to main content

Η μεγάλη αλλαγή στη Θεσσαλονίκη έρχεται μέσα από το στεγαστικό ζήτημα που φουντώνει

Το ράλι των αυξήσεων στα ενοίκια και τις τιμές αγοράς των ακινήτων μεταβάλλει ριζικά τη λειτουργία συνολικά του νομού - Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε για αυτή την αλλαγή;

Η έκρηξη στις τιμές των ακινήτων στη Θεσσαλονίκη, είτε αυτά είναι προς ενοικίαση, είτε προς αγορά, μπορεί να δικαιολογείται με οικονομικούς όρους, με όρους real estate, έστω και συγκυριακά, ωστόσο δεν δικαιολογείται με κοινωνικούς και είναι πιθανό να οδηγήσει σε απρόσμενα αποτελέσματα για μια περιοχή, η οποία προς το παρόν δεν προσφέρει τις δυνατότητες για να βγάλει κάποιος ικανό χρήμα, ώστε να ανταποκριθεί στο ράλι των τιμών.

Αυτή η -κατά τη γνώμη μου- στρεβλή πορεία της αγοράς θα έχει επιπτώσεις συνολικά στη Θεσσαλονίκη. Η ισορροπία έχει χαθεί για διαφορετικούς λόγους, ενώ και οι εσωτερικές πληθυσμιακές μετακινήσεις δεν θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, αλλάζοντας τα δεδομένα λειτουργίας όχι πια του πολεοδομικού συγκροτήματος, αλλά ολόκληρου του νομού.

Η αναζήτηση στέγης αποδεικνύεται μια άνιση μάχη με το κόστος της. Για παράδειγμα, με τις τρέχουσες τιμές αγοράς, εντός του δήμου Θεσσαλονίκης για να νοικιάσει μια οικογένεια ένα σπίτι 100 τετραγωνικών μέτρων θα πρέπει να πληρώνει μηνιαίως κατά μέσο όρο 850 ευρώ. Ένας φοιτητής για ένα στούντιο 40 τετραγωνικών καλείται να πληρώσει περίπου 340 ευρώ το μήνα ενοίκιο. Ενώ ένα μέσο σπίτι των 60 – 70 τετραγωνικών θα επιβαρύνει τον μηνιαίο προϋπολογισμό του ενοικιαστή με πάνω από 500 ευρώ.

Την ίδια ώρα, ακόμα και σε περιφερειακούς δήμους τα ενοίκια επίσης έχουν ξεφύγει. Για 100 τ.μ. το νοίκι φτάνει περίπου στα 670 ευρώ, για 40 στα 270 και για 60 – 70 πάνω από 400.

Επιμένω στα ενοικιαζόμενα επειδή από αυτά μπορούμε να βγάλουμε περισσότερα συμπεράσματα για το στεγαστικό σε σύγκριση με τις αγοραπωλησίες ακινήτων, όπου υπεισέρχονται και πολλοί άλλοι παράγοντες.

Φτάσαμε να θεωρούμε για ένα επαρκές σε χώρους ακίνητο, χωρίς αυτό να αποτελεί το σπίτι των ονείρων κάποιου, φυσιολογικό ένα ενοίκιο στα 500 ευρώ.

Πόσο εύκολο όμως είναι στη Θεσσαλονίκη να βγάλει κάποιος 500 ευρώ το μήνα; Μόνο για να πληρώσει το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του...

Διότι το κόστος του ενοικίου δεν είναι ο μόνος βραχνάς των νοικοκυριών. Κάτι πρέπει να φάνε οι ένοικοι, κάπως να μετακινηθούν, να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, τις υποχρεώσεις τους, την καθημερινότητά τους. Και εν μέσω κύματος ακρίβειας, το οποίο διαρκεί εδώ και δυο χρόνια πια, δεν είναι λίγοι εκείνοι που δεν μπορούν αντικειμενικά να ανταποκριθούν.

Αυτό συνεπάγεται φτωχοποίηση. Και μπορεί σήμερα να μην έχουμε κοινωνικές εκρήξεις, όμως εφόσον συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα πολλαπλασιαστούν τα προβλήματα και θα αρχίσει αυτή η φούσκα των τιμών των ακινήτων να σκάει. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που το ζούμε στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί η αγορά των ακινήτων να αποδείχτηκε αρκούντως ανθεκτική, αλλά αυτό δεν είναι δεδομένο. Ανταποκρίθηκε σε μια κρίση σε βάθος χρόνου. Δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα ανταποκριθεί και σε επόμενη.

Σήμερα, με αυτά τα δεδομένα ένα νοικοκυριό τριών ατόμων χρειάζεται δυο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας για να ανταποκριθεί στις ανάγκες επιβίωσης. Και την αγορά των ακινήτων δεν την ακολουθεί η αγορά εργασίας. Η πόλη και η ευρύτερη περιοχή προσφέρει ελάχιστες ευκαιρίες για καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Τουλάχιστον για τον μέσο εργαζόμενο. Δεν μπορεί οι τιμές των ενοικίων να πλησιάζουν ή και να ξεπερνούν εκείνες της πρωτεύουσας, όταν η πρωτεύουσα προσφέρει πολλαπλάσιες ευκαιρίες εργασίας ή επιχειρηματικότητας κι όταν το χρήμα που κινείται εκεί είναι ικανό να σηκώσει το βάρος του κόστους ζωής.

Αυτή η κατάσταση, όπως διαμορφώνεται στη Θεσσαλονίκη οδηγεί πολλούς εργαζόμενους εκτός πολεοδομικού συγκροτήματος ήδη. Τουλάχιστον εκείνους, οι οποίοι το δουλεύουν με χαρτί και μολύβι και θέλουν να είναι συνεπείς ως προς τις υποχρεώσεις τους.

Οι περιφερειακοί δήμοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων υπέστησαν πληθυσμιακή συρρίκνωση την προηγούμενη δεκαετία, είναι πιθανό να επιτύχουν αναστροφή της κατάστασης αυτής, επενδύοντας κυρίως στο στεγαστικό, εφόσον όμως οι τιμές των ενοικίων διατηρηθούν σε μια ισορροπία, διότι το κόστος μετακίνησης για την εργασία και άλλες υποχρεώσεις είναι πολλαπλάσιο στην περιφέρεια από το κέντρο και με τις τιμές των καυσίμων να έχουν παγιωθεί στις σημερινές αποτελεί ένα τεράστιο έξοδο. Επίσης, οι δυνατότητες εξεύρεσης εργασίας κοντά στον τόπο κατοικίας είναι εξαιρετικά περιορισμένες στους περιφερειακούς δήμους.

Έτσι πάντως θα αναδειχθούν νέοι οικιστικοί πόλοι και θα πρέπει εκεί να λειτουργήσει διορατικά η Αυτοδιοίκηση. Οι δήμοι δηλαδή θα πρέπει να ενδιαφερθούν με σοβαρό σχεδιασμό για την ανάπτυξη του τόπου τους, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτή την πολύ μεγάλη πρόκληση που έχουν μπροστά τους, σε αυτή την τεράστια αλλαγή, που είναι πολύ πιθανό να συντελεστεί στον νομό Θεσσαλονίκης. Ο δήμος μπορεί να μην έχει παρέμβαση στην αγορά κατοικίας, αλλά έχει παρέμβαση στην κοινωνία. Και μπορεί αφενός να γίνει ελκυστικός για πολλούς πολίτες κυρίως εργαζόμενους, αφετέρου να συνεννοηθεί με την τοπική κοινωνία, ώστε να μπορέσει να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή, η οποία έχει άμεση συνάρτηση και με τις επιβαρύνσεις στα οικονομικά των νοικοκυριών.

Πριν από πολλά πλέον χρόνια η ανοικοδόμηση στη Θεσσαλονίκη ήταν στο φόρτε της. Οι νέοι οικιστικοί πόλοι που δημιουργήθηκαν τότε, έστω και με στρεβλό τρόπο, άλλαξαν συνολικά τη λειτουργία του νομού. Οι δήμοι τότε δεν ανταποκρίθηκαν με επάρκεια στις απαιτήσεις των αλλαγών. Επένδυσαν στον θησαυρισμό κάποιων δημοτών τους, κέρδισαν σε πληθυσμό, αλλά γρήγορα όλα αυτά έσκασαν σαν μια φούσκα, διότι δεν ανταποκρίθηκαν στο καθήκον τους. Επεκτάσεις και κόντρα επεκτάσεις των σχεδίων πόλης, σε περιοχές όπου ακόμα και σήμερα, δεκαετίες μετά δεν έχουν κατασκευαστεί οι βασικές υποδομές. Μια σειρά από πολλά υποσχόμενες περιοχές απαξιώθηκαν, ενώ στην πρώτη στραβή (στην έναρξη της οικονομικής κρίσης) ό,τι είχε μείνει στη μέση παραμένει και σήμερα ανολοκλήρωτο.

Τα παραδείγματα είναι πολλά. Σήμερα, σε λίγες περιοχές γίνεται με οργανωμένο τρόπο η δημιουργία υποδοχέων πληθυσμού και η στεγαστική ανάπτυξη. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Θέρμη. Ελλείψεις υπάρχουν, όμως οι υποδομές, για τις οποίες φροντίζει με σχέδιο ο τοπικός δήμος, δεν υπολείπονται δραματικά της αναπτυξιακής πορείας στην ανοικοδόμηση. Για τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης, οι υποδομές προχωρούν με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό κι αυτό αποδεικνύει ότι η επέκταση της Θέρμης, η ανάπτυξη του δομημένου ιστού δεν έχει αφεθεί στην τύχη της ή στις διαθέσεις των εργολάβων και των ιδιοκτητών ακινήτων. Βέβαια αυτή η συνθήκη έχει συμπαρασύρει και τις τιμές, που έχουν ξεφύγει, είτε αφορούν σε αγορές ακινήτων, είτε σε ενοικιάσεις κι ας υπολείπεται η περιοχή σε επάρκεια συνδέσεων με το πολεοδομικό συγκρότημα ή σε αστικές συγκοινωνίες. Η ισορροπία θα επέλθει με την εξάντληση των διαθέσιμων ακινήτων, που δεν είναι πια και πολύ μακριά...

Ένα από τα παραδείγματα αδυναμίας ανταπόκρισης σε τέτοιες σημαντικές αλλαγές είναι εκείνο του δήμου Θερμαϊκού. Μιλάω για το παρελθόν, τις εποχές προ οικονομικής κρίσης, όπου τα πάντα χτίζονταν στην περιοχή, οι τοπικοί -προ Καλλικράτη- και ο τοπικός μετέπειτα δήμος, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την οικιστική ανάπτυξη και μόλις ήρθε η οικονομική κρίση σταμάτησε και η προσέλκυση πληθυσμού και η ανοικοδόμηση. Με τις υποδομές στις επεκτάσεις να μένουν ακόμα σε εκκρεμότητα.

Αναφέρω δυο χαρακτηριστικά διαφορετικά παραδείγματα, όπου τα πράγματα κινήθηκαν και κινούνται με ρυθμούς ταχύτατους, όπως μπορεί να κινηθούν και στο εγγύς μέλλον συνολικά στο νομό Θεσσαλονίκης.

Η περιοχή αλλάζει, σε πείσμα όσων επιμένουν να τη βλέπουν στάσιμη. Η Θεσσαλονίκη έκανε αναπτυξιακά άλματα τις τελευταίες δεκαετίες, που δεν ήταν και οι πιο εύκολες. Οι υποδομές που έχει αποκτήσει ήδη και όσες δρομολογούνται είναι δεκάδες και έχουν διαφοροποιήσει τη λειτουργία του πολεοδομικού συγκροτήματος και της περιφέρειας και οι απαιτήσεις λογικά έχουν πολλαπλασιαστεί. Πρόοδος. Αρκεί σε αυτή την πρόοδο να μην υπάρχουν εξαιρέσεις. Και το στεγαστικό καλώς ή κακώς δημιουργεί και εξαιρέσεις και ανισότητες και μάλιστα χαοτικές. Η κοινωνική συνοχή και η ισορροπία διαταράσσονται και καλό είναι να αρχίσουν να το βλέπουν εγκαίρως όλοι, προτού το πρόβλημα αρχίσει να γίνεται μη αντιμετωπίσιμο.