Skip to main content

Η Θάσος αποκαλύπτει τις αδυναμίες του τουρισμού της Βόρειας Ελλάδας

Υπό κανονικές συνθήκες θα περιμέναμε άνθιση του τουρισμού, προς όφελος του τόπου και των ανθρώπων. Κάτι που συμβαίνει, αλλά μάλλον περιορισμένα.

του Γιώργου Δώρα

Η Θάσος είναι ένα πανέμορφο νησί, που συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Παραμένει καταπράσινο, παρά τις μεγάλες πυρκαγιές των τελευταίων 30 χρόνων, που έχουν αφήσει τα σημάδια τους. Επιπλέον έχει γραφικά χωριουδάκια, φιλόξενους ανθρώπους και προσφέρεται απολύτως για οικογενειακές διακοπές. Όσοι αναζητούν κοσμικότητες, μάλλον θα απογοητευτούν.

Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η κίνηση τα καλοκαίρια στο νησί είναι ανεβασμένη, καθώς η ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού και η εξαιρετικά πυκνή θαλάσσια συγκοινωνία ανάμεσα στην Κεραμωτή και στον Λιμένα έχει διευκολύνει κατά πολύ την πρόσβαση.

Όλα αυτά υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να σημαίνουν άνθιση του τουρισμού, προς όφελος του τόπου και των ανθρώπων. Κάτι που συμβαίνει, αλλά μάλλον περιορισμένα. Κυρίως επειδή η Θάσος δεν βρίσκεται στο «χάρτη» επισκεπτών υψηλού οικονομικού επιπέδου. Ίσως το 90% των τουριστών που φιλοξενεί είναι Βαλκάνιοι. Άνθρωποι με περιορισμένους οικονομικούς πόρους, οι οποίοι επιλέγουν το νησί λόγω της εγγύτητας με τις χώρες τους. Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, πολίτες του κράτους των Σκοπίων κατακλύζουν τις παραλίες του νησιού, αλλά το οικονομικό όφελος είναι μικρό.

Κυριολεκτικά ελάχιστο, σύμφωνα με τους ντόπιους, εάν συνυπολογίσει κανείς το κόστος που συνεπάγεται η επιβάρυνση των υποδομών, από την ύδρευση και την αποχέτευση, μέχρι την αποκομιδή των απορριμμάτων και τους δρόμους. Κάτι που απασχολεί τον τοπικό δήμο. Διότι οι μόνοι σίγουρα ωφελημένοι είναι αφενός οι κάτοχοι καταλυμάτων –ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, Airbnb-, αφού οι επισκέπτες κάπου πρέπει να διανυκτερεύσουν και να ξεκουραστούν, και αφετέρου οι εταιρίες που διαχειρίζονται τα φέρι μπόουτ, αφού με κάποιο τρόπο οι ταξιδιώτες πρέπει να φτάσουν στο νησί. Κατά τα λοιπά έρχονται στην Ελλάδα –κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη- με γεμάτα τα πορτπαγκάζ και τις μπακαντζιέρες με τρόφιμα, μπύρες, μέχρι και εμφιαλωμένα νερά από τα σούπερ μάρκετ της πατρίδας τους. Κολυμπούν στις ελεύθερες παραλίες και αν χρειαστεί συμπληρώνουν τις προμήθειες από τα σούπερ μάρκετ του νησιού. Επίσης κατά κανόνα φροντίζουν να φουλάρουν τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων τους πριν περάσουν τα σύνορα –η Βουλγαρία απέχει περί τα 80 χιλιόμετρα από τις ακτές της Καβάλας που οδηγούν στη Θάσο.

Όλα αυτά δε σημαίνει ότι οι βαλκάνιοι επισκέπτες της Θάσου, αλλά και της υπόλοιπης Βορείου Ελλάδος –Χαλκιδική, Πιερία κ.λπ.- δεν κυκλοφορούν καθόλου. Ορισμένες φορές τρώνε στις ταβέρνες, πίνουν τον καφέ τους, ακόμη και το ποτάκι τους στα μπαρ. Αλλά σε κάθε περίπτωση οι καταναλώσεις τους είναι περιορισμένες, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι του χρόνου τους μέσα στην ημέρα το περνούν με ελάχιστα έως μηδενικά έξοδα. Και καλά κάνουν, αφού, προφανώς, κινούνται με βάση τις οικονομικές τους δυνατότητες ή με γνώμονα τα πόσα χρήματα έχουν αποφασίσει να διαθέσουν στις διακοπές τους.

Το θέμα δεν είναι οι Βαλκάνιοι επισκέπτες, αλλά η Ελλάδα. Τι κάνει ως χώρα και ως οργανωμένη κοινωνία; Πρέπει να κάνει κάτι; Έχει τη δυνατότητα να κάνει κάτι και τι είναι αυτό; Η εξαγγελία της νέας κυβέρνησης ότι θα εκπονήσει δεκαετές στρατηγικό πλαίσιο για τον τουρισμό έχει ενδιαφέρον. Διότι εάν όντως ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας –που με τα σημερινά δεδομένα είναι- η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού είναι ασυγχώρητη. Μένει να δούμε το περιεχόμενο.

Τις στοχεύσεις και τις προτεραιότητες που θα τεθούν στο πλάνο. Διότι η ανάγκη για την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος της Βορείου Ελλάδος είναι αδήριτη. Η διαφορά με το νότο της χώρας είναι πολύ μεγάλη. Δυσανάλογα μεγάλη με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα. Τις δυνατότητες των περιοχών, ακόμη και τις επενδύσεις που έχουν γίνει. Το απολύτως σίγουρο είναι ότι η σημερινή κατάσταση οδηγεί σε αδιέξοδα. Δε φτάνει να έρχεται κόσμος από το εξωτερικό σε έναν τόπο, πρέπει να καταγράφεται και οικονομικό όφελος. Και μπορεί οι παλιοί έμποροι να πίστευαν ότι «στα δύσκολα ακόμη και η σκόνη από το πανωφόρι του πελάτη είναι πολύτιμη», αλλά σίγουρα δεν εννοούσαν ότι πρέπει να πληρώνουν οι ίδιοι τα ψώνια του πελάτη μόνο και μόνο για να τον βάλουν στο μαγαζί τους. Ή για να μην ξεχάσει να ψωνίζει, ώστε όταν θα έχει γεμάτο πορτοφόλι να τους θυμηθεί!

Η τουριστική κίνηση στη Θάσο είναι μικρότερη από τα προηγούμενα χρόνια. Ίσως όχι αυτές τις 20 «καυτές» ημέρες του Αυγούστου που διανύουμε, αλλά σίγουρα στο σύνολο της σεζόν. Κι αυτό έχει την εξήγηση του στο μείγμα των επισκεπτών. Όταν μια περιοχή βασίζεται σε πελάτες από χώρες που αγωνίζονται να αναπτυχθούν και όχι σε ώριμες αγορές, ενώ επιπλέον έχουν δικό τους νόμισμα, κάτι τέτοιο είναι φυσικό. Μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση υπάρχουν πισωγυρίσματα και αμφιταλαντεύσεις, που τελικά «πληρώνουν» οι προμηθευτές τους. Ο τουρισμός για κάθε χώρα υποδοχής επισκεπτών είναι στην ουσία εξαγωγή, που δεν πηγαίνει καλά όταν ο πελάτης βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία.