Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη μπορεί να εξελιχθεί σε υπερεθνικό περιφερειακό πανεπιστημιακό κέντρο

Η λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων ενδέχεται να επηρεάσει έναν αριθμό νέων, οι οποίοι από επιλογή ή λόγω αποτυχίας εισαγωγής στα εγχώρια ΑΕΙ θα πήγαιναν για σπουδές στο εξωτερικό, και ουδόλως τους φοιτητές των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων

Πρώτο θέμα τις τελευταίες ώρες η Θεσσαλονίκη στα μέσα ενημέρωσης. Με αφορμή το… κρυφτούλι στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Την εκκένωση της κατάληψης στη Νομική, την… ανακατάληψη από τους φοιτητές και όλα όσα μοιραία ακολούθησαν. Συγκεντρώσεις, πανό, συνθήματα και μια ψευδεπίγραφη αντιπαλότητα άνευ… αντικειμένου. Διότι η ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων ουδόλως αφορά τους σημερινούς φοιτητές, οι οποίοι -ας σημειωθεί- ακόμη και στις περιπτώσεις που η σχολή τους βρίσκεται υπό κατάληψη, ακόμη κι αν οι ίδιοι έχουν ψηφίσει υπέρ της κατάληψης έχουν τη δυνατότητα να δώσουν εξετάσεις από απόσταση, ώστε να μη χάσουν το εξάμηνο. Και σε σημαντικό βαθμό την ικανοποιούν.

Ο νέος νόμος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια -εφόσον ψηφιστεί και εφαρμοστεί- αφορά αποκλειστικά τις επόμενες γενιές φοιτητών, αφού εάν τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα τα νέα ανώτατα ιδρύματα θα λειτουργήσουν ως παραρτήματα μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων του εξωτερικού το συντομότερο από τον Σεπτέμβρη του 2025. Σε κάθε περίπτωση η λειτουργία τους ενδέχεται να επηρεάσει έναν αριθμό νέων, οι οποίοι από επιλογή ή λόγω αποτυχίας εισαγωγής στα εγχώρια ΑΕΙ θα πήγαιναν για σπουδές στο εξωτερικό και ουδόλως τους φοιτητές των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων, οι οποίοι θα συνεχίσουν κανονικά τις σπουδές τους. Το θέμα είναι καθαρά ιδεολογικό ή μάλλον -για να είμαστε ακριβείς- πρόκειται για ζήτημα ιδεοληψίας, κάτι που εξ’ ορισμού σημαίνει ότι πατρονάρεται από κόμματα, τα οποία τοκίζουν σε ένα ζήτημα που έχει ξεπεραστεί σε όλες τις άλλες χώρες του κόσμου.

Επίσης, το θέμα της παράλληλης -και εν πολλοίς συμπληρωματικής- λειτουργίας του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα υφίσταται στη χώρα μας σε όλους τους τομείς, εκτός από την εθνική άμυνα και τη δικαιοσύνη. Διότι ασφαλώς δεν νοείται στην Ελλάδα ιδιωτικός στρατός, αλλά, πάντως, μεγάλο κομμάτι των ενόπλων δυνάμεών της σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας χαρακτηρίζεται επαγγελματικό, αφού αποτελείται από έμμισθους στρατιωτικούς. Όπως επίσης δεν νοείται ιδιωτική δικαιοσύνη, αλλά ήδη με βάση νόμους του κράτους πολλές υποθέσεις επιλύονται, πλέον, εξωδικαστικά, με τους δικηγόρους σε ρόλο μεσολαβητών, οι οποίοι φυσικά… πληρώνονται.

Είναι σαφές -για να επανέλθουμε στο θέμα των ΑΕΙ- ότι στην ελληνική κοινωνία η ιδέα της λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων έχει πλήρως ωριμάσει, οπότε είναι θέμα χρόνου και συγκυρίας να ισχύσει και να εφαρμοστεί ο νόμος που θα ψηφιστεί. Ένας νόμος, ο οποίος εκτός από το ότι θα βοηθήσει ώστε να μη ξενιτευτούν σώνει και καλά για σπουδές μερικές χιλιάδες ελληνόπουλα, θεωρείται βέβαιον ότι θα προσελκύσει σπουδαστές από άλλα κράτη και μέρη του κόσμου, που επιθυμούν να φοιτήσουν σε κάποιο διεθνώς γνωστό πανεπιστήμιο και το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι χώρα της Ευρωπαϊκής  Ένωσης τους ταιριάζει μια χαρά. Ήδη στα μεγάλα και δραστήρια κολέγια που λειτουργούν στην  Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη οι ξένοι φοιτητές είναι χιλιάδες και προέρχονται από πολλά και διαφορετικά γεωγραφικά και ιστορικά μήκη και πλάτη του πλανήτη -από τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή μέχρι την… Κίνα.


Με δεδομένο ότι η Θεσσαλονίκη λόγω πληθυσμού, έκτασης, τρόπου ζωής, χωροταξικής διάρθρωσης, υποδομών και -κυρίως- παράδοσης είναι η βασική πανεπιστημιούπολη της χώρας, αφού έχει τρία πανεπιστήμια με δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και χιλιάδες ακαδημαϊκούς δασκάλους, είναι φυσικό να προσελκύσει παραρτήματα μη κρατικών πανεπιστημίων του εξωτερικού. Στην ουσία έχει ακόμη μία ευκαιρία να εξελιχθεί -στο πεδίο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυτή τη φορά- σε επίκεντρο των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 ενώ υπήρχαν οι βασικές προϋποθέσεις η πόλη δεν εξελίχθηκε σε περιφερειακό κέντρο σημαντικών τομέων, όπως -για παράδειγμα- τα χρηματοοικονομικά, η έρευνα, η τεχνολογία, οι μεταφορές, οι διεθνείς οργανισμοί. Μια αποτυχία που στοίχισε και στοιχίζει στη Θεσσαλονίκη σε πολλά επίπεδα, από την ανάπτυξη μέχρι τον κοσμοπολιτισμό, και οφείλεται σε ολιγωρία και λανθασμένους χειρισμούς, κυρίως από την πλευρά του επίσημου ελληνικού κράτους, που εκείνη την περίοδο αντί να αξιοποιήσει στρατηγικά τα νέα ιστορικά δεδομένα που δημιουργήθηκαν για τον ελληνικό Βορρά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, επικεντρώθηκε στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.  

Τώρα πια τα ευρύτερα δεδομένα είναι διαφορετικά, οι ισορροπίες έχουν μεταβληθεί, αλλά η ευκαιρία για την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης στο εκπαιδευτικό πεδίο είναι πραγματική. Για την αξιοποίησή της πρέπει να συντρέξουν κάποιες προϋποθέσεις, την κάλυψη των οποίων οφείλουν να διασφαλίσουν οι τοπικοί παράγοντες, δήμοι και Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Κυρίως να προβάλλουν την πόλη στη διεθνή εκπαιδευτική κοινότητα και να αξιοποιήσουν πιθανές διασυνδέσεις, λειτουργώντας με τη λογική της «επιθετικής πώλησης». Διότι η Θεσσαλονίκη -το έχουμε εμπεδώσει πλέον- είναι μια σχεδόν άγνωστη πόλη και περιοχή, για όσους κινούνται πέρα από τα Βαλκάνια και πέρα από το γνωστικό αντικείμενο της βυζαντινής ιστορίας. Η δημιουργία ενός πλήρους φακέλου της πόλης με όλα τα θέματα που ενδιαφέρουν ένα διεθνές πανεπιστημιακό ίδρυμα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα. Γι’ αυτό το σκοπό ενδεχομένως θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η εμπειρία του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος, το οποίο όταν δημιουργήθηκε το 2007 – 2008 οργάνωσε μια καμπάνια προσέλκυσης ξένων μεταπτυχιακών φοιτητών στη Θεσσαλονίκη, που είχε επιτυχία και μετρήσιμα αποτελέσματα. Από εκεί και πέρα μόνο το… τρέξιμο, οι επαφές και η επιμονή μπορούν να φέρουν αποτελέσματα.