Skip to main content

Οι τρεις συν ένας λόγοι που το 2021 μπορεί να είναι χρονιά εκλογών

Εάν οι εξελίξεις στο υγειονομικό πεδίο είναι αυτές που όλοι ευχόμαστε, δεδομένου και του σταδιακού εμβολιασμού, το ενδεχόμενο εκλογών δεν είναι μακριά

Αν καθίσουμε και διαβάσουμε όλοι, τι γράφαμε πέρυσι τέτοια μέρα, σχετικά με τα μελλούμενα για το 2020, θα κάναμε πολύ καιρό να ξαναπιάσουμε πληκτρολόγιο. Αλλά, οκ, αυτό που συνέβη τη χρονιά που μόλις μας αποχαιρέτησε δεν θα μπορούσε να το προβλέψει ούτε ο Λεφάκης. Ωστόσο, δέσμιοι του καθήκοντος θα αποτολμήσουμε και φέτος εκτιμήσεις σχετικά με τα πολιτικά μελλούμενα μιας χρονιάς, ιδιαίτερα κρίσιμης για το που θα πάει η χώρα από δω και πέρα.

Με τον κορωνοϊό να περιφέρεται ζωηρά ακόμη ανάμεσά μας, κάθε εκτίμηση έχει τα ρίσκα της. Παρόλα αυτά, μια πρόβλεψη ότι το 2021 θα είναι κατά πάσα πιθανότητα εκλογική χρονιά, και μάλιστα εις διπλούν, θεωρείται μάλλον από τις ασφαλέστερες. Το αντίθετο θα συνιστούσε έκπληξη, όχι μόνον εξ αιτίας της εγχώριας πολιτικής παράδοσης, στην οποία οι μικροϋπολογισμοί έχουν βαρύνοντα λόγο, αλλά και λόγω των αντικειμενικών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί εξ αφορμής της πανδημίας.

Εάν οι εξελίξεις στο υγειονομικό πεδίο είναι αυτές που όλοι ευχόμαστε, δεδομένου και του σταδιακού εμβολιασμού ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, το ενδεχόμενο κάποια στιγμή τον Μάιο, Ιούνιο να αρχίσουμε να αφήνουμε πίσω μας τον εφιάλτη της πανδημίας, δεν εντάσσεται στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Και τότε, ή το αργότερο τον Σεπτέμβριο, θα είναι ο καταλληλότερος χρόνος για να στηθούν οι κάλπες προκειμένου να απαντηθούν, από τον κυρίαρχο λαό, ορισμένα καίρια ερωτήματα.

Το πρώτο και βασικότερο, αφορά την πορεία της χώρας μετά την πρωτοφανή δοκιμασία της πανδημίας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το ερώτημα θα είναι με ποιο τρόπο και προς ποια κατεύθυνση θα πρέπει να αξιοποιηθούν τα κοντά εβδομήντα δισεκατομμύρια ευρώ κοινοτικών πόρων. Η μία απάντηση, από κυβερνητικής πλευράς, είναι λίγο πολύ γνωστή και θα έχει ως βάση της το περίφημο Σχέδιο Πισσαρίδη. Η δεύτερη, από πλευράς αντιπολίτευσης και δη από τον ΣΥΡΙΖΑ, αναμένεται. Θα προλάβει;

Το δεύτερο σοβαρό θέμα το οποίο φαίνεται πως θα το βρούμε μπροστά μας λίαν συντόμως, είναι οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως και ο διεθνής παράγοντας θα εντείνουν τις πιέσεις τους ώστε να φέρουν τις δύο χώρες στο ίδιο τραπέζι. Κι εκεί θα τεθούν ακανθώδη ερωτήματα τα οποία για να απαντηθούν, χρειάζεται ισχυρή, νωπή λαϊκή εντολή.

Στην απόφαση για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες θα μετρήσει ασφαλώς και η εικόνα η οποία απορρέει από τα δημοσκοπικά δεδομένα. Εάν διατηρηθεί το σημερινό σκηνικό ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πολλούς λόγους για να στήσει κάλπες. Το κόμμα του, παρά τις μεγάλες δοκιμασίες που κλήθηκε να διαχειριστεί και τη φυσιολογική φθορά που άρχισε να υφίσταται, εξακολουθεί να διατηρεί την πολιτική ηγεμονία η οποία προοιωνίζεται μια καθαρή εκλογική νίκη.

Είναι σαφές ότι η Νέα Δημοκρατία, έχοντας ανά χείρας τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης, θα προτάξει το αφήγημα της οικονομικής ανάταξης της χώρας μετά τον έλεγχο της πανδημίας. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ακόμη ζαλισμένος από τις απανωτές εκλογικές ήττες του 2019, αδύναμος να διαμορφώσει πολιτικό λόγο, πέρα από καταγγελίες. Το ίδιο απογοητευτική για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι και η σύγκριση ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα.

Και βεβαίως, υπάρχει πάντοτε και ο παράγων “απλή αναλογική” με την οποία ο πρωθυπουργός θέλει να ξεμπερδέψει το ταχύτερο. Γνωρίζει, ασφαλώς, ότι αυτό συνεπάγεται πιθανότατα διπλές κάλπες, σε διάστημα ενός μήνα, αλλά εάν μεταθέσει στο μέλλον τη διευθέτηση αυτής της εκκρεμότητας, το εγχείρημα θα φαντάζει δυσκολότερο. Χώρια που, ενδεχόμενη διπλή εκλογική ήττα του Αλέξη Τσίπρα, μετά τις αλλεπάλληλες του 2019, μπορεί να πυροδοτήσει και άλλου είδους εξελίξεις στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην Ελλάδα ζούμε και ως γνωστόν όλα αυτά μετράνε.

Όμως, εκείνο που μετρά περισσότερο είναι, όταν θα ξαναμετρηθούμε του χρόνου τέτοια μέρα, να είμαστε όλοι παρόντες. Χρόνια πολλά και μια καλύτερη χρονιά.