Skip to main content

ICOMOS: «Καμία σχέση το Ανάκτορο των Αιγών με τον Φίλιππο Β'» - Σκληρή απάντηση από Κοτταρίδη

Σκληρή κόντρα μεταξύ του ελληνικού τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών και της πρώην προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας

Kόντρα έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ώρες μεταξύ της πρώην προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, Αγγελικής Κοτταρίδη και του ελληνικού τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) σχετικά με το ανάκτορο των Αιγών στη Βεργίνα.

Συγκεκριμένα, σε ανακοίνωσή του το ICOMOS  κάνει λόγο για «δήθεν ανάκτορο της Βεργίνας»,  που «κατά το Υπουργείο Πολιτισμού υπερτερεί του Παρθενώνα, προπαγανδίζει πάνω σε μυθεύματα, αβάσιμες ερμηνείες και κοπτοραπτική των δεδομένων, την υλοποίηση ενός δήθεν μεγαλειώδους αναστηλωτικού εγχειρήματος με εθνική σημασία, δεν κατορθώνει, όμως, να συγκαλύψει την πραγματικότητα αυτού του πανάκριβου και ημιτελούς έργου και του συνόλου των θεμελιωδών προβλημάτων του αφηγήματος της Βεργίνας». Μάλιστα, παραθέτοντας, όπως υποστηρίζει, αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια, το Συμβούλιο τονίζει πως το μνημείο δεν είναι «ανάκτορο» ούτε χρονολογείται την εποχή του Φιλίππου Β'.

Σε απάντησή της η Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων, Αγγελική Κοτταρίδη σημειώνει πως «το εν λόγω λιβελλογράφημα επιχειρεί να αποδομήσει το συστηματικό  έργο για την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μακεδονίας που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, όπως δείχνουν τα   δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου, αλλά και η αθρόα προσέλευση επισκεπτών στο Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών» και προσθέτει πως «στο δημοσίευμα η, εμφανών προθέσεων, πολιτική κριτική αναμειγνύεται με επιστημονικοφανή ψευδοεπιχειρήματα που, δυστυχώς, δηλώνουν εύγλωττα την βαθιά άγνοια των συντακτών του ως προς τις διαδικασίες των συγχρηματοδοτούμενων  έργων (εν προκειμένω ΕΣΠΑ/ΕΠΑΝΕΚ) αλλά και ως προς τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα δεδομένα της πολυετούς συστηματικής επιστημονικής έρευνας των Αιγών και του συγκεκριμένου μνημείου».

Αναλυτικά η ανακοίνωση του ελληνικού τμήματος Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS):

Το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) παρακολουθεί τα Δελτία Τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και τις ανακοινώσεις και δηλώσεις της Υπουργού Πολιτισμού και της τέως Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, σχετικά με την αποπεράτωση του έργου αναστήλωσης του «ανακτόρου» της Βεργίνας.

Το Υπουργείο Πολιτισμού χαρακτηρίζει την επέμβαση ως «μεγάλο τεχνικό έργο». O χαρακτηρισμός αναφέρεται, μάλλον στο κόστος, που ήταν πράγματι πολύ μεγάλο, καθώς υπερέβη τα είκοσι εκατομμύρια ευρώ, ποσόν που ασφαλώς δεν αντιστοιχεί τουλάχιστον στο επιστημονικό αποτέλεσμα. Ως αναστηλωτική πρόκληση, μόνο «μεγάλο» δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, αφού η αναστήλωση περιλαμβάνει ανεπίτρεπτα μεγάλο ποσοστό νέου υλικού, κυρίως τραβερτίνη (αντί του αρχαίου πωρολίθου) και τσιμέντου με πρόσμικτα. Σε μεγάλο μέρος οι τοίχοι έχουν αποκατασταθεί με νέο υλικό επάνω από τη θεμελίωση, αποκαθιστώντας τις κατώτατες στρώσεις των τοίχων, καθώς τα υπερκείμενα τμήματα στην αρχική κατασκευή ήταν από ωμές πλίνθους. Αντίστοιχες εργασίες έγιναν και σε κίονες.

Τεχνικές αστοχίες στην επέμβαση γίνονται ήδη εμφανείς, καθώς τα όμβρια ύδατα λιμνάζουν πάνω σε δάπεδα των ανδρώνων και του περίστωου, όπου έχουν μπει τσιμέντα, τα οποία η τέως έφορος Ημαθίας τα παραλλήλισε με τα τσιμέντα που μπήκαν στην Ακρόπολη των Αθηνών, «για τα οποία κάποιοι κάνουν φασαρίες». Συνακολούθως, η διατήρηση μιας τεράστιας βελανιδιάς μέσα σε ανδρώνα με βοτσαλωτό δάπεδο, είναι εξαιρετικά επιζήμια για το μνημείο, καθώς οι ρίζες της θα συνεχίσουν να λειτουργούν καταστροφικά, δοθέντος ότι το δένδρο συνεχώς θα μεγαλώνει. Φαίνεται, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει πρόθεση κοπής της βελανιδιάς, καθώς έχει οριοθετηθεί ο χώρος γύρω από αυτήν, για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Οι κακοτεχνίες, βεβαίως, μπορούν να εξηγηθούν, σε ένα βαθμό, από το γεγονός ότι το έργο διεκπεραιώθηκε από μηχανικούς χωρίς αναστηλωτικές περγαμηνές.

Παρά την εγκαινίαση, το έργο δεν έχει αποπερατωθεί και είναι φανερό ότι εγκαινιάστηκε εσπευσμένα, επειδή η υπεύθυνη του έργου έβγαινε στη σύνταξη(;). Ως εκ τούτου, η πρόσβαση στο μνημείο είναι απαγορευτική για ΑΜΕΑ, ηλικιωμένους και παιδικά καροτσάκια, ενώ όταν έχει βρέξει η προσέγγιση του μνημείου περιλαμβάνει «λασπόλουτρο» και «πατινάζ» στο χωματόδρομο. Ακόμη, η διαδρομή του κοινού δεν είναι σαφώς καθορισμένη και οριοθετημένη, και δυσχεραίνεται από κατώφλια και στυλοβάτες σημαντικού ύψους, τα οποία οι επισκέπτες πρέπει να δρασκελίζουν για να κυκλοφορήσουν.

Ανάλογης ποιότητας είναι και η συνέντευξη της τέως εφόρου Ημαθίας στο κρατικό κανάλι, όπως και η ξενάγησή της με ντουντούκα (υπάρχει στο διαδίκτυο), που χαρακτηρίζονται από μίξη δεδομένων και επινοήσεών της. Φαίνεται, μάλιστα, να αγνοεί τη σχετική ορολογία. Για παράδειγμα, χαρακτηρίζει υποτομές λίθων (σκοτίες) σαν «σκαλοπατάκια», μολονότι τα σκαλοπάτια έχουν το «πάτημα» οριζόντιο και το «ρίχτι» κατακόρυφο και όχι αντιστρόφως.

Σαν να μην έφτανε η κακοποίηση του ίδιου του μνημείου, το Υπουργείο Πολιτισμού, αποβλέποντας στην πολιτική «αξιοποίηση» του έργου, παραποιεί τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα, αποδίδοντας αυθαίρετα στο μνημείο χρήσεις και ιδιότητες που δεν αντέχουν σε επιστημονικό έλεγχο. Λόγω της σοβαρότητας του θέματος, παραθέτουμε τα αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια που αποδεικνύουν ως έωλες τις απόψεις, που προβλήθηκαν με την ευκαιρία των εγκαινίων.

 1) Η ανέγερσή του μνημείου αποδίδεται από το Υπουργείο Πολιτισμού στον Φίλιππο Β΄. Ωστόσο, χρονολόγηση του κτηρίου στο διάστημα 350-336 π.Χ. και συσχετισμός του με τον Φίλιππο Β΄, δεν ευσταθούν. Ας εξετάσουμε τα πράγματα με τη σειρά: Το κτήριο αυτό, μετά την πρώτη έρευνα του 1861 από τον L. Heuzey (και όχι 1865 όπως αναφέρεται σε επίσημες ανακοινώσεις), ήλθε στο φως ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας συστηματικής έρευνας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (όπως και το σύνολο των άλλων μνημείων της Βεργίνας) και όχι του Υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο επενέβη στην ανασκαφή του Πανεπιστημίου, το απομάκρυνε και δεν συνεργάστηκε μαζί του, ώστε να λάβει τεχνογνωσία και να ωφεληθεί από την εμπλοκή των κορυφαίων ειδικών του στο εν λόγω έργο, διότι αυτοί μάλλον δεν θα υιοθετούσαν απόψεις άνευ επιστημονικής βάσης.

Οι επιστήμονες που επί χρόνια ανέσκαψαν και αποκάλυψαν το κτήριο, καθηγητές Κ. Ρωμαίος, Γ. Μπακαλάκης, Μ. Ανδρόνικος, Ν. Μουτσόπουλος, και ο Έφορος Αρχαιοτήτων Χ. Μακαρόνας, βασισμένοι στα αρχιτεκτονικά του στοιχεία, κυρίως στα κιονόκρανα, αλλά και σε νόμισμα Λυσιμάχου, που βρέθηκε στη θεμελίωση του ανατολικού τμήματος και χρονολογήθηκε από τη νομισματολόγο Ειρήνη Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου στα 306-281 π.Χ., το χρονολόγησαν στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ. και συγκεκριμένα στα χρόνια της βασιλείας του Αντιγόνου Γονατά, που βασίλεψε μετά το 274 π.Χ.

Αργότερα, ο Χ. Μακαρόνας, ανασκαφέας της Πέλλας, βρήκε ότι κέραμοι στέγης από τις πολυτελείς οικίες «του Διονύσου» και «της αρπαγής της Ελένης» της Πέλλας ήταν σφραγισμένες με την ίδια σφραγίδα που είχαν σφραγιστεί και κέραμοι του κτηρίου της Βεργίνας, ενώ και τα ανθέμια των ηγεμόνων κεράμων της Βεργίνας ήταν παραπλήσια με των δύο πολυτελών οικιών της Πέλλας. Οι δύο οικίες της Πέλλας χρονολογούνται με βεβαιότητα από κεραμικά και νομισματικά ευρήματα, που βρέθηκαν στο υπόστρωμα των ψηφιδωτών τους δαπέδων, στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. και εξής, οδηγώντας στα χρόνια του Κασσάνδρου. Με αυτό το δεδομένο, οι Χ. Μακαρόνας και Μ. Ανδρόνικος θεώρησαν ότι το κτήριο της Βεργίνας χρονολογείται στην εποχή του Κασσάνδρου. Αυτήν την άποψη υιοθέτησε αργότερα και ο νομισματολόγος Ι. Τουράτσογλου.

Η Α. Κοτταρίδη, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη του W. Hoepfner, συγκρίνοντας τα κιονόκρανα του κτηρίου τη Βεργίνας με κιονόκρανα επιλεγμένων κτηρίων που χρονολογούνται περί τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (ναός Αλέας Αθηνάς, πώρινος ναός Προναίας Δελφών, θόλος Επιδαύρου και μαυσωλείο Αλικαρνασσού), το χρονολόγησε στην εποχή του Φιλίππου Β΄. Ένα άλλο επιχείρημα, στο οποίο βάσισε αυτήν τη χρονολόγηση, ήταν η αντιπαραβολή φυτικών διακοσμητικών θεμάτων από το ψηφιδωτό του «ανακτόρου» με διακοσμητικά θέματα κτερισμάτων του Τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας, του λεγόμενου τάφου του Φιλίππου Β΄. Ωστόσο, παραλείφθηκε η σύγκριση των κιονοκράνων του «ανακτόρου» της Βεργίνας με κιονόκρανα κτηρίων των οποίων η χρονολόγηση δεν εξυπηρετεί τις θέσεις της, συγγενεύουν, όμως, σε μεγαλύτερο βαθμό μορφολογικά, όπως είναι αυτά του ναού του Διός στη Νεμέα, η χρονολόγηση του οποίου τοποθετείται μετά το 330-320 π.Χ. Επίσης, η χρονολογική αξιοποίηση των ομοιοτήτων της φυτικής διακόσμησης ψηφιδωτού του «ανακτόρου» με ανάλογη ευρημάτων του Τάφου ΙΙ, οδηγεί σε επιβεβαίωση της χρονολόγησης του «ανακτόρου», μετά το 317 π.Χ., δεδομένου ότι είναι, πλέον, ευρέως αποδεκτό ότι ο Τάφος ΙΙ χρονολογείται οπωσδήποτε μετά το 317 π.Χ. και άρα δεν είναι ο τάφος του Φιλίππου Β΄. Το Υπουργείο Πολιτισμού φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη τη δημοσίευση σχετικής μελέτης, από το 2007, όπου αποδεικνύεται ότι ο Τάφος ΙΙ κτίστηκε μετά το 317 π.Χ. (S. Rotroff, Review of Drougou, Τα πήλινα αγγεία της Μ. Τούμπας, American Journal of Archaeology 111.4, 2007, 809-810). Αξίζει, με την ευκαιρία, να σημειωθεί ότι η ανασκαφή της τούμπας της Βεργίνας δεν έχει ολοκληρωθεί, εφόσον, για παράδειγμα, δεν έχουν ανασκαφεί σε βάθος θεμελιώσεως κανένα από τα κτίσματα. Οι τάφροι θεμελιώσεων των κτηρίων περιλαμβάνονται στους πλέον έγκριτους μάρτυρες χρονολόγησης και τυχόν ανασκαφή τους μάλλον θα απορρίψει και με νέα στοιχεία το αφήγημα περί βασιλικών τάφων.

2) Το κτήριο ερμηνεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ανάκτορο, πρυτανείο, διοικητική έδρα του Φιλίππου Β΄, ιερό, δικαστήριο, πολιτική αγορά, πινακοθήκη, μητρώο, βιβλιοθήκη, χώρος συνελεύσεων κ.ά. Τα πάντα σε ένα, όπως αναφέρθηκε, και όχι ένα εδώ κι άλλο εκεί, όπως στην Αθήνα. Παραλληλίζεται, συνακολούθως, με κτήρια της κλασικής Αθήνας (Παρθενών, Αγορά των Αθηνών, Ποικίλη στοά, Βασίλειος στοά, στοά του Αττάλου κ.ο.κ.), ώστε να συνδεθεί μαζί τους χρονολογικά και ποιοτικά, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτά. Αποβλέποντας στον εντυπωσιασμό φτάνει να αντιπαραβάλλεται με τον Παρθενώνα και βρίσκεται να υπερτερεί αυτού σε μέγεθος και σημασία, ενώ επρόκειτο για μια κατασκευή από ευτελή υλικά, κυρίως από κακής ποιότητας πωρολίθους και ωμές πλίνθους. Μάλιστα τα μεγάλα κενά των πωρολίθων είχαν καλυφθεί με βύσματα, τα οποία εν συνεχεία απεκρύβησαν, κατά την αρχαιότητα, από επιχρίσματα. Παρόλα αυτά, τα υλικά αυτά χαρακτηρίζονται από το Υπουργείο Πολιτισμού ως «πολυτελή», ενώ φειδωλή είναι η χρήση μαρμάρου σε κατώφλια. Δεν υπάρχουν στοιχεία υψηλής τέχνης, που είναι απαράμιλλη στον Παρθενώνα. Επίσης, του αποδίδονται λειτουργίες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, π.χ. λειτουργίες Πρυτανείου, πολιτικής αγοράς, ανοιχτών δικαστικών διαδικασιών κ.λ.π., οι οποίες εντούτοις χαρακτηρίζουν τις δημοκρατικές πόλεις-κράτη και όχι τη Μακεδονία που ήταν βασίλειο, όπου ο βασιλιάς είχε απόλυτη εξουσία και οι υπήκοοι δεν μετείχαν στα κοινά. Δεν θα μπορούσε, επιπλέον, να αποτελεί τη διοικητική έδρα του Φιλίππου Β΄, εφόσον η πρωτεύουσα του βασιλείου ήταν η Πέλλα, κάτι το οποίο το Υπουργείο Πολιτισμού φτάνει να αποσιωπά, διότι δεν εξυπηρετεί το αφήγημα της Βεργίνας-«Αιγών».

Η ερμηνεία του υπόψη κτηρίου ως ανακτόρου δεν υποστηρίζεται από τα ερείπιά του, τα οποία είναι πολυάριθμοι ευρύχωροι ανδρώνες (αίθουσες συμποσίων), με τους προθαλάμους και τους χώρους εξυπηρέτησής τους, οι οποίοι αναπτύσσονται γύρω από μια περίστυλη αυλή, και δεν υπάρχουν χώροι με άλλη λειτουργία. Ο υποτιθέμενος δεύτερος όροφος, στον οποίο θα βρίσκονταν οι χώροι διοίκησης, δεν τεκμηριώνεται από τα ευρήματα. Μολονότι στα ανάκτορα κατοικεί ο άναξ, η Α. Κοτταρίδη, λόγω έλλειψης τεκμηρίων που αντιστοιχούν σε χώρους κατοικίας, διατύπωσε την ευφάνταστη θεωρία ότι η κατοικία του άνακτος ήταν αλλού και εξ αυτού συνέκρινε το κτήριο αυτό με το κτήριο Μαξίμου, όπου παρομοίως δεν κατοικεί ο πρωθυπουργός της χώρας!

Οι βάσεις των πώρινων πεσσών στη νοτιοανατολική πλευρά του οικοδομήματος, σε μη κεντροβαρικό σημείο, ενδεχομένως προορίζονταν για τη στήριξη μικρής ξύλινης κλίμακας επίσκεψης της στέγης. Δεν υπάρχουν κλιμακοστάσια πρόσβασης σε ανώτερο όροφο. Σε ένα ανάκτορο, μάλιστα πολυτελές, τα κλιμακοστάσια προς τον όροφο θα ήταν ωσαύτως πολυτελή, ευμεγέθη, προφανώς μαρμάρινα (όπως τα κατώφλια του κτηρίου), σε κεντρικά και εμφανή σημεία, οδηγώντας στους χώρους κατοικίας του βασιλέως, τους χώρους διοίκησης και τους χώρους όπου ο βασιλεύς υποδεχόταν τους υψηλούς επισκέπτες.

 Τα αρχιτεκτονικά δεδομένα του κτηρίου, τα οποία περιλαμβάνουν αποκλειστικά ανδρώνες, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα εστιατόριον, ένα κτήριο δηλαδή στο οποίο πραγματοποιούνταν πολυπληθή εορταστικά συμπόσια, που τελούνταν στο πλαίσιο της λατρείας και του εορτασμού κάποιου ιερού, το οποίο δεν μπορεί να βρίσκεται μακριά.

Επίσης, ουδέν αρχετυπικό ή πρότυπο στοιχείο παρουσιάζει το κτήριο, όπως υποστηρίζει το Υπουργείο Πολιτισμού, καθώς η διάταξη χώρων γύρω από περίστυλη αυλή, απαντά στη δημόσια και στη συνέχεια στην ιδιωτική αρχιτεκτονική από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., και πρωτοεμφανίζεται ειδικά σε χώρους ανδρώνων, που βλέπουν προς το τετράστωο και στη συνέχεια σε ιδιωτικές οικίες προγενέστερες της βασιλείας του Φιλίππου Β΄, π.χ. στην Όλυνθο.

Χαρακτηρίστηκε επίσης, στις ανακοινώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, ως «το μεγαλύτερο μνημείο στον ελλαδικό χώρο», ενώ π.χ. το ανάκτορο της Πέλλας είναι ασύγκριτα πιο εκτεταμένο, όπως είναι φυσικό, δεδομένου ότι εκεί βρισκόταν η πρωτεύουσα του βασιλείου, ενώ και το κτήριο των Λευκαδίων με ανεσκαμμένο μήκος περίπου 150 μ. είναι ασφαλώς μεγαλύτερο, καθώς και το Θερσίλιον της Μεγαλοπόλεως.

Η ενδεχόμενη απόδοση του σχεδιασμού του κτηρίου της Βεργίνας στον αρχιτέκτονα Πύθεο, ο οποίος εργάστηκε στο μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, είναι επίσης ατυχής, καθόσον ο Πύθεος γεννήθηκε το πρώτο τέταρτο του 4ου π.Χ. αι. ή και πριν το 400 π.Χ., κατά τον 5ο π.Χ. αι., και όταν κτίστηκε το κτήριο της Βεργίνας θα ήταν υπεραιωνόβιος, αν ζούσε.

Η δήλωση ότι η ανακήρυξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως βασιλιά, πραγματοποιήθηκε, μέσα στην αυλή του συγκεκριμένου κτηρίου, κάτω από τις επευφημίες στρατιωτών, που πανηγυρίζοντας κτυπούσαν τις ασπίδες τους με τα δόρατα, όπως «άκουσαν αυτές οι κολώνες», όπως γλαφυρά περιγράφεται, είναι έωλη, δεδομένου ότι το 336 π.Χ., όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος Β΄ και τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς ο Αλέξανδρος Γ΄, το εν λόγω κτήριο δεν υπήρχε. Η δήλωση, επίσης, ότι το κτήριο αυτό έγινε η αφετηρία για την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία στερείται ιστορικότητος, δεδομένου ότι η αναχώρηση για την εκστρατεία έγινε με τελετουργικό τρόπο από το Δίον.

Το δήθεν ανάκτορο της Βεργίνας, που κατά το Υπουργείο Πολιτισμού υπερτερεί του Παρθενώνα, προπαγανδίζει πάνω σε μυθεύματα, αβάσιμες ερμηνείες και κοπτοραπτική των δεδομένων, την υλοποίηση ενός δήθεν μεγαλειώδους αναστηλωτικού εγχειρήματος με εθνική σημασία, δεν κατορθώνει, όμως, να συγκαλύψει την πραγματικότητα αυτού του πανάκριβου και ημιτελούς έργου και του συνόλου των θεμελιωδών προβλημάτων του αφηγήματος της Βεργίνας.

Αναλυτικά η απάντηση της Αγγελικής Κοτταρίδη:

Από χτες διακινείται  στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Δελτίο τύπου του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) που ασκεί κριτική στο Υπουργείο Πολιτισμού, κατονομάζοντας εξαιρετικά απαξιωτικά και στελέχη του, εμένα προσωπικά και τους μηχανικούς επιβλέποντες  -και γενικότερα τους ειδικούς επιστήμονες που έχουν εμπλακεί στην υλοποίηση του έργου συντήρησης- αναστήλωσης του Ανακτόρου των Αιγών (μνημείο εγγεγραμμένο στον κατάλογο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO)

Το εν λόγω λιβελλογράφημα επιχειρεί να αποδομήσει το συστηματικό  έργο για την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μακεδονίας που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, όπως δείχνουν τα   δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου, αλλά και η αθρόα προσέλευση επισκεπτών στο Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών. Αξίζει να σημειωθεί ότι την Κυριακή 3 Μαρτίου προσήλθαν 5.500 επισκέπτες, αριθμός που φανερώνει την μοναδική δυναμική που αναπτύσσεται πλέον σε όλα τα επίπεδα.

Στο δημοσίευμα η, εμφανών προθέσεων, πολιτική κριτική αναμειγνύεται με επιστημονικοφανή ψευδοεπιχειρήματα που, δυστυχώς, δηλώνουν εύγλωττα την βαθιά άγνοια των συντακτών του ως προς τις διαδικασίες των συγχρηματοδοτούμενων  έργων (εν προκειμένω ΕΣΠΑ/ΕΠΑΝΕΚ) αλλά και ως προς τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα δεδομένα της πολυετούς συστηματικής επιστημονικής έρευνας των Αιγών και του συγκεκριμένου μνημείου.  

Μεταξύ άλλων διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι το μνημείο εγκαινιάστηκε εσπευσμένα για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και επειδή «η  υπεύθυνη του έργου έβγαινε στη σύνταξη» (!)  Προφανώς οι συντάκτες αγνοούν ή ενσυνειδήτως αποσιωπούν ότι η απόδοση στο κοινό των συγχρηματοδοτούμενων από την ΕΕ έργων, μόλις αποπερατώνεται κάθε συγκεκριμένη φάση, συνιστά συμβατική υποχρέωση της χώρας.  Υπενθυμίζεται ότι αντίστοιχα και το 2016 που είχε αποπερατωθεί η Β΄ Φάση του έργου, έγιναν εγκαίνια παρουσία πλήθους κόσμου από την τότε Γ. Γραμματέα του ΥΠΠΟ κ. Μ. Βλαζάκη και το μνημείο άνοιξε για το κοινό, μολονότι ήταν προσβάσιμο μόνον ένα πολύ μικρό τμήμα του.  Παραδόξως, τότε δεν ακούστηκε καμία κριτική!....

Τώρα που ολοκληρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των έργων συντήρησης και αναστήλωσης και αποδίδεται στο κοινό το κύριο τμήμα του μνημείου, η παρουσία του πρωθυπουργού στα εγκαίνια ενός μνημείου θα περίμενε κανείς να γίνεται ευχαρίστως δεκτή από φορείς που, κατ΄ όνομα τουλάχιστον, υποτίθεται ότι  στηρίζουν το έργο της διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Μολονότι τα Δελτία Τύπου δεν είθισται να αποτελούν  χώρο συζήτησης των επιστημονικών ζητημάτων, οι υπογράφοντες το εν λόγω, αν και μη ειδικοί παίρνουν θέση σε τρία σημαντικά ζητήματα που αφορούν κυρίως στην αρχαιολογική έρευνα  και μάλιστα προσχωρούν προφανώς στην άποψη που  διακίνησε προσφάτως ο συνταξιούχος αρχιτέκτονας του ΥΠΠΟ κ. Α. Νακάσης, συνεργάτης του τέως αναπληρωτή καθηγητή κ. Π. Φάκλαρη στην ανασκαφή του τείχους των Αιγών. Σύμφωνα με αυτούς οι Αιγές δεν βρίσκονται στην Βεργίνα, ο Τάφος ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας δεν ανήκει στον Φίλιππο Β΄ και αφού οι Αιγές δεν είναι εκεί προφανώς ούτε αυτός ούτε οι υπόλοιποι είναι βασιλικοί τάφοι. Εν τέλει σύμφωνα με το αφήγημά τους και το ανάκτορο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα  εστιατόριο του 3ου προχριστιανικού αιώνα.

Η αποσυσχέτιση του χώρου από τις Αιγές διατυπώνεται προγραμματικά χωρίς κάποια  προσπάθεια τεκμηρίωσης. Άλλωστε είναι γνωστό ότι σε ολόκληρη την βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, ο μόνος που διαφωνεί με την ταύτιση των Αιγών με τον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο είναι ο Π. Φάκλαρης που δημοσίευσε σχετικό άρθρο το 1994, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Μανόλη Ανδρόνικου, μολονότι από το 1978 που εργαζόταν στην ομάδα ανασκαφής ως βοηθός του καθηγητή και στην συνεχεία ως μονιμοποιηθείς στο ΑΠΘ ουδέποτε είχε εκφράσει τις όποιες αντιρρήσεις του. (Ενδεικτική είναι η αναφορά της άποψης του Π. Φάκλαρη που γίνεται σε ένα από τα κύρια έργα για την Μακεδονική τοπογραφία (M. Mari, Al di la dell’ Olimpo, 2002, σελ. 13 σημ. 1) ως «χωρίς λογική αιτιολογία» και μάλιστα ούτε καν στο κείμενο, αλλά σε μία παραπομπή

Για τον επίμαχο τάφο ΙΙ θεωρούν δεδομένο ότι χρονολογείται μετά το 317 π.Χ., υιοθετώντας την χρονολόγηση που δίνουν όσοι ισχυρίζονται ότι σε αυτόν δεν ήταν θαμμένος ο Φίλιππος Β΄ (πέθανε το 336 π.Χ.) αλλά ο Φίλιππος Γ΄ Αρριδαίος (ανακομίστηκε στις Αιγές μετά το 316 π.Χ.). Αλλά πώς μπορεί να υποστηρίξει κανείς αυτό, αν δεν βρισκόμαστε στις Αιγές και ο τάφος δεν είναι βασιλικός;

Ενδεικτικό  της επιπολαιότητας με την οποία προσεγγίζουν το ζήτημα που αποτελεί υποτίθεται κορυφαίο σημείο της κριτικής τους προς το ΥΠΠΟ, είναι το γεγονός ότι αναφέρουν  ως βασική δημοσίευση που αποδεικνύει ότι ο φίλιππος Β΄ δεν είναι ο νεκρός του τάφου ΙΙ ένα άρθρο βιβλιοκρισίας με μέγεθος μικρότερο από μία σελίδα (!!!)… Και μολονότι σε άλλο σημείο  του κειμένου τους  μέμφονται το ΥΠΠΟ ότι δεν “λαμβάνει τεχνογνωσία”  (sic) από τα στελέχη της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής, οι ίδιοι αποσιωπούν απολύτως και τις δημοσιεύσεις του ίδιου Μ. Ανδρόνικου, αλλά και εκείνες των ομότιμων καθηγητριών του ΑΠΘ  Σ. Δρούγου και Χ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη που υπήρξαν Διευθύντριες της Ανασκαφής μετά τον θάνατο του, επειδή όλοι αυτοί, μελετώντας το αρχαιολογικό υλικό, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Β΄. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κορυφαίο μελετητή της  αρχαίας Μακεδονίας,  ακαδημαϊκό Μ.Β.  Χατζόπουλο που σε αναλυτικότατο άρθρο του εξετάζει όλη την εκτενέστατη βιβλιογραφια και όλα τα υπέρ και κατά επιχειρήματα, βάζοντας οριστική ταφόπλακα στις κάθε είδους (συχνά και εκ του πονηρού) αμφισβητήσεις (M. Χατζόπουλος, Τεκμήρια 9, 2008, 91-118).

Ακόμη πιο χαώδεις είναι οι αναφορές στα ζητήματα χρονολόγησης, μορφολογίας, λειτουργιών και χρήσης του ίδιου του ανακτόρου, το οποίο κατά την άποψη τους δεν είχε δεύτερο όροφο, όπως ο πωρόλιθος δεν είναι είδος τραβερτίνη, μολονότι αρκεί μια απλή ματιά στο διαδίκτυο για να δει κάνεις ότι η εικόνα του πωρόλιθου της Ημαθίας και της Πέλλας βρίσκεται στις σελίδες του ΑΠΘ που αναφέρεται  ο όρος τραβερτίνης  (http://www.geo.auth.gr/106/theory/pet_sedimentary.htm)  και   μια βόλτα στο νέο μουσείο των Αιγών για να δει κανείς όχι μόνον το αναταγμένο τμήμα του δεύτερου ορόφου του προπύλου και των στοών, αλλά και τα δεκάδες μέλη που προέρχονται από αυτές και δεν ανατάχθηκαν, τα οποία εκτίθενται στο μεγάλο αίθριο ή στις επισκέψιμες από ειδικούς αποθήκες….Αντίστοιχα ο Αλέξανδρος κατά την γνώμη τους  ξεκίνησε την εκστρατεία από το Δίον(!) μολονότι ο Αρριανός (Ανάβασις 1.11.1) αναφέρει ρητά τις Αιγές κ.ο.κ.

Αγνοούν ή σκοπίμως αποσιωπούν ότι μετά τον β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η ανασκαφή του ανακτόρου ήταν συνεργασία του ΑΠΘ με την αρμόδια εφορεία, εξ ου η συμμετοχή του εφόρου Χ. Μακαρόνα και στην συνέχεια, μετά το 1969 η ανασκαφή συνεχίσθηκε από μόνη την έφορο Κ. Ρωμιοπουλου που φρόντισε και για την συντήρηση του γνωστού ψηφιδωτού, αλλά και για την δημιουργία του   ασφαλτόδρομου, ώστε το μνημείο να γίνει επισκέψιμο.

 Παράλληλα αποσιωπούν ακόμη και το γεγονός ότι ο ίδιος ο ανασκαφέας των βασιλικών τάφων ο Μανόλης Ανδρόνικος ζήτησε και έλαβε εξ αρχής την συνδρομή του ΥΠΠΟ στο τεράστιο ζήτημα της συντήρησης και διαχείρισης των μοναδικών ευρημάτων, ενώ παραποιούν ασύστολα τις συντονισμένες προσπάθειες του ΥΠΠΟ και τα πολύ μεγάλα έργα που ανέδειξαν τον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών σε ένα από τα σημαντικότερα μουσειακά σύνολα της χώρας. Προφανώς είναι ακριβώς αυτή η δράση προς όφελος των μνημείων και της αειφορίας που τους ενοχλεί, αφού ουσιαστικά αναιρεί το αποδομητικό τους αφήγημα!..

Επίσης  αποσιωπούν η αγνοούν έστω και μια σελίδα επιστημονικού άρθρου που γράφτηκε για το ανάκτορο των Αιγών μετά την δεκαετία του ογδόντα. Διαφορετικά θα ήξεραν τις απόψεις και τα επιχειρήματα του κορυφαίου μελετητή της αρχιτεκτονικής των ύστερων κλασικών-ελληνιστικών χρόνων καθηγητή W. Hoepfner που πρώτος χρονολόγησε το μνημείο στην εποχή του Φιλίππου Β΄, αλλά και το γεγονός ότι, όπως έδειξε η ανασκαφή του 2007, το νόμισμα του Λυσίμαχου που επικαλούνται ως στοιχείο χρονολόγησης στον 3ο αιώνα είχε βρεθεί σε λάκκο που έγινε μετά την καταστροφή του μνημείου στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. και έτσι δεν έχει καμία αξία για την χρονολόγηση του οικοδομήματος.  

Αν διάβαζαν το πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε το 2009 από την αρμοδια εφορεία με τα αρχικά πορίσματα της έρευνας, πλήθος σχέδια και φωτογραφίες, αλλά και τα άρθρα που ακολούθησαν, θα μάθαιναν  ότι εν τω μεταξύ ανασκάφηκαν οι κοίτες θεμελίωσης σχεδόν όλων των τοίχων και οι υποβάσεις όλων των δαπέδων του κτηρίου που δεν είχαν ποτέ ερευνηθεί από τους παλιότερους ανασκαφείς και υπάρχουν αδιαμφισβήτητα ευρήματα (κεραμική, νομίσματα) πέρα από στιλιστικές και τυπολογικές ομοιότητες και αναλογίες των αρχιτεκτονικών μελών που το χρονολογούν  στα χρόνια του Φιλίππου Β΄.

Το έργο συντήρησης και αναστήλωσής του μνημειου έδωσε την δυνατότητα συστηματικής και μεγάλης κλίμακας διερεύνησης και τεκμηρίωσης των καταλοίπων. Περισσότερα από 300.000 κεραμίδια και κομμάτια κεραμιδιών, σιμών και ανάγλυφων ακροκεράμων διερευνήθηκαν και ταξινομήθηκαν, , περισσότερα από 20.000 αρχιτεκτονικά μέλη μελετήθηκαν, συσχετίσθηκαν, φωτογραφήθηκαν και σχεδιάστηκαν, αλλά και δεκάδες χιλιάδες κινητά ευρήματα, όλα τεκμηριωμένα και καταγραμμένα, δίνουν πια  εξαιρετικά λεπτομερή στοιχεία για το κτήριο, τα οποία αποτελούν την βάση της συστηματικής μελέτης του.

Μαζί με αυτά εκπονήθηκαν εκατοντάδες σχέδια αποτύπωσης των ευρημάτων κατά χώραν καθώς και της στρωματογραφίας, όλες οι υφιστάμενες δομές σκαναρίστηκαν τρισδιάστατα, έγιναν πλείστες όσες αρχαιομετρικές αναλύσεις, συντάχθηκαν αναλυτικές μελέτες συντήρησης ψηφιδωτών, λίθων και κονιαμάτων με την βοήθεια του Κέντρου Λίθου και όλων των συναρμόδιων διευθύνσεων και τμημάτων του ΥΠΠΟ, ενώ εκπονήθηκε και η μεγάλη μελέτη αναστήλωσης που υποβλήθηκε και εγκρίθηκε ομόφωνα μετά  από εξονυχιστική  συζήτηση του ΚΑΣ.

Όλη αυτή η πολυεπίπεδη εργασία και η έρευνα σε βάθος  ενός τέτοιου μνημείου είχε σαν αποτέλεσμα να αποκτηθούν πολλές νέες γνώσεις για το ίδιο, αλλά και την αρχαία αρχιτεκτονική γενικότερα που ήδη αξιοποιήθηκαν από το έργο, εν μέρει παρουσιάστηκαν σε συνέδρια και επιστημονικά άρθρα, ενώ επίκειται η αναλυτική επιστημονική δημοσίευσή τους από την ομάδα που συστάθηκε για τον σκοπό αυτόν το 2023.  

Όπως οι ίδιοι οι συντάκτες του επίμαχου δελτίου τύπου αναγνωρίζουν  «οι τάφροι θεμελιώσεων των κτηρίων περιλαμβάνονται στους πλέον έγκριτους μάρτυρες χρονολόγησης» και αυτοί οι «μάρτυρες» ρωτήθηκαν συστηματικά και ανέτρεψαν ιδεοληψίες δεκαετιών για το ανάκτορο των Αιγών. Βεβαίως οι κύριοι του ICOMOS, θεωρούν ότι θα έπρεπε να ανασκαφούν και να αποκαλυφθούν οι πλευρικοί τοίχοι των  μακεδονικών τάφων  μολονότι ως  μηχανικοί θα όφειλαν να γνωρίζουν τους μεγάλους κινδύνους που κάτι τέτοιο θα εγκυμονούσε.

Το μεγάλο τεχνικό έργο στο οποίο αναφέρθηκε η Υπουργός Πολιτισμού και σχολιάζουν υποτιμητικά, συγχέοντας το (σκόπιμα;) με την ιδία την αναστήλωση είναι το πραγματικά πολύπλοκο, πολύ μεγάλο σε έκταση και εξαιρετικά δύσκολο τεχνικό έργο με το οποίο αντιστηρίχθηκε και σταμάτησε η διολίσθηση του πρανούς επάνω στο οποίο είναι χτισμένο ολόκληρο το μνημείο. Για την επέμβαση αυτή η ομάδα του έργου συνεργάστηκε με τους κατ΄ εξοχήν ειδικούς πολιτικούς μηχανικούς και καθηγητές της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, τον Γ. Χ. Μάνο και τον Κ. Κατάκαλο, καθώς και με μια πλειάδα άλλων ειδικών, γεωλόγων κλπ. με μεγάλη εμπειρία σε έργα πεδίου.

Όσον αφορά στην αναστήλωση των κιόνων του περιστυλίου και των πεσσοκιόνων του προπύλου του ανακτόρου,  το ποσοστό   νέου υλικού κυμαίνεται από 10-15% (εξαιρετικά χαμηλό), ενώ στους τοιχοβάτες και στα υποθεμελιώσεις είναι τόσο, όσο απαιτείται για την αντιστήριξη και την ευστάθεια των αρχαίων δαπέδων με τα ψηφιδωτά και τα μαρμαροθετήματα που σώζονται σε έκταση 1.500 τμ.

Αντίθετα με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό των συντακτών του Δελτίου τύπου τα δάπεδα των ανδρώνων χωρίς σωζόμενα ψηφιδωτά είναι από απλό πατημένο χώμα, ενώ τα δάπεδα στις στοές και το πρόπυλο είναι από συμπυκνωμένα αδρανή με ελάχιστη πρόσμιξη λευκού τσιμέντου. Σκληρά δάπεδα με τσιμεντοκονία δεν χρησιμοποιήθηκαν εντός  του μνημείου, επειδή δεν κρίθηκε απαραίτητο, και εκτός επειδή  ο δρόμος ανόδου μήκους μόλις 300 μέτρων διέρχεται από περιοχή του αρχαίου αστεως που δεν έχει διερευνηθεί ανασκαφικά. Βεβαίως ενδεικτικό των προθέσεων των συντακτών του λιβελογραφήματος είναι το γεγονός, ότι ενώ διερρήγνυαν τα ιμάτια τους  για τις διαστρώσεις της Ακρόπολης εδώ διαμαρτύρονται για «λασπόλουτρα»  ακριβώς επειδή διαστρώσεις ΔΕΝ έγιναν….

Τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα μνημεία και τον χώρο τους  οι επικριτές της αναστήλωσης του ανακτόρου των Αιγών αποκαλύπτουν οι αποστροφές τους για την υπεραιωνόβια βελανιδιά, το τοπόσημο του χώρου από την αρχή του 20ου αιώνα, που κατά την γνώμη τους θα έπρεπε να κοπεί(!!!), ενώ θεωρούν ότι τα κατώφλια και οι στυλοβάτες (εννοούν προφανώς του πρόπυλου, εφόσον στους άλλους χώρους δεν επιτρέπεται η είσοδος επισκεπτών) δυσχεραίνουν την κίνηση των επισκεπτών…. Ίσως κατά την άποψη τους θα έπρεπε να βγουν από την θέση τους τα αρχαία κατώφλια για να είναι απρόσκοπτη η κίνηση….

Αναρωτιέται κανείς με ποια διαδικασία έγινε η έγκριση του εν λόγω ψηφίσματος, κατά πόσον τα μέλη του ICOMOS ενημερώθηκαν για το σύνολο της υφιστάμενης βιβλιογραφίας, ώστε να τοποθετηθούν (με ψηφοφορία; )  επί επιστημονικών θεμάτων κατ΄ εξοχήν αρχαιολογικών….

 Όπως και νάχει, ίσως θα ήταν πιο χρήσιμο να στρέψουν την προσοχή τους προς την δράση του πρώην πρόεδρου του ICOMOS Α. Νακαση και του συνεργάτη του Π. Φάκλαρη οι οποίοι το 2003-4 κατέσκαψαν και από τις δυο πλευρές σε μήκος περ. 300 μέτρων το ανατολικό σκέλος του τείχους των Αιγών μέχρι την υποθεμελίωση και στην συνέχεια έκρυψαν τις όψεις του με λαμαρίνες που κάρφωσαν επάνω του, χωρίς ποτέ να καταθέσουν, ως οφείλουν, τα ημερολόγια ανασκαφής, σχέδια αποτύπωσης, στρωματογραφίας    και γενικότερα οποιοδήποτε υλικό τεκμηρίωσης, χωρίς ποτέ να λάβουν οποιαδήποτε ουσιώδη μέτρα προστασίας του μνημείου και, δυστυχώς, χωρίς ποτέ να φροντίσουν για την  στερέωση  και την συντήρηση του, έστω εκπονώντας την απαραίτητη μελέτη και αυτό μολονότι έχουν περάσει ήδη 20 χρόνια …

Τελικά μήπως η συντήρηση και η ανάδειξη του εντυπωσιακού  τείχους θα χαλούσε το αφήγημα της Βεργίνας χωρίς Αιγές;