Skip to main content

Ιός δυτικού Νείλου: Η πορεία της νόσου ανά δήμο στην Κ. Μακεδονία το 2010-2020

Το «μυστήριο των Σερρών» με τα δεκάδες κρούσματα - Στην υπόλοιπη Κ. Μακεδονία τα κρούσματα που καταγράφονται είναι ελάχιστα

Το «μυστήριο των Σερρών», όχι σε ό,τι αφορά την τωρινή έξαρση των κρουσμάτων της covid-19, αλλά αναφορικά με τα δεκάδες κρούσματα ιού του δυτικού Νείλου που εμφανίστηκαν το φετινό καλοκαίρι, επιχειρούν να εξηγήσουν επιστήμονες και τεχνοκράτες. Ασφαλείς απαντήσεις προς το παρόν δεν υπάρχουν, ωστόσο, το εν λόγω «μυστήριο» έδωσε την αφορμή ώστε να προχωρήσουν οι επεξεργασίες όσον αφορά τα ερμηνευτικά εργαλεία τα οποία θα δώσουν τις τελικές απαντήσεις, όχι μόνον για την περιοχή των Σερρών, αλλά γενικότερα για τις πιθανότητες προσβολής από τον συγκεκριμένο ιό.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ κατά τη φετινή καλοκαιρινή περίοδο στην περιφερειακή ενότητα Σερρών καταγράφηκαν συνολικά 56 επιβεβαιωμένα κρούσματα ιού του δυτικού Νείλου, σε σύνολο 91 σε ολόκληρη την Κεντρική Μακεδονία. Δηλαδή, για λόγους που ακόμη αναζητούνται, στους επτά δήμους της περιοχής, από τους συνολικά 38 της περιφέρειας καταγράφηκε το 61,5% των κρουσμάτων. Τα περισσότερα διαγνώστηκαν σε τέσσερις δήμους, Σιντικής (15), Ηράκλειας (13), Σερρών (12) και Βισαλτίας (8).  

Σε όλους τους υπόλοιπους δήμους της Κεντρικής Μακεδονίας καταγράφονταν από μηδέν έως δύο, τρία κρούσματα, με εξαίρεση τους δήμους Κιλκίς και Πέλλας όπου διαγνώστηκαν από πέντε και το δήμο Κατερίνης με τέσσερα.

Δείτε τον πίνακα με τα κρούσματα εδώ.

Οι διακυμάνσεις

«Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς τη φετινή έξαρση στις Σέρρες», δηλώνει ο Σπύρος Μουρελάτος, Δρ. Βιολογίας, εκπρόσωπος της εταιρείας «Οικοανάπτυξη» η οποία υλοποίησε το επίγειο πρόγραμμα καταπολέμησης των κουνουπιών, μέσω των οποίων μεταδίδεται ο ιός. «Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τα προηγούμενα δέκα χρόνια η περιοχή των Σερρών είχε εμφανίσει συνολικά 42 κρούσματα σε σύνολο 480, δηλαδή μόλις το 8,75%, ενώ φέτος έχει το 61,5%».

Έτσι κι αλλιώς, το φαινόμενο παρουσιάζει πάρα πολλές διακυμάνσεις, ανά έτος και ανά περιοχή. Για παράδειγμα, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, την τετραετία 2014-2017 δεν είχε καταγραφεί κανένα κρούσμα στην Κεντρική Μακεδονία όταν την προηγούμενη τετραετία 2010-2013 είχαν επιβεβαιωθεί 323 κρούσματα. Επίσης, περιοχές, όπως για παράδειγμα η Πέλλα, οι οποίες είχαν σημαντική επιβάρυνση τα πρώτα χρόνια, με συνολικά 72 κρούσματα την περίοδο 2010-2013, φέτος είχαν μόλις έξι. Πάντως, το 2020 είναι η πλέον επιβαρυμένη χρονιά ως προς τον ιό του δυτικού Νείλου για την Κεντρική Μακεδονία καθώς με τα συνολικά 91 κρούσματα, σχεδόν διπλασίασε το μέσο όρο της περασμένης δεκαετίας που ήταν 48.

Ο χάρτης των 37 δήμων της Κ. Μακεδονίας στον οποίο αποτυπώνεται ο μέσος όρος των κρουσμάτων ιού του δυτικού Νείλου, με αναγωγή ανά 100.000 κατοίκους, για την περίοχο 2010-2020.



Οι βασικοί παράγοντες

Εξήγηση για το «μυστήριο των Σερρών» καθώς και για τον εν γένει μηχανισμό επιμόλυνσης από τον ιό του δυτικού Νείλου αναζητείται μέσω ενός ελληνογερμανικού ερευνητικού προγράμματος το οποίο τρέχει η «Οικοανάπτυξη» σε συνεργασία με το ΑΠΘ και ανάλογους γερμανικούς φορείς. Το πρόγραμμα εστιάζει κυρίως στις καθαρά αστικές περιοχές επειδή σ' αυτές, διαμένει ο περισσότερος πληθυσμός.
Σύμφωνα με τον κ. Μουρελάτο τα βασικά ερμηνευτικά εργαλεία τα οποία θα δώσουν και τις τελικές απαντήσεις έχουν να κάνουν με την πυκνότητα και την ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού, τον αριθμό των εστιών αναπαραγωγής των κουνουπιών, καθώς και την πυκνότητα του πρασίνου.

Ξεκινώντας αντίστροφα, σύμφωνα με τον κ. Μουρελάτο, το πράσινο και πρωτίστως ο αριθμός των δέντρων, τα οποία βεβαίως είναι υπερπολύτιμα στις πόλεις, εντούτοις στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργούν αρνητικά καθώς συγκεντρώνουν πολλά πουλιά, ανάμεσά τους και αυτά τα οποία είναι μολυσμένα με τον ιό. Στη συνέχεια, αναλαμβάνουν δουλειά τα κουνούπια τα οποία ως διαβιβαστές, μεταφέρουν τον ιό από τα μολυσμένα πουλιά στον άνθρωπο. Συνεπώς, όσα περισσότερα δέντρα, τόσα περισσότερα μολυσμένα πουλιά.

Οι εστίες αναπαραγωγής κουνουπιών είναι σημαντική παράμετρος καθώς εκτινάσσει τον πληθυσμό τους. Σε κάποιες περιοχές των Σερρών για παράδειγμα υπάρχουν ορυζώνες οι οποίοι αποτελούν μεγάλη πηγή αναπαραγωγής. Σύμφωνα με τον κ. Μουρελάτο, στις καθαρά αστικές περιοχές και κυρίως, στις 16 πόλεις της Κεντρικής Μακεδονίας με πληθυσμό άνω των 20.000 κατοίκων όπου κυρίως εστιάζεται το ενδιαφέρον, ο κρίσιμος παράγοντας είναι τα φρεάτια. «Όσα περισσότερα φρεάτια υπάρχουν, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες κρούσματος» σημειώνει.  

Όσον αφορά τον πληθυσμό, πέρα από την πυκνότητά του, σημαντικός παράγοντας είναι το ποσοστό των ηλικιωμένων καθώς αυτοί εμφανίζονται περισσότερο ευάλωτοι εάν προσβληθούν από τον ιό του δυτικού Νείλου. Ο βαθμός επικινδυνότητας αποτυπώνεται στο χάρτη κάποιων οικοδομικών τετραγώνων του δήμου Θεσσαλονίκης, προϊόν επεξεργασίας του ελληνογερμανικού ερευνητικού προγράμματος στον οποίο φαίνεται με διάφορους χρωματισμούς η πληθυσμιακή πυκνότητα και η ηλικιακή σύνθεση, μαζί και ο αριθμός φρεατίων και δέντρων.




Σύμφωνα με τον κ. Μουρελάτο, «λαμβάνοντας ως βάση ένα αστικό οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο δεν υπάρχουν φρεάτια, ούτε δέντρα, με έναν μόνο ηλικιωμένο, η πιθανότητα κρούσματος είναι μία στις 100.000. Εάν στο ίδιο τετράγωνο υπάρχουν τριάντα φρεάτια, η πιθανότητα τριπλασιάζεται, ενώ εάν προσθέσουμε και αρκετά δέντρα τότε γίνεται τριάντα φορές μεγαλύτερη. Οι πιθανότητες αυξάνονται δε, κατακόρυφα, εάν στο ίδιο τετράγωνο έχουμε μεγάλο αριθμό ηλικιωμένων».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «αυτά τα συμπεράσματα είναι εξαιρετικά χρήσιμα ώστε να το πρόγραμμα καταπολέμησης των κουνουπιών να εστιάζει πρωτίστως σε εκείνα τα σημεία των πόλεων στα οποία, με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες κρούσματος ιού του δυτικού Νείλου».

Στον πίνακα τον οποίο δημοσιεύει η Voria.gr με βάση τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, αποτυπώνονται ανά δήμο της Κεντρικής Μακεδονίας ο αριθμός των κρουσμάτων κατά τις περιόδους 2010-2013, 2018-2019, το 2020, το σύνολο της περιόδου 2010-2020 και τέλος, ο μέσος όρος των κρουσμάτων της εντεκαετίας βάσει πληθυσμού, με αναγωγή ανά 100.000 κατοίκους ώστε να υπάρχει δυνατότητα σύγκρισης (δείκτης IR).