Skip to main content

Έφθασε στο Spiegel η πρόταση Μάρδα για τους επενδυτές - πρόσφυγες

Η πρόταση του Δ. Μάρδα για τους Σύρους «επενδυτές» και τις επιδιώξεις της κυβέρνησης ώστε να βγάλει κέρδος με αντάλλαγμα την παραμονή τους.

«Όποιος έχει χρήματα μπορεί να μείνει» είναι ο τίτλος του άρθρου της ηλεκτρονικής έκδοσης του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, που παρουσιάζει την αμφιλεγόμενη πρόταση του 'Ελληνα υφυπουργού Εξωτερικών, Δημήτρη Μάρδα.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, επισημαίνεται η πρόταση του κ. Μάρδα σχετικά με τους πρόσφυγες-επενδυτές από την Συρία και το γεγονός πως η κυβέρνηση προσπαθεί να βγάλει κέρδος από όσους βρίσκονται εγκλωβισμένοι αυτή την στιγμή στη χώρα, με αντάλλαγμα τη χορήγηση άδειας παραμονής σε αυτή.

Μάλιστα όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το περιοδικό, το σχέδιο του υφυπουργού Εξωτερικών,είναι «σε πρόσφυγες που θα φέρουν τα χρηματικά τους αποθέματα από λογαριασμούς του εξωτερικού στην Ελλάδα και επενδύσουν εκεί, να δίνεται η δυνατότητα χορήγησης μόνιμης άδειας παραμονής», επισημαίνοντας ότι «ο Δ. Μάρδας δεν είπε ακριβώς πως πρόκειται να εφαρμοστεί το σχέδιο».

Ο συντάκτης του κειμένου επισημαίνει πως ο κ. Μάρδας επικαλέστηκε την διεύρυνση ενός νόμου που ψηφίστηκε το 2014. «Αυτός επιτρέπει σε πολίτες εκτός Ε.Ε να λάβουν πενταετή και ανανεώσιμη άδεια παραμονής εφόσον αποκτήσουν στην Ελλάδα ακίνητα ελάχιστης αξίας 250.000 ευρώ» αναφέρει το δημοσίευμα σχετικά με τις δηλώσεις που έκανε. Μάλιστα όπως διευκρινίζεται, παρόμοιους νόμους είχαν ψηφίσει η Ισπανία και η Πορτογαλία στο απόγειο της κρίσης στην ευρωζώνη.

Παράλληλα σχολιάζεται το γεγονός ότι «η προώθηση ενός τέτοιου σχέδιου από τον Μάρδα δεν αποτελεί έκπληξη. Ο οικονομολόγος είναι εξοικειωμένος με την ανάγκη να είναι δημιουργικός στο οικονομικό πεδίο και στην ανεύρεση πόρων. Στη θητεία του ως αναπληρωτής υπουργός του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη η κυβέρνηση υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση ενώπιον της χρεοκοπίας και κατέβαλε ένα μεγάλο μέρος των προσπαθειών της με στόχο να συγκεντρώσει εγκαίρως τα απαιτούμενα χρήματα για τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα».