Skip to main content

Κακά μαντάτα για το ρούβλι

Η ρωσική οικονομία παρουσιάζει μεν ανάπτυξη αλλά λόγω της πολεμικής βιομηχανίας. Οι κυρώσεις συνθλίβουν το ρούβλι και την αγοραστική δύναμη των Ρώσων προκαλώντας αβεβαιότητα.

Από τις 23 Φεβρουαρίου του 2022 η ΕΕ έχει επιβάλει συνολικά δέκα πακέτα κυρώσεων στη Ρωσία και τη Λευκορωσία ύψους άνω των 29,5 δις ευρώ.Είναι επόμενο οι κάτοικοι της χώρας να νιώθουν τις επιπτώσεις του πολέμου όλο και περισσότερο. Ασθενές ρούβλι, μειωμένη αγοραστική αξία, μείωση των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου και συνεχείς αυξήσεις δαπανών για εισαγωγές, είναι μερικές από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, στις οποίες τα ρωσικά ΜΜΕ, παρά τα οικονομικά στοιχεία που η ρωσική ηγεσία κρατά ως επτασφράγιστο μυστικό, αναφέρονται πλέον ανοιχτά. Ένα από τα θέματα που θίγουν είναι η έλλειψη ειδικευμένων εργατικών χεριών, επειδή λόγω των οικονομικών προβλημάτων και του κίνδυνου να συρθούν να υπηρετήσουν στο πολεμικό μέτωπο, οι μετανάστες εγκαταλείπουν τη χώρα.

Ελλείψεις εργατικών χεριών, αυξημένα επιτόκια

Βέβαια ο πρόεδρος Πούτιν επαναλαμβάνει συνεχώς πόσο σταθερή είναι η οικονομία. «Η τρέχουσα κατάσταση στα δημοσιονομικά μας είναι ουσιαστικά σταθερή και δεν εγκυμονεί κινδύνους για την μακροοικονομική σταθερότητα. Βέβαια μέχρι τέλος του χρόνου περιμένουμε έλλειμμα της τάξης του 2%, επειδή οι δαπάνες είναι υψηλότερες από τα έσοδα». Ακόμη και δυτικοί εμπειρογνώμονες της οικονομίας πιστεύουν ότι βασικά η χώρα άντεξε καλύτερα από ό,τι υπέθεταν την πίεση των κυρώσεων. Μάλιστα η οικονομία της σημειώνει ανάπτυξη, ενώ την ίδια ώρα οι προβλέψεις κάνουν λόγο για συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας.

Οι ίδιοι οι οικονομολόγοι όμως υπενθυμίζουν ότι η Ρωσία χρωστά την ανάπτυξή της κυρίως στην πολεμική βιομηχανία και τη μαζική παραγωγή όπλων και πυρομαχικών. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια βιώσιμη ανάπτυξη. Σε άλλους οικονομικούς κλάδους αντίθετα παρατηρείται μείωση παραγγελιών και κυρίως λείπουν επενδύσεις. Η αύξηση των επιτοκίων μέσα στα μήνα κατά 3,5 μονάδες στο 12% ήταν σαν γροθιά στην οικονομία που τελικά δεν συνέβαλε στη σταθεροποίηση του νομίσματος, όπως έγραψε η εφημερίδα Nesawissimaja Gaseta. Το υψηλό επιτόκιο οδηγεί περισσότερο στην κατακόρυφη αύξηση του κόστους δανεισμού, το οποίο με τη σειρά του πνίγει τη διάθεση για επενδύσεις. Μελέτες της ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας του Αυγούστου κατέδειξαν ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις μείωσαν την παραγωγή τους για δεύτερο μήνα στη σειρά.

Εκτός αυτού, οι επιχειρηματίες διαμαρτύρονται για ελλείψεις εργατικών χεριών, αφού εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες κάνουν τη στρατιωτική τους θητεία και αντιμετωπίζουν προβλήματα στον τομέα των παραδόσεων. Η Ρωσία πρέπει πλέον να βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αγοράσει υλικά και ανταλλακτικά σε ξένο νόμισμα. Και επειδή δεν υπάρχει πλέον πρόσβαση στην ΕΕ λόγω των κυρώσεων, η χώρα για να τις παρακάμψει εισάγει προϊόντα με μεγάλο κόστος από την Τουρκία, τη Γεωργία, το Καζακστάν κι άλλες χώρες. Η πολύπλοκη μεταφορά, οι εισαγωγικοί δασμοί και η ασύμφορη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου κάνουν πολλά προϊόντα ακριβότερα και αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την ήδη εξασθενημένη αγοραστική δύναμη. Ο πληθωρισμός τον Ιούλιο ήταν στο 4,3%. Το καλοκαίρι, επειδή πολλοί Ρώσοι κάνουν διακοπές στην Τουρκία και στην Ισπανία, η αγορά συναλλάγματος έχει διπλασιαστεί από ό,τι πριν ένα χρόνο. Για παράδειγμα, στις 23 Αυγούστου ένα ευρώ κόστιζε 59,5 ρούβλια, σε ένα χρόνο θα πρέπει οι άνθρωποι να δίνουν το διπλάσιο.

Στο μεταξύ μέσα ενημέρωσης που πρόκεινται στο Κρεμλίνο προετοιμάζουν τους ανθρώπους ότι το αδύναμο ρούβλι θα έχει διάρκεια. «Έτσι έχει διαμορφωθεί η αγορά συναλλάγματος» είναι ο τίτλος της εβδομαδιαίας Expert. Επικρίνεται ότι το ρωσικό νόμισμα έγινε στο χρηματιστήριο αντικείμενο κερδοσκοπίας. Αλλά, όπως γράφει στο άρθρο, από μακροοικονομική οπτική γωνία δεν υπάρχει λόγος πανικού, το πετρέλαιο εξακολουθεί να είναι ακριβό, γεωπολιτικά η κατάσταση παραμένει αμετάβλητη.

Πώς θα στηριχθεί το ρούβλι;

Είναι σαφές ότι η Ρωσία στο μεταξύ διαθέτει λιγότερο συνάλλαγμα. Αφενός διότι οι εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου λόγω των κυρώσεων και του ανώτατου πλαφόν στις τιμές έχουν μειωθεί, αφετέρου διότι η χώρα κάνει τις πωλήσεις της εν μέρει σε ρούβλια, γεγονός ενισχυτικό του νομίσματός της. Αλλά της λείπουν δολάρια και ευρώ. Και επειδή πληρώνει το εξωτερικό της χρέος σε ποσοστό 90% με δυτικό χρήμα, η έλλειψη σκληρού νομίσματος γίνεται πιο αισθητή.

Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα στη Μόσχα η Ρωσία για το οικονομικό έτος που ξεκίνησε τον Απρίλιο πρέπει να καταβάλει 130 δις δολάρια εντός 123 μηνών. Αλλά ακόμη και η καταβολή μερισμάτων για ρωσικές εταιρείες στο εξωτερικό πρέπει να γίνεται σε συνάλλαγμα. Έτσι γίνονται πάλι συζητήσεις για ελέγχους στις εκροές κεφαλαίων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων πέρυσι έφυγαν από τη Ρωσία 243 δις δολάρια σε κεφάλαια, το 13,5% του ΑΕΠ της.

Το βασικό θέμα στα ρωσικά ΜΕΕ είναι ότι πολλοί με τα ίδια χρήματα παίρνουν λιγότερα τρόφιμα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα σχεδόν διπλασιάστηκε τα τελευταία 10 χρόνια σύμφωνα με την Στατιστική Υπηρεσία Rosstat στα 48.000 ρούβλια ή περίπου 470 δολάρια το μήνα. Λαμβάνοντας όμως υπόψιν τον πληθωρισμό, η αξία τους βρίσκεται σε ποσοστό 6,5% κάτω της αγοραστικής δύναμης του 2013, όπως υπολόγισε η Nesawissimaja Gaseta. Λόγος για αισιοδοξία, όπως θέλει να μεταδώσει το Κρεμλίνο, δεν υπάρχει.

Για ένα «ισχυρό και σεβάσμιο» ρούβλι που να ακτινοβολεί την κυριαρχία της Ρωσίας, χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες, αναφέρει το Οικονομικό Ινστιτούτο Στολιπίν της Μόσχας.Θα μπορούσε για παράδειγμα η υποχρεωτική πώληση του 90% των συναλλαγματικών εσόδων των εταιρειών από τις εξαγωγές τους να σταθεροποιήσουν το εθνικό νόμισμα. Η Ρωσική Κεντρική Τράπεζα απαγόρευσε πέρυσι τις αγορές σε συνάλλαγμα και κάλεσε τους εξαγωγείς να ανταλλάσσουν τα κέρδη τους σε ρούβλια. Σε αυτό οδήγησε η υπερπροσφορά δολαρίων και ευρώ και η υποτίμηση του ρουβλίου. Μόνο και μόνο η συζήτηση για επιστροφή σε αυτό το εργαλείο ήταν ικανή για να συγκρατήσει την πτώση του. Αλλά μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να λειτουργήσει, υποστηρίζει το Ινστιτούτο Στολιπίν. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, να ξεφύγει η κατάσταση από τον έλεγχο.

Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου 

Πηγή: Deutsche Welle