Skip to main content

Λίβανος: Η φονική έκρηξη στο λιμάνι αποκάλυψε αμύθητης αξίας θησαυρό

Η έκρηξη διέλυσε την βίλα Σίρκσοκ, όπου στεγάζονταν μουσείο και πίσω από το πλαίσιο ενός παραθύρου αναπήδησε ένα πολύτιμο έργο τέχνης του 17ου αιώνα.

Μια από τις μεγαλύτερες εκρήξεις της πρόσφατης ιστορίας σημειώθηκε τον Αύγουστο του 2020 στο λιμάνι της Βηρυτού, αφήνοντας πίσω της 2000 νεκρούς, 6.500 τραυματίες και χιλιάδες κτήρια κατεστραμμένα.

Στην παραλιακή έπαυλη Σίρκσοκ, που βρίσκεται σε απόσταση 800 μέτρων από το λιμάνι και λειτουργούσε ως μουσείο, τα πάντα διαλύθηκαν και 57 έργα τέχνης υπέστησαν μικρές ή μεγάλες ζημιές.

Όταν οι υπεύθυνοι του μουσείου μπήκαν στο εσωτερικό του για να αποτιμήσουν το μέγεθος της καταστροφής είδαν έκπληκτοι να έχει φύγει από το πλαίσιο ενός μεγάλου παραθύρου ένας πολύτιμος θησαυρός.

Ένας πίνακας, έργο τέχνης μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας που πλέον, πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι το χαμένο έργο της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι, «Ηρακλής και Ομφάλη».

Η Ιταλίδα ζωγράφος του 17ου αιώνα ήταν μαθήτρια του σπουδαίου Καραβάτζο κι έμεινε στην ιστορία όχι μόνο για τα εκπληκτικής ομορφιάς έργα της, αλλά και γιατί έσπασε τα στερεότυπα της εποχής για το φύλο της και καθιερώθηκε στον χώρο των εικαστικών.

Ο πίνακας κρεμόταν σε έναν τοίχο σε δωμάτιο όπου δεν είχαν πολλοί πρόσβαση στην έπαυλη και ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξή του. Όλα αυτά τα χρόνια κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί του θεωρώντας ότι είναι ένα έργο ανώνυμου ζωγράφου και μόνο όταν από την έκρηξη καταστράφηκαν τα πάντα στη βίλα και ο πίνακας έπεσε πίσω από το παράθυρο, μαζί με κομμάτια από τα τζάμια και τα ξύλα, οι ειδικοί τον μάζεψαν και αποφάσισαν να ψάξουν την ιστορία του.

Σήμερα η Αρτεμισία -όπως πλέον την αποκαλούν μόνο με το μικρό της όνομα για να την ξεχωρίζουν από τον πατέρα της, επίσης ζωγράφο Οράτιο Τζεντιλέσκι - είναι ένας θρύλος στο χώρο της τέχνης και οι τιμές των έργων της, που επικεντρώνονται στις απεικονίσεις δυνατών γυναικείων μορφών από βιβλικές και μυθολογικές σκηνές, παίρνουν συνεχώς την ανιούσα, όπως σημειώνουν οι New York Times που αποκάλυψαν το θέμα.

«Αυτός ο πίνακας είναι σίγουρα της Αρτεμισίας», είπε ο Davide Gasparotto, επιμελητής έργων ζωγραφικής στο διάσημο μουσείο τέχνης του Λος Άντζελες Γκετί.
Ο πίνακας μεταφέρθηκε στο Γκετί για αποκατάσταση, καθώς ένα θραύσμα τζαμιού καρφώθηκε στο πόδι του Ηρακλή και το λάβωσε, ενώ θα εκτεθεί εκεί το πλαίσιο μιας μακροχρόνιας δανειακής σύμβασης.

Η Sheila Barker κορυφαία μελετήτρια του έργου της Αρτεμισίας δήλωσε στους New York Times ότι είναι ένας πολύ χαρακτηριστικός πίνακας της ζωγράφου κι από τους πιο στοχευμένους στην απόδοση της πολυπλοκότητας των μορφών.

Αρκετοί φιλότεχνοι και συλλέκτες από όλο τον κόσμο όταν στον μεταξύ τους κύκλο έγινε γνωστή η εύρεση του πίνακα έσπευσαν να δώσουν τεράστια ποσά για να τον αποκτήσουν, αλλά οι κάτοχοί του και διαχειριστές του μουσείου στην έπαυλη Σίρκσοκ αρνήθηκαν.

«Είναι συναρπαστικό το ότι σε αυτή την εντελώς απροσδόκητη γωνιά της νότιας Μεσογείου, αναδύθηκε αυτό το εκπληκτικό παράδειγμα της ώριμης ιδιοφυΐας της Αρτεμισίας», δήλωσε η Barker προσθέτοντας ότι με το έργο «Ηρακλής και Ομφάλη», ο αριθμός των πινάκων της Αρτεμισίας ανέρχεται πλέον στους 61.

Η Αρτεμισία ήταν μια από τις ελάχιστες γυναίκες που πέτυχαν στην ανδροκρατούμενη αγορά τέχνης της εποχής της και υπήρξε μια φεμινίστρια-ηρωίδας του 17ου αιώνα. Η αιματηρή απόδοσή της με την Τζούντιθ να αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη στο Ουφίτσι είναι ιδιαίτερα διάσημη και κάποιοι μελετητές της αναφέρουν ότι πρόκειται για μια δημιουργική μορφή εκδίκησης για τον βιασμό της σε ηλικία 17 ετών.

Η εκδοχή της για τον Ηρακλή και τον Ομφάλη προσφέρει επίσης ανατροπές ρόλων φύλου, αν και πιο παιχνιδιάρικα. Στον κλασικό μύθο, το ζευγάρι ερωτεύεται αφού ο Δίας καταδικάζει τον Ηρακλή να γίνει σκλάβος της Ομφάλης, της βασίλισσας της Λυδίας, ως τιμωρία για ένα έγκλημα. Στον πίνακα, μια κομψά ντυμένη Ομφάλη υψώνεται πάνω από τον Ηρακλή, ο οποίος κρατά έναν άξονα και ένα νήμα - εργαλεία μιας γυναίκας - αντί για το συνηθισμένο του ρόπαλο. Σε μια άλλη ανατροπή, είναι ο άντρας που φαίνεται να είναι ατημέλητος και ημίγυμνος.

Η ακριβής χρονολόγηση του πίνακα δεν έχει γίνει ακόμη, εκτιμάται ωστόσο ότι φιλοτεχνήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1630 όταν η Αρτεμισία ζούσε στη Νάπολη.

Πηγή: New York Times

Φωτογραφία: Brian Guido/New York Times.