Skip to main content

«Ω, τι κόσμος, μπαμπά!» - Τι δώσαμε στους νέους και γιατί δεν πρέπει να τους πυροβολούμε

Μορφωμένα και με το παραπάνω τα σημερινά νέα παιδιά, με δεξιότητες, με ικανότητες, με πτυχία, κι όμως, βγαίνοντας στην αγορά εργασίας και τον πραγματικό κόσμο πατάνε αναγκαστικά mute σε ό,τι θα μπορούσε να τα εξελίξει

«Σε θέλω 3,5 ώρες το πρωί και μετά το βράδυ άλλες 4,5, για να συμπληρώσεις τη βάρδια και το 8ωρο», έλεγε η πρόταση του εργοδότη σε νέο που πήγε να πιάσει δουλειά σε γνωστό καφέ. Ο νέος είπε «μα ξέρετε, τι θα κάνω εγώ στο ενδιάμεσο, μένω στην Ηλιούπολη, πότε θα προλάβω να πάω και να γυρίσω; Θα είμαι στους δρόμους συνέχεια!». «Τι να σου πω, παλικάρι μου, αυτή είναι η δουλειά κι άμα σου κάνει. Έχω κι άλλους που περιμένουν», απάντησε ο εργοδότης. «Και τα χρήματα πόσα είναι;», ρώτησε σαστισμένος ο νέος και υποψήφιος εργαζόμενος. «Ο βασικός, ό,τι λέει ο νόμος, 667 ευρώ καθαρά στο χέρι».

Ο παραπάνω διάλογος είναι συνηθισμένος στην εποχή μας. Έτσι τρέχει η αγορά εργασίας για έναν νέο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό. Ίσως σε άλλες περιπτώσεις δεν είναι τόσο τραβηγμένα τα πράγματα -όταν δεν υπάρχει αυτό το επαίσχυντο σπαστό ωράριο- αλλά τα χρήματα αυτά είναι και τελεία. Το σκηνικό μού το έχουν μεταφέρει δύο νέοι που τέλειωσαν το φανταρικό τους και, ψάχνοντας δουλειά, άρχισαν να τους… φεύγουν τα πυκνά μαλλιά.

Η συνθήκη της απασχόλησης των νέων δημιουργεί σειρά από ζητήματα. Στήνεται παράλληλα ένα ντόμινο με πολλές κοινωνικο-οικονομικές κι εντέλει πολιτικές προεκτάσεις που διαμορφώνουν τη ζωή και τα πιο δημιουργικά χρόνια των νέων. Έτσι, βλέπουμε νεαρά παιδιά να συγκατοικούν με τους γονείς και τους παππούδες τους. Αφού δεν βγαίνουν οικονομικά, δεν φεύγουν κι από το πατρικό τους. Δεν τολμάνε να ξεκινήσουν οικογένεια και πάλι αφού δεν βγαίνουν οικονομικά, πώς να προχωρήσουν. Δεν τολμούν να νοικιάσουν σπίτι από τον πρώτο όροφο και πάνω και μισθώνουν ισόγεια καταστήματα που προσομοιάζουν με κανονικά σπίτια, με κάγκελα στα παράθυρα, τα πλυμένα ρούχα στην απλώστρα του σαλονιού και την πόρτα τεθωρακισμένη, για να φρενάρει τους επίδοξους νυχτερινούς επισκέπτες. Και μάλιστα με συγκάτοικο, αφού άλλωστε κι ο νόμος αυτό το ενισχύει.

Αν μπούμε λίγο πιο βαθιά στο πορτοφόλι τους, θα δούμε πως σίγουρα ο μήνας δεν βγαίνει με τις δικές τους δυνάμεις. Εκεί πέφτουν τα εξτραδάκια από το σόι. «Πάρε και κάτι για να βγεις, σου έκανα κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο, για να σε πάει 2-3 μέρες. Και τα ρούχα φέρτα σε μας, μέχρι να πάρεις πλυντήριο». Λίγο πολύ αυτή είναι η καθημερινότητα πολλών νέων.

Αυτά λοιπόν τα… καθημερινά μάς δείχνουν πολλά για τον κόσμο που παραδώσαμε στους 20άρηδες, τους 30άρηδες της κοινωνίας μας. Δηλ. τα παιδιά μας. Τους ετοιμάσαμε για ποιον δρόμο ακριβώς; Μορφωμένα και με το παραπάνω τα σημερινά νέα παιδιά, με δεξιότητες, με ικανότητες, με πτυχία, με διπλώματα κι όμως, βγαίνοντας στην αγορά εργασίας, στην κοινωνία, τον πραγματικό κόσμο, πατάνε αναγκαστικά mute σε ό,τι θα μπορούσε να τα εξελίξει.

Αλήθεια, εάν βάζαμε το ερώτημα σε μια πλατφόρμα Τεχνητής Νοημοσύνης για το πώς τα βγάζει πέρα ένας νέος της εποχής μας, είμαι πολύ περίεργος τι απάντηση θα παίρναμε. Ίσως να έλεγε «προσεχώς καλύτερα, προσωρινά στον πάγο».

Το σίγουρο είναι πως κάθε γονιός πασχίζοντας τα προηγούμενα χρόνια έδωσε τον καλύτερό του εαυτό για να μην λείψει -ο καθένας με τις δυνάμεις του- τίποτα από το παιδί του. Μόνο που όταν βγει στην αγορά, στην κοινωνία, καταλαβαίνουμε πως μπορεί να κάναμε ό,τι μπορούσαμε για τα παιδιά μας, αλλά δεν τους ετοιμάσαμε κι έναν καλύτερο κόσμο. Δεν κάναμε εμείς, της προηγούμενης γενιάς, το χρέος μας. Αφήσαμε τα πράγματα στην τύχη τους, στον αυτόματο, δεν φτιάξαμε έναν πιο ασφαλή κόσμο, με καλύτερη ποιότητα ζωής, καλύτερα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας, δεν κρατήσαμε κεκτημένα στην εργασία και πολλά άλλα δεν…

Και τώρα, πολλοί από εμάς επιμένουν σαν σοφοί της ζωής να αφηγούνται ιστορίες - διδάγματα από τα κατορθώματα της νιότης μας, λες και αυτά που πραγματικά φτιάξαμε είναι άλλα από αυτά που ζουν τώρα τα παιδιά μας. Ας είμαστε λοιπόν πιο φειδωλοί στις κρίσεις και τις επικρίσεις μας έναντι των νέων. Ας μην τους πυροβολούμε με ατάκες του τύπου «ανεπρόκοποι οι νέοι μας, ο κόσμος χειροτέρεψε». Αντιθέτως, να περιμένουμε να γυρίσουν να μας πουν «Ω, τι κόσμος μπαμπά» κι ας μην έχουν διαβάσει ποτέ το ομότιτλο βιβλίο του Κώστα Μουρσελά ή δεν άκουσαν ποτέ το τραγούδι του Γιάννη Καλαϊτζή, που μεταφέρει αυτούσια και την επίμαχη φράση. Η ζωή δεν σηκώνει mute, πάντα συνεχίζεται. Κι αν λέμε πως ότι κάναμε κάναμε εμείς της προηγούμενης γενιάς, τότε είναι ακόμη πιο λυπηρό το συμπέρασμα: άφαντο το χρήσιμο αποτύπωμά μας στον κόσμο που ζούμε.