Skip to main content

Οι 7 άξονες του εμπορίου στην παλιά Θεσσαλονίκη - Οι δρόμοι, τα καταστήματα, οι μυρωδιές

Μια πολυσέλιδη έκδοση του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς ακτινογραφεί την εμπορική ιστορία και γεωγραφία της πόλης

Η κατεδάφιση των τειχών για τη διάνοιξη λεωφόρων από το 1869 ως το 1911 και η κατάργηση των δασμών τη δεκαετία του 1970 αποτέλεσαν τους δύο σταθμούς για την εκτόξευση της εμπορικής δραστηριότητας τον προηγούμενο αιώνα στη Θεσσαλονίκη.

Αυτούς τους σταθμούς χρησιμοποιεί ως αφετηρία και ως λήξη ο διδάκτορας Οικονομικής Ιστορίας, Ευάγγελος Χεκίμογλου, στη μελέτη του που έχει τίτλο «Θεσσαλονίκης εμπόριον 1870-1970» και αποτελεί μια ακτινογραφία στην εμπορική ιστορία και στη γεωγραφία της πόλης.

Η πολυσέλιδη έκδοση κυκλοφορεί από το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς και εκκινεί από την ενδιαφέρουσα ομότιτλη έκθεση που παρουσιάστηκε από το ΠΙΟΠ στη Θεσσαλονίκη το 2017, με αφορμή τα 100 χρόνια από την καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Η έκθεση φώτισε αθέατες πλευρές της εμπορικής δραστηριότητας και των συνηθειών του καταναλωτικού κοινού του 20ου αιώνα, μέσα από ιστορικά τεκμήρια που περιλάμβαναν πάνω από 600 φωτογραφίες, χάρτες, πίνακες, σχεδιαγράμματα, κείμενα.

Image

«Θεωρώ ότι δύο είναι οι σημαντικοί σταθμοί για την εκτόξευση του εμπορίου στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται αφενός για την κατεδάφιση των τειχών που επέτρεψε την εξάπλωσή του σε όλη την πόλη και αφετέρου για την κατάργηση των δασμών που διόγκωσε την εμπορική δραστηριότητα. Για παράδειγμα η κατάργηση είχε ως αποτέλεσμα να εισάγονται φτηνότερα φρούτα και λαχανικά και η κατανάλωση εξαπλασιάστηκε», δήλωσε στη Voria.gr ο κ. Χεκίμογλου.

Στις 360 σελίδες της έκδοσης καταγράφεται και φωτίζεται η εξέλιξη της οικονομικής γεωγραφίας στη Θεσσαλονίκη, η τοπογραφία του εμπορίου και της βιοτεχνίας, η δεκτικότητα σε νέες επιδράσεις, η προσαρμογή στις ιστορικές μεταβάσεις ή τομές που συντελούνται στην πόλη κατά την περίοδο των εκατό υπό μελέτη ετών. Μερικά από τα θέματα που προσεγγίζονται είναι οι θαλάσσιοι και χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι, το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, οι επενδύσεις και οι μεταφορές, η διαμόρφωση των εμπορικών αγορών και των βιοτεχνικών γειτονιών, οι μεταβολές και αλλαγές χρήσης γης και ιδιοκτησίας, η συγκέντρωση εργαστηρίων και εμπορικών καταστημάτων ανά γειτονιά, η κοινωνικότητα μέσω του καθημερινού λιανικού εμπορίου, η εξέλιξη των καταναλωτικών συνηθειών των κατοίκων.

Image

Η εμπορική ιστορία της πόλης «διαβάζεται» σε συσχετισμό με τα σημαίνοντα ιστορικά γεγονότα: τις τελευταίες δεκαετίες της τουρκικής κυριαρχίας, τους Βαλκανικούς Πολέμους και την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος, την πυρκαγιά του 1917, το προσφυγικό κύμα που συνδέεται με τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα χρόνια της Κατοχής και την σχεδόν ολοσχερή εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, τη σταδιακή ομαλοποίηση της οικονομικής και καθημερινής ζωής από τη δεκαετία του ’50 και έπειτα, τις αλλαγές στον τρόπο ζωής κατά τη δεκαετία του ’60, τη διαχρονική παρουσία της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

Τα στατιστικά στοιχεία της έκδοσης και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό «συνομιλούν» με το κείμενο, τεκμηριώνουν την έρευνα, αναδεικνύουν το ευρύ φάσμα της οικονομικής ζωής και της εμπορικής τοπογραφίας της Θεσσαλονίκης.

Όπως σημειώνει ο κ. Χεκίμογλου, «από την ίδρυσή της ως τις μέρες μας η Θεσσαλονίκη υπήρξε για μεγάλα διαστήματα οικονομικό κέντρο ενός εκτεταμένου παραγωγικού χώρου» και στο πέρασμα των χρόνων, «από σημαντικό στρατιωτικό, διοικητικό και εμπορικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξελίχθηκε σε άτυπη πρωτεύουσα της βόρειας Ελλάδας».

Ο συγγραφέας επιλέγει να χωρίσει τη μελέτη του σε τρία μέρη: 1870-1912, 1913-1940, 1940-1970.

Image


Οι απαρχές του οργανωμένου εμπορίου στη Θεσσαλονίκη

Λιγότερο γνωστό για το ευρύ κοινό είναι το πρώτο μέρος που καλύπτει την περίοδο από το 1870 ως το 1912, τότε που η Θεσσαλονίκη ήταν μια πολυπολιτισμική πόλη, ένα χωνευτήρι εθνικοτήτων, θρησκειών και παραδόσεων, υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Θεσσαλονικείς έμποροι εισήγησαν προϊόντα ή αγόραζαν την ντόπια παραγωγή και την εξήγαγαν σε άλλες χώρες. Τα δημητριακά και τα αποικιακά είδη έφταναν από τη θάλασσα, ενώ ο καπνός, τα μαλλιά, το βαμβάκι και οι γούνες εισάγονταν και εξάγονταν ακόμη και με ζώα.

Παράλληλα η Θεσσαλονίκη υπήρξε και κέντρο βιοτεχνικής παραγωγής, ωστόσο το τοπίο άλλαξε με την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους που ξεκίνησε το 1869-1870 κι έφερε σημαντικές αλλαγές στον χώρο και στη λειτουργία του λιμανιού, καθώς έγινε ευκολότερη η προσέγγιση των πλοίων.

Image

Σύμφωνα με την έρευνα του κ. Χεκίμογλου, στις αρχές του 20ου αιώνα οι εισαγωγές που περνούσαν από το λιμάνι και το σιδηροδρομικό δίκτυο της πόλης αφορούσαν σε πρώτες ύλες, βιομηχανικά προϊόντα και μηχανολογικό εξοπλισμό, με τις μισές από αυτές να σχετίζονται με τα τρόφιμα και τα υφάσματα.

Οι εξαγωγές περιλάμβαναν βαμβάκι, κουκούλια, μεταλλεύματα, όπιο και καπνό, ενώ από τα βιομηχανικά προϊόντα αξιόλογη ήταν η συμμετοχή των νημάτων που παράγονταν στη Βέροια και στη Νάουσα. Ο καπνός ήταν το κυριότερο αγροτικό προϊόν της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του δεν περνούσε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αλλά από το λιμάνι της Καβάλας.
Είναι χαρακτηριστικό πως τις καλές χρονιές η εξαγωγή καπνού από το λιμάνι της Καβάλας έφτανε τα 5 εκατ. στερλίνες, ποσό τριπλάσιο από τις συνολικές πάσης φύσης εξαγωγές από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Οι 7 εμπορικοί άξονες της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ου αιώνα

Η πυρκαγιά του 1917 αποτελεί ορόσημο και για την εμπορική δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη. Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς μια σπίθα που ξεπήδησε από την κουζίνα σπιτιού στην Άνω Πόλη, έσπειρε τον όλεθρο και έκανε στάχτη όλο το ιστορικό κέντρο. Πάνω από 10.000 κτήρια σε μια έκταση μισού τετραγωνικού χιλιομέτρου παραδόθηκαν στην καταστροφική μανία της φωτιάς και μέσα σε 32 ώρες, η περιοχή ανάμεσα στις οδούς Αγίου Δημητρίου, Αγίας Σοφίας, Εγνατία, Εθνικής Αμύνης, Λεωφόρο Νίκης και βορειοδυτικά της Λέοντος Σοφού, η λεγόμενη κατόπιν «πυρίκαυστος ζώνη», είχε ισοπεδωθεί.

Η πυρκαγιά κατέκαψε εμβληματικά κτήρια όπως το Δημαρχείο, το Ταχυδρομείο, τις εταιρείες ύδρευσης και φωταερίου, την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, την Αρχιραββινεία με το αρχείο αιώνων, το Σαατλή τζαμί κ.ά. και σήμανε παράλληλα την καταστροφή του ασφαλιστικού κλάδου, ο οποίος κλήθηκε να δώσει αποζημιώσεις -σε λίγους μόνο που είχαν ασφαλίσει τις περιουσίες τους- σχεδόν 4 εκατ. ευρώ, σε σημερινή αξία.

Image


Πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, και μόνο λίγοι προνομιούχοι που είχαν προλάβει να ασφαλίσουν τις περιουσίες τους έλαβαν συνολικά 4 εκατ. ευρώ σε αποζημιώσεις. «Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης υπήρξε η μεγαλύτερη ασφαλιστική καταστροφή του έτους εκείνου σε παγκόσμιο επίπεδο» σύμφωνα με τον ιστορικό Ευάγγελο Χεκίμογλου, καθώς ο ασφαλιστικός κλάδος της πόλης σχεδόν καταστράφηκε από τις επιπτώσεις της φωτιάς.

Μέχρι τότε 7 άξονες σηματοδοτούσαν την εμπορική δραστηριότητα στην πόλη, όλοι γύρω από το λιμάνι και το κέντρο.

Τα Παλιά Ψαράδικα, οριοθετούνται από τις σημερινές οδούς Βέροιας-Εδέσσης-Αγίου Μηνά και το 1910 είχαν 40 εμπορικά καταστήματα, κυρίως χαρτοπωλεία, λιθογραφεία και μαγαζιά με είδη πολυτελείας.

Η περιοχή Καπανάτσια, ήταν από την οδό Αγίου Μηνά και προς τον Λευκό Πύργο, σχεδόν η σημερινή περιοχή της Μητροπόλεως και είχε οικιστική και εμπορική χρήση, ενώ η συνοικία αυτή είχε τα περισσότερα κρούσματα στην επιδημία χολέρας το 1911.

Από τις πιο γνωστές περιοχές ήταν το Τοπχανέ που εκτείνονταν από τον Βαρδάρη μέχρι σχεδόν την σημερινή οδό Βενιζέλου και περιλάμβανε την ονομαστή εβραϊκή συνοικία της Μάλτας: Στον άξονα αυτόν υπήρχαν καπνομάγαζα, καπναποθήκες, χάνια, γραφεία πρακτόρων, μεσίτες και δικηγόροι. Στο κομμάτι της Φράγκων αναπτύχθηκε ήδη από τον 19ο αιώνα το τραπεζικό κέντρο της Θεσσαλονίκης με γνωστά τραπεζικά καταστήματα όπως η Τράπεζα Τράπεζες Αμάρ και Σαλέμ (τοπικών συμφερόντων), η Ionian Ltd (με έδρα το Λονδίνο), η Banque de Salonique (διεθνών συμφερόντων με ισχυρή συμμετοχή της οικογένειας Αλλατίνη) , η ρουμάνικη Banque  de Commerce et Depot, ενώ λίγο δυτικότερα ήταν η Οθωμανική Τράπεζα και ανατολικότερα η Τράπεζα Σαούλ Μοδιάνο.

Ένας κάθετος άξονας με τα εμπορικά χάνια, ορίζονταν από τις σημερινές οδούς Βίκτωρος Ουγκώ και Συγγρού και συνέδεε τα Παλιά Ψαράδικα με την Εγνατία. Στο τμήμα αυτό υπήρχαν χάνια και επαγγέλματα που σχετίζονται με την περιποίηση αλόγων και ταξιδιωτών, ενώ εκεί οικοδομήθηκε το 1862 το αρχοντικό της οικογένειας Αλλατίνη.

Image

 

Ο πέμπτος ενδιαφέρον άξονας εμπορικής δραστηριότητας είναι το Μπουγιούκ Παζάρ (Μεγάλο Παζάρι), η σύγχρονη Βασιλέως Ηρακλείου. Μέχρι το 1917 ήταν ένας σπουδαίος εμπορικός δρόμος με διώροφα κτήρια, 27 εργαστήρια και 11 καταστήματα, ενώ υπήρχε και το γνωστό μέχρι σήμερα λουτρό-χαμάμ.

Η οδός Βενιζέλου ήταν από παλιά ένας δρόμος που συγκέντρωνε την αριστοκρατία της πόλης, καθώς διέθετε καταστήματα με είδη πολυτελείας και κοσμηματοπωλεία, μάλιστα αρκετά από αυτά έφερναν εισαγόμενα είδη από τα ευρωπαϊκά κέντρα της μόδας. Στην οδό Yeni Iskele μετέπειτα Sabri Paşa ή çarşi και σήμερα Βενιζέλου, υπήρχαν τα πιο ακριβά καταστήματα ρούχων και παπουτσιών, αλλά και 30 κοσμηματοπωλεία με χρυσά, διαμάντια, μαργαριτάρια και ακριβά ρολόγια. Υπήρχαν επίσης μαγαζιά με ραπτομηχανές, είδη θέρμανσης, φωνόγραφους και πάνω από 15 φαρμακεία και δεν είναι τυχαίο πως αυτόν τον δρόμο επέλεξαν αργότερα πολυκαταστήματα όπως το Tirring και αργότερα το Stein.

Αρώματα και χρώματα είχε η περιοχή των Λαδάδικων, τότε Istira. Στον Ιστιρά (δυτικά από την οδό Σαλαμίνος) είχε μεγάλο αριθμό εμπόρων λαδιού, εξού και το όνομα Λαδάδικα, ενώ υπήρχαν ακόμη αλαταποθήκες, δερματέμποροι και μεσίτες δερμάτων, μεσίτες βαμβακιού, εμπόροι γεωργικών μηχανών, σιτηρών και αποικιακών ειδών.

Image

« Πρωτεύων παράγοντας για τη γεωγραφική διασπορά και εξέλιξη του εμπορίου στη Θεσσαλονίκη υπήρξε η διόγκωση του καταναλωτικού κοινού, το οποίο υπεροκταπλασιάστηκε στο χρονικό διάστημα ενός αιώνα. Αυτή η αύξηση είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του αστικού χώρου, τη δημιουργία και την πύκνωση νέων συνοικισμών. Η διαδικασία αυτή μείωσε με τη σειρά της τη σημασία του παλαιού αστικού κέντρου της Θεσσαλονίκης και οδήγησε στη γεωγραφική διασπορά των εμπορικών καταστημάτων σε όλο το πολεοδομικό συγκρότημα», καταλήγει στη μελέτη του ο κ. Χεκίμογλου.