Skip to main content

Οι θάνατοι από μύκητες διπλασιάστηκαν σε μια δεκαετία σύμφωνα με βρετανική μελέτη

Πολλοί από τους θανάτους οφείλονται στον αργό ή ανύπαρκτο διαγνωστικό έλεγχο και στην έλλειψη αποτελεσματικών αντιμυκητιασικών φαρμάκων

Πριν από έντεκα χρόνια, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ στη Βρετανία, υπολόγισαν ότι περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από μυκητιασικές λοιμώξεις. Σύμφωνα με μια έρευνα, ο αριθμός αυτός σήμερα έχει σχεδόν διπλασιαστεί φτάνοντας τους 3,8 εκατομμύρια θανάτους ετησίως.

Αυτό αντιπροσωπεύει περίπου το 6,8% των συνολικών θανάτων παγκοσμίως. Η στεφανιαία νόσος είναι πιθανώς υπεύθυνη για το 16% των συνολικών θανάτων παγκοσμίως, ακολουθούμενη από το εγκεφαλικό επεισόδιο (11%). Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια αντιπροσωπεύει το 6% των συνολικών θανάτων, με τη μυκητιασική λοίμωξη να ευθύνεται για το 1/3 περίπου αυτών των 3.228.000 θανάτων.

Αν και η διάγνωση των μυκητιασικών ασθενειών έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία 10-15 χρόνια, τόσο η πρόσβαση σε αυτές τις εξετάσεις όσο και η πραγματική χρήση τους είναι περιορισμένη – και όχι μόνο στις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Για παράδειγμα, η Νότια Αφρική διαθέτει μια εξαιρετική διαγνωστική υπηρεσία για την κρυπτοκοκκική μηνιγγίτιδα και τη μυκητιασική λοίμωξη της κυκλοφορίας του αίματος (Candida), αλλά δεν διαθέτει διαγνωστικά μέσα για λοιμώξεις που προκαλούνται από έναν άλλο πολύ κοινό μύκητα, τον Aspergillus. Η έγκαιρη διάγνωση των σοβαρών λοιμώξεων από Aspergillus, ιδανικά εντός 48 ωρών, θα μπορούσε να σώσει εκατομμύρια ζωές κάθε χρόνο.

Οι σημαντικότεροι θανατηφόροι μύκητες είναι ο Aspergillus fumigatus και ο Aspergillus flavus, οι οποίοι προκαλούν λοιμώξεις των πνευμόνων. Μεταξύ των ανθρώπων που επηρεάζονται είναι όσοι πάσχουν από άσθμα, φυματίωση, καρκίνο του πνεύμονα, λευχαιμία, αλλά και όσοι έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση οργάνων ή νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας.

Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους πεθαίνουν επειδή οι γιατροί τους δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τη μυκητιασική ασθένεια ή την αναγνωρίζουν πολύ αργά. Πολλοί από τους θανάτους οφείλονται στον αργό ή ανύπαρκτο διαγνωστικό έλεγχο και στην έλλειψη αποτελεσματικών αντιμυκητιασικών φαρμάκων. Οι εξετάσεις που βασίζονται σε καλλιέργειες μυκήτων αναγνωρίζουν μόνο το 1/3 των ατόμων που έχουν πραγματικά μυκητιασική λοίμωξη.

Δυστυχώς, όπως και με την μικροβιακή αντοχή στα αντιβιοτικά, η αντίσταση στα αντιμυκητιασικά αποτελεί επίσης ένα αυξανόμενο πρόβλημα. Ο ψεκασμός των καλλιεργειών με ορισμένους τύπους μυκητοκτόνων αυξάνει σημαντικά τα ποσοστά αντοχής σε μια ομάδα αντιμυκητιασικών φαρμάκων, γνωστών ως αζόλες.

Οι λοιμώξεις από Candida είναι μια από τις αιτίες της σηψαιμίας και εντοπίζονται στην κυκλοφορία του αίματος. Συνδέονται επίσης με τον διαβήτη ή τη νεφρική ανεπάρκεια -ή και τα δύο- και μπορούν επίσης να εκδηλωθούν μετά από μεγάλη χειρουργική επέμβαση ή τραύμα. Οι τρέχουσες εξετάσεις καλλιέργειας αίματος εντοπίζουν μόνο το 40% των απειλητικών για τη ζωή λοιμώξεων από Candida.

Περίπου το 50% των περίπου 600.000 θανάτων από AIDS επίσης οφείλονται σε μυκητιασικές λοιμώξεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο καταβάλλονται σημαντικές προσπάθειες για την εξάλειψη της κρυπτοκοκκικής μηνιγγίτιδας ως αιτίας θανάτου, με επικεφαλής εν μέρει τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Επίσης, όσον αφορά το AIDS, απαιτείται πολύ περισσότερη έρευνα για την ιστοπλάσμωση στην Αφρική και τη νοτιοανατολική Ασία, με τη χρήση των καλύτερων διαγνωστικών εξετάσεων. Πάρα πολλοί από αυτούς τους ασθενείς διαγιγνώσκονται λανθασμένα με φυματίωση ή έχουν διπλή λοίμωξη με φυματίωση, χωρίς να αναγνωρίζεται ή να αντιμετωπίζεται η θανατηφόρα λοίμωξη από ιστόπλασμα.

Οι ερευνητές τονίζουν πως οι μυκητιασικές ασθένειες δεν πρόκειται να εξαφανιστούν. Περιβαλλόμαστε από αυτές και οι μύκητες ζουν στο έντερο και στο δέρμα μας. Δεν υπάρχουν εμβόλια για τους μύκητες και οι σοβαρές μυκητιασικές ασθένειες προσβάλλουν συνήθως άτομα που είναι ήδη άρρωστα. Για αυτό και η επιστημονική κοινότητα χρειάζεται απεγνωσμένα έγκαιρες και ακριβείς διαγνώσεις, καταλήγουν οι συγγραφείς της μελέτης.

Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Lancet Infectious Diseases».