Skip to main content

Ποιος θα σώσει την παγκόσμια οικονομία;

Η ελπίδα για την ανάκαμψη χάθηκε στις στάχτες και κάτω από τόνους λάσπης, καθώς τρεις αναδυόμενες οικονομίες βρίσκονται αντιμέτωπες με φυσικές καταστροφές.
της Κωνσταντίνας Δημητρούλη


Μία ελπίδα υπήρχε για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και αυτή δεν ήταν άλλη από τους ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών. Και αυτή όμως η ελπίδα χάθηκε στις στάχτες και κάτω από τόνους λάσπης, καθώς οι τρεις από τις τέσσερις χώρες του κλαμπ των BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) βρίσκονται αντιμέτωπες με φυσικές καταστροφές που μέχρι στιγμής το κόστος τους μεταφράζεται σε δισεκατομμύρια δολάρια και σε ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση.

Το πρωτοφανές κύμα καύσωνα που πλήττει τη Ρωσία, σε συνδυασμό με τις πυρκαγιές που συνεχίζουν το καταστροφικό τους έργο, συνεπάγεται κόστος μέχρι και 14 δισ. δολαρίων για τη ρωσική οικονομία. Πριν από τις πυρκαγιές και την καταστροφή των καλλιεργειών, οι ρυθμοί ανάπτυξης της ρωσικής οικονομίας προβλέπονταν στο 4% για το 2010, έπειτα από συρρίκνωση 7,9% στη διάρκεια του 2009, για πρώτη φορά σε διάστημα δεκαετίας. Παράλληλα, η καταστροφή αυτή δεν επιτρέπει στο Κρεμλίνο να συνεχίσει τις προσπάθειες του για τη μείωση της εξάρτησης της οικονομίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και ανάπτυξη άλλων τομέων, όπως η γεωργία.

Η γενική διευθύντρια της Παγκόσμιας Τράπεζας Νγκόζι Οκόνγιο-Ιγουεάλα, τόνισε ότι παρά την άνοδο των τιμών στα σιτηρά, προς το παρόν δεν τίθεται ζήτημα επισιτιστικής κρίσης, προειδοποίησε όμως ότι η αύξηση των τιμών σε βασικά είδη διατροφής θα πλήξει τις φτωχότερες χώρες. Η ίδια πρόσθεσε ότι οι πλημμύρες σε Ινδία, Πακιστάν και Κίνα οξύνουν τις ανησυχίες για την επάρκεια της προσφοράς βασικών ειδών διατροφής.

Την ίδια στιγμή, η Κίνα κυνηγά τους κερδοσκόπους και προειδοποιεί τις τοπικές επιχειρήσεις να μην κρατούν μεγάλα αποθέματα στις αποθήκες, ενώ στην Ινδία, όπου οι αρμόδιες αρχές άφησαν τόνους σιταριών να σαπίσουν στα χωράφια, ήδη βλέπουν τις τιμές να εκτοξεύονται. «Ευελπιστούμε ότι θα αποφύγουμε την κρίση, ζητώντας από τις χώρες να μην προχωρήσουν σε μέτρα που ενδεχομένως να οδηγήσουν σε κρίση», ανέφερε η κ. Οκόνγιο, προσθέτοντας ότι τα διεθνή αποθέματα τροφίμων κυμαίνονται σε καλύτερα επίπεδα από ότι το 2008, τότε που οι τιμές είχαν εκτιναχθεί σε επίπεδα - ρεκόρ.

Ακόμη κι αν η κατάσταση δεν προσλάβει αυτή τη φορά τις δραματικές διαστάσεις της προηγούμενης κρίσης του 2007-2008 - τότε που οι τιμές πολλών γεωργικών εμπορευμάτων (ρύζι, σιτάρι, καλαμπόκι) είχαν ενισχυθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, προκαλώντας βίαια επεισόδια σε διάφορες περιοχές, από Μπαγκλαντές μέχρι Αϊτή- εντούτοις αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη των κινδύνων που απειλούν την παγκόσμια αγορά τροφίμων.

Ο Γιοακίμ φον Μπράουν, επικεφαλής του κέντρου αναπτυξιακών ερευνών του Πανεπιστημίου της Βόνης, σε άρθρο τους στους «Financial Times» σημειώνει ότι η διαμόρφωση της τιμής των ειδών διατροφής στις αγορές αποτελεί συνισταμένη τριών παραγόντων: προσδοκίες για τη μελλοντική προσφορά και ζήτηση, ο ρόλος των κερδοσκόπων στις αγορές εμπορευμάτων, καθώς και η σημασία των τιμών για την πολιτική σταθερότητα σε χώρες όπως η Αίγυπτος. Σήμερα, οι χώρες με χαμηλά εισοδήματα είναι περισσότερο ευάλωτες από ότι την εποχή της πρόσφατης επισιτιστικής κρίσης.

Η προηγούμενη κρίση οφειλόταν, εν μέρει, στο γεγονός ότι ο αγροτικός τομέας στις αναπτυσσόμενες χώρες παρέμενε επί μακρόν παραμελημένος, ενώ στις ανεπτυγμένες χώρες επικρατούσε πολιτική επιδοτήσεων. Και πυροδοτήθηκε από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ενώ κορυφώθηκε από ακατάλληλους χειρισμούς. Ωστόσο ο αριθμός των υποσιτιζόμενων έχει αυξηθεί, εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης. Και οι φτωχοί δεν δέχονται πλέον στωικά τις ακραίες τιμές βασικών ειδών διατροφής, όπως απέδειξε η κρίση του 2008, τονίζει ο κ. φον Μπράουν.

Η βελτίωση και καλύτερη ρύθμιση της λειτουργίας των αγορών - ώστε να αποφευχθούν έντονες κερδοσκοπικές τάσεις - θα πρέπει να συνοδευθεί και από αύξηση των επενδύσεων στη γεωργία. Οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη στον αγροτικό τομέα αποτελούν από τις πιο αποτελεσματικές επενδύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης και τη μείωση της φτώχειας. Και όχι μόνο για τις φτωχές οικονομίες αλλά και για τις πλούσιες που πασχίζουν να εξαπλωθούν σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς ώστε να απεγκλωβιστούν από ένα ή δύο προϊόντα που μπορούν εύκολα να τους οδηγήσουν σε παρατεταμένη κρίση. Το πρόβλημα βέβαια εντοπίζεται στο γεγονός ότι κανείς από τις πλούσιες οικονομίες δεν είναι σε θέση να στηρίξει αυτές που μέχρι πριν από μία εβδομάδα εναπόθεταν τις ελπίδες τους για οικονομική ανάκαμψη.