Skip to main content

Το σοκ για τις ελληνικές εξαγωγές και οι αντοχές της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας

Από το 2011 μέχρι και πριν από έξι μήνες η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων είχε κινηθεί έντονα ανοδικά

Στα χρόνια της ελληνικής οικονομικής κρίσης, αλλά και όσα ακολούθησαν μετά την κατάργηση των Μνημονίων ένα από τα ελάχιστα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας με θετικό πρόσημο -και μάλιστα με έντονα θετικό πρόσημο- ήταν οι εξαγωγές. Από το 2011 μέχρι και πριν από έξι μήνες η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων κινήθηκε έντονα ανοδικά, αντικατοπτρίζοντας σε σημαντικό βαθμό τον εξαγωγικό προσανατολισμό επιχειρήσεων που μέχρι το 2010 επαναπαύονταν στην εύρωστη μέχρι τότε από καταναλωτική άποψη ελληνική αγορά. Ως αποτέλεσμα η χώρα κάλυψε μεγάλο μέρος της απόστασης που τη χώριζε από τις χώρες της Ευρωζώνης στο μέσο όρο των εξαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ, που το 2022 ήταν 27%.

Αν και στις ελληνικές εξαγωγές υπάρχει σαφής συγκέντρωση, αφού το 20% των επιχειρήσεων της χώρας, στην πλειοψηφία τους με περισσότερους από 50 εργαζομένους, πραγματοποιεί το 80% των εξαγωγών και χιλιάδες μικρομεσαίες το υπόλοιπο 20%, η θετική πορεία είχε ευνοϊκό αντίκτυπο στη Θεσσαλονίκη και την Κεντρική Μακεδονία γενικότερα, καθώς η περιοχή έχει μεγάλη παράδοση εξωστρεφών επιχειρήσεων. Με ένα μεγάλο κομμάτι της μεταπολεμικής παραγωγικής επιχειρηματικότητας της χώρας να είναι κρατικοδίαιτο μέσω των θηριωδών προμηθειών του ελληνικού κράτους, κάτι που αξιοποιούσαν λόγω εγγύτητας στα κέντρα λήψης των αποφάσεων κυρίως οι εταιρείες της Αττικοβοιωτίας, οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος στράφηκαν μαζικά στις ξένες αγορές από τη δεκαετία του 1970. Γι’ αυτό σήμερα -και παρά την αιμορραγία με τα λουκέτα την περίοδο της οικονομικής κρίσης- υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη πολλές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές εδώ και 40, 50 και περισσότερα χρόνια. Έχουν εδραιωθεί σε αγορές, έχουν μόνιμους συνεργάτες στο εξωτερικό και δουλεύουν σταθερά με προτεραιότητα την εξωστρέφεια, που παραμένει δύσκολη άσκηση στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και τον πιο αξιόπιστο δρόμο για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη μιας παραγωγικής επιχείρησης, που εάν περιοριστεί μόνο στην εσωτερική αγορά των 11 εκατομμυρίων καταναλωτών συν τους επισκέπτες της χώρας, έχει εξ’ ορισμού περιορισμένα όρια να διευρύνει την παρουσία της.

Παρά, όμως, την αισιοδοξία που εκφράζονταν από τους ενασχολούμενους με τις εξαγωγές στις αρχές του 2023, αλλά και τις θετικές επιδόσεις των εξαγωγικών επιχειρήσεων στο πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς, το σύνολο του έτους αναμένεται να κλείσει με αρνητικό πρόσημο για τις ελληνικές εξαγωγές, αφού στο 2ο εξάμηνο η εικόνα έχει αντιστραφεί άρδην. Ήδη στο 11μηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου η πτώση των ελληνικών εξαγωγών είναι 7,5% -χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία η απώλειες περιορίζονται στο -1,6%-, ποσοστό που δεν μπορεί να καλυφθεί τον 12ο μήνα, ακόμη και στο καλύτερο σενάριο. Αντίθετα, το πιθανότερο είναι οι απώλειες να διευρυνθούν, κάτι που ασφαλώς προκαλεί προβληματισμό, σε ορισμένες περιπτώσεις στα όρια του… σοκ.

Πληθωρισμός, ακριβό χρήμα και κρίση κατανάλωσης στις παραδοσιακές για τα ελληνικά προϊόντα ευρωπαϊκές αγορές -η Ευρωζώνη βρίσκεται στα όρια της ύφεσης και συνολικά η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης βαίνει ασθμαίνουσα- είναι οι βασικές αιτίες της πτώσης. Η ανησυχία προέρχεται από το γεγονός ότι αναδύεται στην επιφάνεια η ανταγωνιστική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας σε συνολικά δύσκολες συνθήκες, αφού τα ίδια προβλήματα (πληθωρισμός, ακριβό χρήμα, κρίση κατανάλωσης) ισχύουν σε ολόκληρο τον πλανήτη, χωρίς οι εξαγωγές προηγμένων χωρών να καταγράφουν αρνητικό πρόσημο, παρά μόνο μια σχετική επιβράδυνση της ανάπτυξής τους.

Από τη δύσκολη συγκυρία που διανύουν οι ελληνικές εξαγωγές τους τελευταίους μήνες υπάρχουν κάποιοι κλάδοι και κάποια προϊόντα που αντέχουν και αυξάνουν την εμπορευσιμότητά τους. Πρόκειται κυρίως για τα τρόφιμα (+9,3%), τα ποτά (+14,9%) και τα λάδια, που λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών τους εμφανίζουν εξαγωγική ανάπτυξη στο 11μηνο του 2023 περί το 63,5%.

Το καλό για τη Θεσσαλονίκη, την Κεντρική Μακεδονία και ολόκληρο το βορειοελλαδικό τόξο είναι ότι στην περιοχή δραστηριοποιείται ο κύριος όγκος των επιχειρήσεων παραγωγής τροφίμων και ποτών. Η καρδιά της ελληνικής αγροδιατροφής, όπως ορίζεται ο κύκλος του πρωτογενούς αγροτικού τομέα και των μεταποιητικών επιχειρήσεων που αξιοποιούν την παραγωγή της ευλογημένης ελληνικής γης, κτυπάει από τη Θεσσαλία και βορειότερα, κάτι που σημαίνει ότι οι εξαγωγικές -άρα και οι παραγωγικές- αντοχές είναι σημαντικές και μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για τη συνέχεια. Άλλωστε σε αυτές τις περιοχές η παραγωγή -πρωτογενής τομέας και μεταποίηση- παραμένουν εδώ και χρόνια στον πυρήνα της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ στηρίζουν την απασχόληση. Ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη οι μεταποιητικές επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών είναι εκατοντάδες και βρίσκονται κυρίως στη Σίνδο, το Καλοχώρι, το Ωραιόκαστρο και τη Θέρμη, ενώ και η αγροτική παραγωγή του νομού προσφέρει πλούτο και αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη. Όπως αποδεικνύεται άλλωστε και από την αντοχή των εξαγωγών, οι σταθερές και μακροχρόνιες βάσεις αποτελούν πλεονέκτημα, κυρίως σε δύσκολες περιόδους για την διεθνή οικονομία και τις αγορές.