Skip to main content

Σουηδία: Αντισώματα κορωνοϊού μόλις στο 7,3% του πληθυσμού

Η έρευνα σε εξέλιξη καταδεικνύει πως το 7,3% ενός δείγματος προσώπων που επιλέχθηκαν τυχαία στη σουηδική πρωτεύουσα ανέπτυξε αντισώματα.

Η Σουηδία, που διαφέρει από άλλες χώρες λόγω της πιο ήπιας και αμφιλεγόμενης τακτικής που έχει υιοθετήσει απέναντι στην πανδημία του νέου κορωνοϊού, γνωστοποίησε σήμερα ότι πάνω από 1 κάτοικος της Στοκχόλμης στους 5 ενδέχεται να έχει αναπτύξει αντισώματα εναντίον του ιού.

Ο επικεφαλής επιδημιολόγος της χώρας Αντερς Τεγκνέλ δήλωσε ότι το ποσοστό είναι κατώτερο αυτού που είχε εκτιμηθεί, κυρίως επειδή «απεικονίζει» την κατάσταση πριν από μερικές εβδομάδες. Σήμερα, ισχυρίζεται ότι ανοσία πρέπει να έχει το 20% του πληθυσμού, μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Ο αντίλογος ήρθε από τον Μπγιορν Ούλσεν, Καθηγητή Μολυσματικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, έναν εκ των δώδεκα ακαδημαϊκών που έχουν επικρίνει την στρατηγική της Σουηδίας, χαρακτηρίζοντας την ανοσία της αγέλης ως «επικίνδυνη και μη ρεαλιστική» προσέγγιση για την αντιμετώπιση της COVID-19.

«Νομίζω ότι απέχουμε πολύ από την ανοσία της αγέλης, αν τη φτάσουμε ποτέ», δήλωσε στο Reuters μετά την ανακοίνωση των ευρημάτων, επισημαίνοντας ότι κάτι τέτοιο επιβάλλει την προσβολή του 68%-70% του πληθυσμού.

Επιπλέον, η έννοια της ανοσίας της αγέλης δεν έχει δοκιμαστεί για τον νέο κορωνοϊό και τόσο η έκτασή της όσο και η διάρκειά της μεταξύ των ασθενών που έχουν αναρρώσει είναι εξίσου αβέβαιη.

Σημειώνεται ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα, ότι οι παγκόσμιες μελέτες έχουν βρει αντισώματα μόνο στο 1-10% του πληθυσμού, αποτελέσματα σύμφωνα με τα πρόσφατα ευρήματα στην Ισπανία και τη Γαλλία.

Η έρευνα σε εξέλιξη καταδεικνύει πως το 7,3% ενός δείγματος προσώπων που επιλέχθηκαν τυχαία στη σουηδική πρωτεύουσα, την πλέον πληγείσα περιοχή της χώρας, ανέπτυξε αντισώματα, όταν εξετάστηκαν την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου.

«Οι αριθμοί αντικατοπτρίζουν την κατάσταση της επιδημίας στις αρχές του μήνα Απριλίου, καθώς χρειάζονται κάποιες εβδομάδες προτού το ανοσοποιητικό σύστημα αναπτύξει αντισώματα» εξηγεί η Αρχή, η οποία ανέλυσε περισσότερα από 1.100 τεστ.

Σε άλλες περιοχές της χώρας, ο αριθμός των ανθρώπων που ανέπτυξαν αντισώματα ήταν μικρότερος, με μόλις 4,2% στα νότια και 3,7% στην περιοχή γύρω από το Γκέτεμποργκ (νοτιοδυτικά).

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η διασπορά του ιού ήταν μεγαλύτερη στους πολίτες ηλικίας 20-64 ετών από τους άνω των 65 ετών, με το 6,7% και 2,7% αντίστοιχα να αναπτύσσει αντισώματα.

Στους νέους ηλικίας 19 ετών και κάτω, περίπου το 4,7% ανέπτυξε αντισώματα, κάτι που δείχνει, σύμφωνα με τον Τέγκνελ «αυτό που λέμε πάντα, ότι δεν βλέπουμε σε αυτήν την ομάδα σημαντική διασπορά» του ιού.

Η αμφιλεγόμενη στρατηγική

Η μελέτη αξιολόγησε περίπου 1.100 τεστ από όλη τη χώρα, αν και κυκλοφόρησαν ευρέως στοιχεία μόνο για τη Στοκχόλμη.

Οι αξιωματούχοι της Υπηρεσίας Υγείας τόνισαν ότι εκτός από την ανοσία της αγέλης, η στρατηγική που ακολούθησε η χώρα είχε επίσης στόχο να επιβραδύνει τον ιό αρκετά, ώστε οι υπηρεσίες υγείας να τον αντιμετωπίσουν και όχι να τον καταστείλει εντελώς.

Παράλληλα, υποστήριξαν ότι οι χώρες που επέβαλλαν καθολικό lockdown για την αποτροπή οποιασδήποτε έκθεσης στον ιό θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν νέες επιδημίες καθώς οι περιορισμοί θα μειώνονταν και ότι θα ήταν πιο ευαίσθητες σε ενδεχόμενο δεύτερο κύμα της νόσου.

Η κυβέρνηση αρνείται ότι το υψηλό ποσοστό κατά κεφαλήν θανάτων στη χώρα οφείλεται στην έλλειψη κοινωνικού αποκλεισμού. Υπερασπιζόμενη τη στρατηγική της χώρας, η υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Υποθέσεων Λένα Έλενγκρεν είπε ότι οι περισσότεροι Σουηδοί έχουν ελαχιστοποιήσει εθελοντικά τις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις και κινήσεις έξω από το σπίτι.

Με τα κρούσματα να έχουν ξεπεράσει πλέον τις 33.000, ο αριθμός των θανάτων από την Covid-19 στη Σουηδία έφτασε τους 3.998, τρεις φορές παραπάνω από αυτόν που καταγράφεται σε Δανία, Νορβηγία, Φινλανδία και Ισλανδία μαζί, όλες χώρες με παρόμοια συστήματα πρόνοιας και δημογραφικά στοιχεία.

Εντούτοις, σύμφωνα με τον Σουηδό επιδημιολόγο, θα χρειαστούν περίπου ένα με δύο χρόνια για να μάθουμε ποια στρατηγική λειτούργησε καλύτερα και με ποιο κόστος για την κοινωνία.